Σοφία Γεωργοβασίλη: «Τα πλούσια μέσα δε κάνουν απαραίτητα ένα έργο πετυχημένο»
Η ηθοποιός Σοφία Γεωργοβασίλη μας μιλά για την ταινία «Μικρή Άρκτος».
Φωτογραφίες: Μαρίνα Φαρασοπούλου
Η «Μικρή Άρκτος», η τρίτη ταινία της Ελισάβετ Χρονοπούλου («Ένα Τραγούδι δεν Φτάνει», «Ο Αννίβας Προ των Πυλών») βγαίνει σήμερα στις αθηναϊκές αίθουσες.
Σε ξενοδοχείο ημιδιαμονής, ένας νέος άντρας συλλαμβάνεται, ενώ το αναίσθητο σώμα μιας κοπέλας μεταφέρεται στο ασθενοφόρο. Μέσα στο περιπολικό που διασχίζει την πολύβουη Αθήνα, ο άντρας ανακαλεί το διάστημα των τελευταίων μηνών, προσπαθώντας να καταλάβει τί πήγε λάθος. Πώς έφτασε στην ακραία βία αυτός που πάντα την απεχθανόταν; Πώς κατέληξε να γίνει ο ίδιος το «κακό» απ' το οποίο είχε ταχθεί να την προστατεύσει;
Ο Δημήτρης (Γιάννης Κοκιασμένος) και η Όλγα (Σοφία Γεωργοβασίλη) είναι δυο νέοι άνθρωποι που προσπαθούν ν' αγαπηθούν με κάθε κόστος. Τα όρια της ιδιωτικότητας σπάνε και μία σειρά από υποκειμενικά μονοπλάνα αποκαλύπτουν μία παροξυσμική ερωτική ιστορία με φόντο την ασπρόμαυρη Αθήνα.
Η ταινία της Ελισάβετ Χρονοπούλου έχει επιρροές από τη Νουβελ Βαγκ, τις οποίες ενσωματώνει στη σύγχρονη αστικά κατακερματισμένη Αθήνα. Η Σοφία Γεωργοβασίλη είναι η πρωταγωνίστρια της ιστορίας, αφού βλέπουμε την Όλγα μέσα από τα μάτια του Δημήτρη, παρακολουθώντας όλες τις μικρές καθημερινές της συνήθειες. Η νεαρή ηθοποιός ξεχωρίζει για τον τρόπο που ερμηνεύει τον εύθραυστο και τραυματισμένο ψυχικό κόσμο της Όλγας και είναι το μεγάλο ατού του φιλμ. Εμείς λοιπόν επικοινωνήσαμε μαζί της και μας μίλησε για όσα θέματα προκύπτουν από την ταινία και για ό,τι πρέπει να γνωρίζετε πριν τη δείτε στο σινεμά.
Η «Μικρή Άρκτος» είναι περίπτωση φιλμ που πετυχαίνει πολλά με λίγα. Τα μέσα είναι μεν φτωχά, αλλά το όραμα αναδεικνύεται. Πιστεύεις πως όπου υπάρχει έμπνευση και σκοπός θα βρίσκει τρόπο να ξεχωρίζει όπως και να ‘χει;
Μα ναι, τα πλούσια μέσα δε κάνουν απαραίτητα ένα έργο πετυχημένο. Είναι δύσκολο να πετύχεις μια συλλογική αποδοχή του έργου αν όμως ο στόχος ή το όραμα, όπως λες, είναι καθαρά θα βρουν και τους αντίστοιχους θεατές, που θα τους αφορά αυτό που βλέπουν και θα το ξεχωρίσουν από τα υπόλοιπα.
Αναγκαστικά την συμπόνεσα για να μπορέσω να δράσω όπως ήταν γραφτό. Κάνει πράγματα που δε θα έκανα στην προσωπική μου ζωή παρόλα αυτά βρήκα φοβερό ενδιαφέρον στο γεγονός ότι κάποιος τρώει κόλλημα με τις ομελέτες με κέτσαπ και ζωγραφίζει πάνω στο δέρμα του τραύματα για να μπορέσει να εξοικειωθεί με το εσωτερικό του τραύμα. Ίσως στην αληθινή ζωή θα μπορούσε να αποφευχθεί η τραγική κατάληξη αλλά δεν έχει νόημα να συζητάμε σε φανταστικό επίπεδο τί θα μπορούσε να γίνει, θα ήταν σα να μιλάμε για μια διαφορετική ιστορία.
Η ταινία είναι γυρισμένη σε μέρη του ιστορικού κέντρου που θεωρούνται υποβαθμισμένα τα τελευταία χρόνια και τα παρουσιάζει αφιλτράριστα, όπως είναι. Ποια είναι η σχέση σου με την Αθήνα; Αγαπάς την άναρχα αστική πλευρά της;
Έχω πολύ καλή σχέση με την Αθήνα, γνωρίζω καλά το ιστορικό κέντρο, κάποτε έμενα στην Πλάκα και ήταν από τα πιο όμορφα χρόνια μου. Την αγαπώ γι’ αυτό που είναι και παράλληλα την μισώ γι’ αυτά που θα μπορούσε να είναι και δεν είναι. Αυτή η αντίφαση της μάλλον με κάνει να μην την βαριέμαι ποτέ.
