Who is who: Τζέρεμι Αιρονς

who-is-who-tzeremi-airons

ΤΡΙΤΗ, 27 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2011

Ηθοποιός του κινηματογράφου, αλλά και του θεάτρου, ο βραβευμένος με Όσκαρ Τζέρεμι Άιρονς πρωταγωνιστεί στο «Δρόμο του χρήματος», σε ένα οικονομικό θρίλερ που βασίζεται στο κλίμα της εποχής.

Ο γιος του λογιστή Πολ και της νοικοκυράς Μπάρμπαρα Αν, Τζέρεμι Τζον Άιρονς, γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου του 1948 στο Άιλ οφ Ουάιτ της νότιας ακτής της Αγγλίας και ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας, μετά από έναν αδερφό και μια αδερφή. Η οικογένειά του είναι καθολική με ιρλανδικές ρίζες από την πλευρά της μητέρας του, ο ίδιος, όμως, έχει δηλώσει ότι δεν πηγαίνει στην εκκλησία, προσπαθεί, πάντως, να προσφέρει όπως μπορεί στο σύνολο και να έχει συναίσθηση των πράξεών του, διατηρώντας πάντα μια πνευματικότητα στη ζωή του.

Στα σχολικά του χρόνια φαίνεται ότι τον είχε κερδίσει η μουσική και οι επιδόσεις του στα ντραμς και τη φυσαρμόνικα τον είχαν κάνει διάσημο σε τοπικό επίπεδο, ειδικά με τις αποδόσεις του σε διάφορα ξακουστά κομμάτια όπως το «Stairway to heaven» των Led Zeppelin. Ήταν, μάλιστα, μέλος μιας μπάντας ονόματι «Four pillars of wisdom», η οποία έπαιζε συνήθως στο σχολείο.

Πέραν της μουσικής, ο Άιρονς ανήκε και σε ένα κωμικό ντουέτο που έκανε σκετς τις απόκριες και σε διάφορες γιορτές, φανερώνοντας από μικρός το καλλιτεχνικό «μικρόβιο» του μουσικού και του περφόρμερ. Το 1969 κάνει και μια βιαστική κίνηση, αφού προχωράει σε γάμο με την επίσης ηθοποιό Τζούλι Χάλαμ σε ηλικία μόλις 21 ετών, ο γάμος, όμως, τελικά ακυρώνεται μέσα στην ίδια χρονιά.

Από μουσικός του… δρόμου, ηθοποιός

Όταν αποφάσισε ότι η υποκριτική είναι αυτή που τον κερδίζει, ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στη θεατρική σχολή Bristol Old Vic και πήρε μέρος σε διάφορες παραστάσεις δοκιμάζοντας τα πάντα –από Σαίξπηρ μέχρι σύγχρονα δράματα-, ενώ παράλληλα έπαιζε μουσική και τραγουδούσε στους δρόμους του Μπρίστολ, πριν εμφανιστεί στη σκηνή του Λονδίνου στην παράσταση «Godspell» το 1971, στο ρόλο του Ιωάννη του Βαπτιστή.

Στο μεταξύ, κάνει την πρώτη του εμφάνιση στη μικρή οθόνη σε ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «The rivals of Sherlock Holmes», ενώ συνεχίζει τηλεοπτικά με διάφορες τηλεοπτικές σειρές και τηλεταινίες μέχρι τα τέλη της δεκαετίας.

Το θέατρο, βέβαια, αποτελεί σημαντικό κομμάτι της καριέρας του και συνεργάζεται το 1976 με την Royal Shakespeare Company – με την οποία θα συνεργαστεί ξανά στο μέλλον, το ’86-’87 και το 2010. Το 1984, μάλιστα, εμφανίζεται στο Μπρόντγουεϊ στην παράσταση «The real thing» με θέμα την ειλικρίνεια μαζί με τη Γκλεν Κλόουζ και κερδίζει βραβείο Tony.

