Ένα τριήμερο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Τρεις μέρες, έξι ταινίες, αμέτρητα διαλείμματα για φαγητό. Ανταπόκριση από το 56ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η Θεσσαλονίκη είναι από αυτές τις πόλεις που δε χρειάζεσαι κάποια ιδιαίτερη αφορμή για να τις επισκεφθείς. Όταν λοιπόν ένα ταξίδι στη νύμφη του Θερμαϊκού (δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε) συνδυάζεται με το περίφημο φεστιβάλ κινηματογράφου της πόλης, τότε μετράς τις ώρες και τις στιγμές μέχρι να επιβιβαστείς στο αεροπλάνο.
Το 56ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι πλέον παρελθόν, βρεθήκαμε ωστόσο σε αυτό για τις τελευταίες του μέρες και πήραμε μια γεύση από την αύρα του. Μέσα σε αυτό το διάστημα είδαμε έξι ταινίες, όλες τους διαφορετικές μα γεμάτες ενδιαφέρον. Και αυτό είναι το νόημα ενός φεστιβάλ κινηματογράφου. Καλύπτει όλα τα γούστα και καταθέτει προτάσεις που θα συζητηθούν κατά τη διάρκειά του και στο τέλος θα βγουν τα λεγόμενα «χιτ».
Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει μάθει να παίζει πολύ καλά αυτό το παιχνίδι και ας δούμε τις εμπειρίες που αποκομίσαμε ανάμεσα στις απαραίτητες στάσεις για φαγητό και γλυκό (και όπως καταλαβαίνετε ήταν πολλές αυτές οι στάσεις.).
του Τζαφάρ Παναχί
Το «Ταξί στην Τεχεράνη» του Τζαφάρ Παναχί είναι από αυτές τις περιπτώσεις ταινιών που εκτιμάς περισσότερο την ίδια της την ύπαρξη παρά την ταινία ως έχει. Το Ιράν έχει απαγορεύσει από τον Παναχί να γυρίζει ταινίες, ο ίδιος όμως αγαπά τόσο πολύ το σινεμά που δεν έμεινε άπραγος και βγήκε στους δρόμους της Τεχεράνης παριστάνοντας τον ταξιτζή, με μια κρυφή κάμερα να τραβά τα πάντα μέσα στο όχημα. Είναι ασαφές πόσα από τα περιστατικά είναι αληθινά και ποια από αυτά είναι φυσικά, το βέβαιο πάντως είναι ότι χρειάστηκε περίσσιο θάρρος για τη δημιουργία αυτού του φιλμ, το οποίο αποτελεί ένα γράμμα αγάπης προς το ίδιο το σινεμά.
Από εκεί και πέρα είναι δεδομένη η πολιτική διάσταση της ταινίας, φωτογραφίζοντας το σύγχρονο Ιράν με τους καθημερινούς ανθρώπους και τα προβλήματά τους, δίχως να κρύβει τα κακώς κείμενα. Το πρώτο μέρος είναι πιο χιουμοριστικό και λειτουργεί ως ένα βαθμό με γκαγκς, στο δεύτερο μισό όμως ο ερχομός της ανιψιάς του Παναχί και μιας φίλης του που ασχολείται με τα ανθρώπινα δικαιώματα θα δώσουν μια διαφορετική διάσταση, πιο σοβαρή, με το τελευταίο πλάνο να είναι ένα τριαντάφυλλο που σου μένει παρά τις αντιξοότητες.
Το «Ταξί στην Τεχεράνη» είναι ένα διδακτικό φιλμ με προφανείς συμβολισμούς, είναι δύσκολο πάντως να μην αναγνωρίσεις τις αγνές προθέσεις. Όχι μια σπουδαία ταινία, αλλά μια σημαντική.
του Απίτσατπονγκ Βιρασεττάκουν
Ο Απίτσατπονγκ Bιρασεττάκουν είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους δημιουργούς του σύγχρονου ασιατικού σινεμά. Κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα το 2010 για το «Ο θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του» και πάντα οι ταινίες του προβάλλονται σε κάποιο από τα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Για όσους τον ακολουθούν, το «Νεκροταφείο της δόξας» ήταν μια από τις πολυαναμενόμενες στιγμές του φεστιβάλ. Για όλους τους υπόλοιπους ήταν μια προβολή στη διάρκεια της οποίας θα μπορούσαν να δουν κάτι άλλο και… μάλλον έτσι παρέμεινε και μετά.