Βλέπουμε την ιστορία μέσα από τα μάτια του άνδρα της ιστορίας, συνεπώς αποκτά υποκειμενική χροιά. Πόσο δύσκολο ήταν για εσένα να υποδυθείς το ρόλο σου από αυτή τη σκοπιά;
Η δυσκολία μου έγκειτο στο ότι το υποκειμενικό στυλ κινηματογράφησης που επιλέχθηκε για την Μικρή άρκτο με έφερε αντιμέτωπη με κάτι που δεν είχα συναντήσει μέχρι τώρα και δύσκολα θα ξανασυναντήσω στην έκταση που το έζησα. Σε όλη την ταινία ο συμπρωταγωνιστής μου ήταν η κάμερα, έπρεπε να κοιτάζω τον φακό και να φαντάζομαι το πρόσωπό του, τα μάτια του, το στόμα του. Αυτό ήταν διασπαστικός παράγοντας ως προς την συγκέντρωσή μου τις πρώτες μέρες, μετά το συνήθισα και εξοικειώθηκα αρκετά.
Νομίζω παίζει ρόλο το είδος του τραύματος που φέρει ο καθένας. Όλοι μας λίγο πολύ έχουμε ζήσει τραυματικές εμπειρίες οι οποίες μπορούν σε περιπτώσεις να αποβούν μοιραίες για μια ουσιαστική αγάπη αλλά σαφώς οι πληγωμένοι άνθρωποι και μπορούν και θέλουν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Στη διαχείριση βρίσκεται συνήθως το πρόβλημα, στη διαχείριση του άλλου που διεισδύει στον χώρο σου και αναπόφευκτα πατάει πάνω σε κουμπιά που μπορεί να ενεργοποιήσουν τα τραύματα σου. Τότε είναι που συνήθως κάνεις σπασμωδικές ή λάθος κινήσεις που σε απομακρύνουν από τον άλλον αντί να σε φέρουν κοντά του. Θέλουν φροντίδα τα τραύματα, αν δεν τα φροντίσεις εσύ για τον εαυτό σου δύσκολα θα στα φροντίσει κάποιος άλλος.
Το ασπρόμαυρο δίνει μια αίσθηση νουβέλ βαγκ, ειδικά στα πλάνα που η κάμερα ακολουθεί την πρωταγωνίστρια στην πόλη. Όσον αφορά εσένα, είναι ζήτημα αισθητικής ή εξυπηρετεί κάτι περισσότερο;
Οι αναφορές της Ελισάβετ προέρχονται κι από την Nouvelle vague, τον Godard, τον Truffaut κυρίως ως προς την ματιά στην πόλη και τα κάδρα που δεν είναι στυλιζαρισμένα. Η επιλογή του ασπρόμαυρου έγινε με αισθητικό κριτήριο όμως συζητώντας πριν τα γυρίσματα ειπώθηκε πως μπορεί και να είναι ασπρόμαυρη η μνήμη, κι αυτό μας λειτούργησε πολύ σε θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον. Όλη η ταινία είναι ένα flashback του άντρα στο διάστημα των τελευταίων πέντε μηνών από την σύλληψή του.
Για κάποιο λόγο πιστεύω πως η Όλγα από τη «Μικρή Άρκτο» θα έκανε ένα πολύ ενδιαφέρον ζευγάρι με το αγόρι από το «Αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» του Λυγίζου. Βλέπεις κάποια κοινά στον τρόπο που η σύγχρονη ελληνική κοινωνία καταστρέφει τους νέους;
Εχει πλάκα που το λες. Το αγόρι στην ταινία του Λυγίζου, που παρεπιπτόντως μου άρεσε πολύ, είναι ένα παιδί μ’ έναν καθαρό στόχο. Να βρεί φαγητό. Σημειολογικά έχει τεράστιο ενδιαφέρον ο τρόπος που έχει βάλει το παιδί αυτό μες στην πόλη να ψάχνει για τροφή. Η Όλγα έχει άλλου είδους αναζητήσεις και η σημειολογία της ταινίας είναι διαφορετική. Η Μικρή άρκτος εστιάζει περισσότερο στις διαπροσωπικές σχέσεις και όχι τόσο στον ρόλο που παίζει η ευρύτερη κοινωνία στις ζωές τους, είναι πιο κλειστή η ιστορία τους, παρόλο που και τα δυό παιδιά είναι στην Αθήνα του τώρα και τα πλάνα του Λυγίζου βγάζουν μια αίσθηση κλειστότητας η πρώτη σκέψη είναι πως δε βρίσκω κοινά στην «καταστροφή» τους. Επίσης θα ήταν μάλλον άδικο να κατηγορήσω την ελληνική κοινωνία για την καταστροφή των νέων μέσα σε μια παράγραφο, αλλά σίγουρα θα ήθελα να τους δω να κάνουν παρέα.
Πολύ. Δεν το σκέφτομαι ως σημαντικό όμως, απλώς μου είναι. Συμβαίνει ασυναίσθητα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, άρχισα να ζωγραφίζω και μετά πέρασα στη μελαγχολική ποίηση. Ευτυχώς δεν κράτησε πολύ, μετά ήρθε η υποκριτική και τα σενάρια. Η έκφραση είναι το ίδιο πολύτιμη με την αναπνοή μας. Αν κρατήσεις την αναπνοή σου θα σκάσεις, κάπως έτσι νιώθω πως λειτουργεί και η όποια έκφραση συναισθήματος ή σκέψης. Κάπως, με κάποιο τρόπο θα βγει.
Τι να περιμένουμε από εσένα στο άμεσο μέλλον; Έχεις κάτι στα σκαριά;
Έχω μια μικρού μήκους που σκηνοθετώ αρκετά άμεσα σε παραγωγή της Haos Films. Κατά τ’ άλλα δε γνωρίζω κάτι σίγουρα. Ένα ντοκιμαντέρ υπάρχει σαν σκέψη αν βρεθούν κάποια χρήματα.
Η ταινία προβάλλεται από τις 10 Μαρτίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (18.45 / 20.30 / 22.15) και στο Τριανόν (Πέμπτη 23.00, Παρ.-Τετ. 22.10).
Γιάννης Μόσχος