Είδαμε τα νέα «X-Files» (και εκφράζουμε τις ενστάσεις μας)
Είναι γεγονός: 14 χρόνια μετά, ο Μόλντερ και η Σκάλι επιστρέφουν. Παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα της νέας μίνι σεζόν και καταγράφουμε τις εντυπώσεις μας.
Πού να αρχίσεις και πού να τελειώσεις μιλώντας για τα «X-Files». Η σειρά που συνέδεσε το όνομά της με ολόκληρη τη δεκαετία των 90s και προκάλεσε φρενίτιδα σε μια εποχή που η τηλεόραση δεν ήταν ούτε κατά διάνοια της μόδας όσο σήμερα επιστρέφει και αυτό είναι ένα γεγονός που αφορά πάρα πολύ κόσμο. Βλέπετε, οι μεταφυσικές περιπέτειες του Μόλντερ και της Σκάλι σημάδεψαν τουλάχιστον μια γενιά τηλεθεατών και με οδηγό το τέρας της νοσταλγίας αυτά τα έξι επεισόδια που έρχονται να προστεθούν στο μύθο της σειράς δημιούργησαν σε όλους έναν περίεργο συνδυασμό ανυπομονησίας και περιέργειας.
Βρισκόμαστε λοιπόν 14 χρόνια μετά το τέλος της σειράς και οι φάκελοι X έχουν κλείσει. Ο Μόλντερ έχει απομονωθεί μακριά από όλους, η Σκάλι εργάζεται ως γιατρός και οι δύο συναντιούνται ξανά όταν ένας παρουσιαστής ιντερνετικών ειδήσεων (τον υποδύεται ο Τζόελ ΜακΧέιλ, γνωστός ως Τζεφ του «Community») τους καλεί για να ερευνήσουν την υπόθεση μιας κοπέλας που δηλώνει πως έχει αναμνήσεις από έμβρυα που της έκλεψαν οι εξωγήινοι και είναι έτοιμη να το αποδείξει με το εξωγήινο DNA της. Πάντα στα «X-Files» κάτι που ξεκινάει ως απλή ιστορία (πάντα για τα δεδομένα της σειράς, έτσι; )αποδεικνύεται πως κρύβει πολλά από πίσω και έτσι κι εδώ καταλήγουμε με τον Μόλντερ να ισχυρίζεται πως πίσω από το σχέδιο καταστροφής της ανθρωπότητας δεν κρύβονται εξωγήινοι, αλλά μια ομάδα εξτρεμιστικών στοιχείων που κατέχει εξωγήινη τεχνολογία. Μας έλειψες κι εμάς, X-Files.
Ας αφήσουμε όμως την πλοκή του πρώτου από τα έξι νέα επεισόδια και ας μείνουμε στη γεύση που μας άφησε. Καταρχάς η Τζίλιαν Άντερσον έχει μεγαλώσει πολύ καλύτερα από τον Ντέιβιντ Ντουκόβνι (ο οποίος βέβαια της ρίχνει οκτώ χρόνια). Το διαπιστώσαμε στο τηλεοπτικό «Hannibal» και φαίνεται και εδώ. Για την ακρίβεια αυτή τη στιγμή η Άντερσον δείχνει έτοιμη να παίξει σε φεστιβαλικό ευρωπαϊκό σινεμά, ενώ ο Ντουκόβνι θα ταίριαζε καλύτερα σε ερημίτη κάποιου δράματος του Σάντανς. Είναι πάντως ωραίο να τους βλέπεις και πάλι μαζί όπως και να ‘χει, αν και έχουμε αρκετές ενστάσεις ως προς το περιεχόμενο. Όσο για τον Σκίνερ, μοιάζει απροσδιορίστου ηλικίας με το goatie που έχει ως νέο look.
Είναι γνωστό ότι η τηλεόραση έχει κάνει τεράστια άλματα προόδου και σε πολλά σημεία κοντράρει πλέον το σινεμά, αυτό όμως ισχύει κατά κύριο λόγο στο καλωδιακό κομμάτι της. Η διαφορά ανάμεσα σε σταθμούς όπως το HBO, το AMC και το FX είναι χαοτική σε σχέση με την broadcast τηλεόραση και αν και σίγουρα δεν περιμένεις από το Fox να σου παρέχει ένα άψογο οπτικά αποτέλεσμα με πανέμορφη φωτογραφία και πρωτοποριακή σκηνοθεσία, όταν όμως έχεις αποκτήσει ένα μέτρο σύγκρισης, το να βλέπεις εφέ που μοιάζουν σαν να βγήκαν από το 1993 δε βοηθάει και πάρα πολύ για να μπεις στο κλίμα. Έχουν αλλάξει οι εποχές και 14 χρόνια είναι ένας αιώνας για την ποπ κουλτούρα.
Όσον αφορά τώρα το στόρι, δεν είδαμε τίποτα που δεν είχαμε ξαναδεί και η πλοκή θα μπορούσε να αποτελεί την υπόθεση της εβδομάδας οποιουδήποτε σίριαλ επιστημονικής φαντασίας βγήκε μετά το «X-Files». Μια γοητεία του παλιού «X-Files» ήταν ότι βγήκε σε μια εποχή που η τεχνολογία δεν καθόριζε ακόμη σε τέτοιο βαθμό την καθημερινότητά μας και υπήρχε χώρος για να οικοδομηθεί το μυστήριο πάνω στη διαδικασία της έρευνας, χωρίς να βρίσκονται όλα ένα κλικ ή ένα τηλεφώνημα μακριά. Η αλήθεια βρισκόταν πράγματι εκεί έξω. Στην πρεμιέρα της νέας μίνι σεζόν δεν υπάρχει τίποτα που να σε συνεπάρει και να σε ταρακουνήσει, εκτός μόνο από την εμφάνιση του Smoking Man στο φινάλε του επεισοδίου. Ο σούπερ κακός των «X-Files» είναι λοιπόν ζωντανός και οι φάκελοι X άνοιξαν ξανά. Αυτό μας φτάνει και μας περισσεύει για να αδημονούμε για τη συνέχεια, με τη σειρά να πρέπει βέβαια να κερδίζει τον ενθουσιασμό μας από την αρχή.
Για να συνοψίσουμε, η πρεμιέρα του «X-Files» σου δίνει την αίσθηση ότι ο Μόλντερ και η Σκάλι έχουν επίγνωση ότι είναι χαρακτήρες σε σειρά και πως για 14 χρόνια βρίσκονταν στον πάγο. Αυτό είναι και το βασικό μας πρόβλημα. Στιχομυθίες με ατάκες όπως «you want to believe» και «the truth is out there» δε σφύζουν από πρωτοτυπία και δεν ανοίγουν νέους δρόμους στη σειρά, παρά μένουν στο ένδοξο παρελθόν, επιβεβαιώνοντας τον μεγαλύτερο κίνδυνο κάθε πρότζεκτ που φτιάχτηκε με αφορμή τον παράγοντα της νοσταλγίας. Παρόλα αυτά, οι κριτικές που έρχονται από την Αμερική κάνουν λόγο για μια πολύ καλύτερη συνέχεια, την οποία θα παρακολουθήσουμε δίχως κανέναν ενδοιασμό, ακόμη και αν πλέον θα ξενυχτήσουμε για τη δουλειά και όχι για το σχολείο. Είπαμε, άτιμο πράγμα η νοσταλγία.
Γιάννης Μόσχος