Αν κάποιος δεν είχε κάποια επαφή με το ήδη δύσβατο σύμπαν του Βιρασεττάκουν, τότε αυτή δεν είναι η ταινία ώστε να εισέλθει σε αυτό. Για μια ακόμη φορά ο Ταϋλανδός δοκιμάζει ένα πνευματικό ταξίδι με προηγούμενες ζωές, μόνο που αυτή τη φορά εμφανίζεται άρρηκτα συνδεδεμένος με ένα συγκεκριμένο μέρος. Η ταινία γυρίστηκε στην πόλη που μεγάλωσε ο σκηνοθέτης και είχε να γυρίσει σε αυτή περίπου 20 χρόνια. Το συναισθηματικό υπόβαθρο είναι δεδομένο και αν και πρόκειται για την πιο «ανάλαφρη» δουλειά του Βιρασεττάκουν, απαιτεί μια προϋπάρχουσα γνώση του έργου του γιατί διαφορετικά μπορείς να χαθείς εύκολα στην εσωτερικότητα που χαρακτηρίζει ειδικά το δεύτερο μισό.
Η μυστηριώδης νόσος που βυθίζει τους στρατιώτες της περιοχής σε ύπνο δεν επεξηγείται σε λογικά πλαίσια και η εξήγηση που δίνεται απορρέει από προηγούμενες ζωές σε συνδυασμό με τον τόπο, σε αυτή την περίπτωση ένα παλιό σχολείο που έχει μετατραπεί σε προσωρινή κλινική. Η ιστορία ξετυλίγεται μέσα από τα μάτια μιας εθελόντριας νοικοκυράς και της ιδιάζουσας σχέσης που αναπτύσσει με έναν από τους στρατιώτες. Δεν είναι η καλύτερη ταινία του Βιρασεττάκουν και επίσης δεν είναι για όλους. Πρόκειται ωστόσο για μια ακόμη ενδιαφέρουσα πρόταση από τον Ταϋλανδό, τόσο ξεχωριστή όσο και το όνομά του. Οι δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις του φιλμ αποκαλύπτονται μετά το τέλος και ακόμη και αν μείνεις στην πρώτη, υπάρχει μια φανταστική σκηνή ακριβώς στη μέση της ταινίας κατά την οποία ο Βιρασεττάκουν πειραματίζεται με neon χρώματα και σε καθηλώνει ακόμη και αν δε σε ενδιαφέρει καθόλου ό,τι βλέπεις ως εκείνο το σημείο.
της Μαριέλ Χέλερ
Οι ιστορίες ενηλικίωσης είναι ένα από τα φεστιβαλικά κλισέ των τελευταίων ετών και δεν είναι ό,τι πιο απλό να δεις κάτι διαφορετικό στο είδος που θα σε συγκινήσει πραγματικά και θα ξεφεύγει από τα τετριμμένα. Μια από αυτές τις όμορφες εξαιρέσεις είναι «Το ημερολόγιο μιας έφηβης» και αυτό γιατί η ιστορία της έφηβης διηγείται με τη ματιά μιας γυναίκας σκηνοθέτιδας.
Η Μαριέλ Χέλερ μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένα ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Φίμπι Γκλέκνερ με ένα φρέσκο συνδυασμό ονειροπόλησης και ρεαλισμού, αποτυπώνοντας τη γυναικεία εφηβεία ακριβώς όπως είναι, σε μια ταινία που απευθύνεται σε ενήλικες. Υπάρχουν πάρα πολλά να λατρέψεις εδώ και η 23χρονη Μπελ Πόουλι είναι φανταστική στον πρωταγωνιστικό ρόλο, μεταφέροντας όλες τις αλλαγές που υφίσταται ένα κορίτσι σε αυτή την εύθραυστη ηλικία.
Υπάρχει πολύ σκοτάδι στην ταινία, η οποία έχει φτιαχτεί ώστε να δημιουργεί διαφόρων λογής συλλογισμούς στο ενήλικο κοινό και καταστρέφει το τοίχος ασφαλείας που έχει υψώσει απέναντι στην εφηβεία του. Για όσο διαρκεί η ταινία όλα τα προβλήματα που είχες τότε και σήμερα σου φαίνονται ασήμαντα επανέρχονται ξανά και μαζί η νοσταλγία για μια ηλικία ή μια εποχή (η ιστορία διαδραματίζεται στα 70s). Το πρόβλημα της ταινίας εντοπίζεται στο καστ που περιβάλλει την Πόουλι, με τους Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, Κρίστεν Γουίγκ και Κρίστοφερ Μελόνι να είναι αρκετά «τηλεοπτικοί» ηθοποιοί με την αρνητική σημασία του όρου και να μην μπορούν να εμβαθύνουν. Ως σκηνοθετική ματιά είναι πάντως κάτι που χρειαζόμαστε σε μεγαλύτερο βαθμό και είναι ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα ότι μπορείς να μεταφέρεις ένα αισιόδοξο μήνυμα χωρίς να πήξεις στα μέλια.
του Άλεξ Ρος Πέρι
Ο Άλεξ Ρος Πέρι καθιερώθηκε ως μια από τις νέες ελπίδες του indie αμερικανικού σινεμά με το εξαιρετικό «Listen Up Philip» και οι θετικές κριτικές που απέσπασε η «Βασίλισσα της γης» στο Βερολίνο μας άνοιξαν την όρεξη. Και όχι μόνο δεν κατέστρεψαν το φιλμ υψώνοντας τις προσδοκίες στα ύψη, αλλά έχουμε να κάνουμε με μια ταινία τόσο καλή και μελετημένη ώστε να λειτουργεί κατά αποκλειστικότητα στη μεγάλη οθόνη και να λατρεύεται μέσα στην αίθουσα σαν το φυσικό της περιβάλλον.
Στο μικροσκόπιο της «Βασίλισσας της γης» βρίσκεται μια γυναικεία φιλία, την οποία βλέπουμε στις πιο σκοτεινές της περιόδους. Η Κάθριν έχασε τον πατέρα της και το φίλο της και προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα της ζωή, χωρίς να είναι το κέντρο της προσοχής όπως είχε συνηθίσει. Δεν αντέχει όμως κάτι τέτοιο και έτσι οι διακοπές στο εξοχικό σπίτι της φίλης της μετατρέπονται σε μια προβλεπόμενη κατάρρευση που στο φακό του Άλεξ Ρος Πέρι γίνεται ένα κλασικό θρίλερ με στέρεες βάσεις στο σινεμά του Πολάνσκι και του Χίτσκοκ. Σχεδόν όλη η ταινία διαδραματίζεται μέρα αλλά το φως μοιάζει πιο ζοφερό και από το απόλυτο σκοτάδι νύχτας του χειμώνα.
Τίποτα από όλα αυτά δε θα μπορούσε βέβαια να λειτουργήσει χωρίς την παρουσία της Ελίζαμπεθ Μος. Με την παρουσία της στο «Mad Men» απέδειξε ότι η θέση της δεν είναι στην τηλεόραση και μπορεί να κάνει πολλά πράγματα που λίγες ηθοποιοί έχουν την ικανότητα να πετύχουν. Εδώ καταθέτει μια ερμηνεία-σοκ που συγκαταλέγεται σίγουρα μέσα στις καλύτερες της χρονιάς. Όχι από τις «οσκαρικές, από τις «άλλες» που δε διστάζουν να λειτουργήσουν outside the box. Αριστούργημα, γιατί το φιλμ πάντα θα κυριαρχεί έναντι των ψηφιακών προβολών, κατά κανόνα.
του Γέρζι Σκολιμόφσκι
Ο Γέρζι Σκολιμόφσκι παραμένει στα 77 του ένας από τους πιο αναρχικούς δημιουργούς του ευρωπαϊκού σινεμά. Κάθε βήμα του παραμένει απρόβλεπτο και έχει μέσα τόση ένταση που δε συναντάς ούτε σε σκηνοθέτες της νέας γενιάς. Τα «11 λεπτά» είναι ένα απτό παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας και μια από τις καλύτερες ταινίες του 56ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (ίσως και «η ταινία του φεστιβάλ»).
Όλη η ταινία διαδραματίζεται μέσα σε 11 λεπτά, στα οποία παρατηρούμε πώς εμπλέκονται οι ζωές κάμποσων ανθρώπων μέσα σε ένα οικοδομικό τετράγωνο. Οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται σε κανένα σημείο, αλλά δεν έχει καμία σημασία γιατί το νόημα εδώ βρίσκεται στη δύναμη της στιγμής και στο καταιγιστικό filmmaking. Ο Σκολιμόφσκι τονίζει την αβεβαιότητα του σύγχρονου κόσμου και ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο σε αυτόν ούτε για τα επόμενα 11 λεπτά. Και αυτό δεν το κάνει ως ένας ηλικιωμένος τύπος που σιχτιρίζει την τεχνολογία και τη νέα τάξη πραγμάτων, αλλά με νεανική ματιά και τη σοφία να κρατήσει τα απολύτως απαραίτητα, αφήνοντας έξω ο,τιδήποτε περιττό.
Τα «11 λεπτά» είναι ίσως το πιο ουσιαστικό φιλμ που έχουμε δει φέτος. Να περιμένετε ένα εκρηκτικό φινάλε και αν σας βρεθεί η ευκαιρία να το δείτε στο σινεμά, μην τη χάσετε.
του Αλεξάντερ Σοκούροφ
Η τελευταία ταινία μας στο φεστιβάλ ήταν και αυτή που μας έπεσε πιο «βαριά», παρά τη μικρή της διάρκεια. Ίσως να φταίει ότι είχαμε δει ήδη δύο πολύ καλές ταινίες πριν, ίσως ότι το σινεμά του Αλεξάντερ Σοκούροφ απαιτεί να βρίσκεσαι στην κατάλληλη διάθεση, πάντως το «Francofonia» δεν το αγαπήσαμε.
Ανέκαθεν το σινεμά του Σοκούροφ φαίνεται σαν να μην έχει σε μεγάλη εκτίμηση την ίδια την τέχνη του σινεμά και να προτιμά πιο κλασικές μορφές τέχνης όπως το θέατρο ή ό,τι μπορεί να βρίσκεται μέσα στα μουσεία. Αυτό το ερωτικό γράμμα στο Λούβρο είναι αρκετά προσωπικό ώστε να χαρακτηριστεί ντοκιμαντέρ και αφόρητα διδακτικό για να βγάλει οποιαδήποτε ζεστασιά. Ο Σοκούροφ μπαίνει σε θέση αφηγητή-θεού και μας παρουσιάζει τη σχέση του Ζακ Ζοζάρ, διευθυντή του Λούβρου, και του Κόμη Φραγκίσου Βολφ-Μέτερνιχ, αξιωματικού των κατοχικών δυνάμεων των Ναζί. Μέσα από αυτή τη συμμαχία διασώθηκαν οι θησαυροί του μουσείου και δια μέσω αυτής ο Ρώσος εξερευνά τη δύναμη της τέχνης σε ένα γενικότερο πλαίσιο και πώς υπερτερεί έναντι οποιασδήποτε εξουσίας. Είναι ένα πολύ σωστό και απόλυτα δεκτό συμπέρασμα, ναι, απλά η πορεία για να φτάσουμε εκεί ήταν κατευθυνόμενη από τον ίδιο τον Σοκούροφ χωρίς να σου αφήνει ελεύθερα περιθώρια. Και η αναβίωση του Ναπολέοντα και της Μασσαλιώτιδας δε λειτούργησε καλά και δεν είχε ακριβώς το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Δεν ήμαστε ποτέ λάτρεις του Σοκούροφ έτσι κι αλλιώς και το «Francofonia» είναι αρκετά προσωπικό ως έργο οπότε εξαρτάται πώς θα «κάτσει» στον καθένα, είναι όμως και αρκετά ακαδημαϊκό και ποτέ δεν τα πηγαίναμε καλά με αυτό τον όρο στο σινεμά.
Γιάννης Μόσχος