Το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο έρχεται το 1980 με το βιογραφικό δράμα «Nijinsky» για τη ζωή του θρυλικού Ρώσου χορευτή Βασλάβ Νιζίνσκι, όπου ο Άιρονς σκηνοθετείται από τον Χέρμπερτ Ρος και συμμετέχει σε ένα καστ που απαρτίζεται από τον Άλαν Μπέιτς, τον Τζορτζ Ντε Λα Πένα, τη Λέσλι Μπράουν κ.ά.

Την επόμενη χρονιά βρίσκεται σε πρωταγωνιστικό ρόλο πλάι στη Μέριλ Στριπ στη δραματική ταινία «Η ερωμένη του Γάλλου λοχαγού», κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του Τζον Φάουλς, σκηνοθεσίας Κάρελ Ρέιτζ. Η ταινία βρέθηκε υποψήφια για 5 Όσκαρ φτάνοντας τα σχεδόν 27 εκατομμύρια στο box office και ο Άιρονς βρίσκεται για πρώτη φορά υποψήφιος για βραβείο BAFTA.

Συνέχισε με πρωταγωνιστικούς, αλλά και μικρότερους ρόλους σε διάφορες ταινίες μέσα στη δεκαετία του ’80, (όπως το υποψήφιο για Όσκαρ «Betrayal» σκηνοθεσίας Ντέιβιντ Χιου Τζόουνς, τη δραματική «Un amour de Swann» το 1984 δίπλα στην Ορνέλα Μούτι) και το 1986 βρίσκεται στο βραβευμένο με Όσκαρ δράμα εποχής «Η αποστολή» του Ρόλαντ Τζοφέ, με συμπρωταγωνιστή το Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τον ίδιο να είναι μέσα στις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα, στο ρόλο του πάτερ Γκάμπριελ που προσπαθεί να εκχριστιανίσει τους ιθαγενείς στα βουνά της Βραζιλίας.

Υποψήφιος για βραβείο Saturn, αλλά και βραβευμένος από τους κριτικούς του Σικάγο βρίσκεται για την ερμηνεία του στο θρίλερ «Dead rings» (1988), ενώ τη δεκαετία του ’80 αποχαιρετά με την κομεντί-μιούζικαλ «A chorus of disapproval» του Μάικλ Γουίνερ με τον Άντονι Χόπκινς και τη δραματική «Australia» του Ζαν-Ζακ Αντριάν.

Κατακτώντας το Όσκαρ

Ο Τζέρεμι Άιρονς δεν άργησε καθόλου να τραβήξει τα βλέμματα πάνω του, με το πάθος και το ταλέντο του στην υποκριτική. Το 1990 βρέθηκε στα χέρια του σκηνοθέτη Μπάρμπετ Σρέντερ στη δραματική ταινία μυστηρίου «Το γύρισμα της τύχης» όπου υποδύεται τον Ευρωπαίο πολυεκατομμυριούχο αριστοκράτη που κατηγορείται για απόπειρα δολοφονίας της γυναίκας του (Γκλεν Κλόουζ) και στρέφεται στο δικηγόρο Άλαν Ντέρσοβιτς (Ρον Σίλβερ) για την υπεράσπισή του. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι κατά γενική ομολογία εξαιρετικές και ο Τζέρεμι Άιρονς κατακτά το Όσκαρ α΄ ανδρικού ρόλου από την Ακαδημία, κερδίζοντας ταυτόχρονα όλα τα βραβεία για τα οποία υπήρξε υποψήφιος (Χρυσή Σφαίρα, David di Donatello, βράβευση από τους κριτικούς της Βοστόνης και του Σικάγο κ.ά.)

Μπορεί να μπήκε δυναμικά στη νέα δεκαετία, η συνέχεια, όμως, είχε σκαμπανεβάσματα. Η κομεντί μυστηρίου «Kafka» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, για παράδειγμα αποτέλεσε μια low-budget ταινία που έφερε απογοητευτικές εισπράξεις και η «Υδάτινη χώρα» του Στίβεν Τζίλενχαλ, όπου ο Άιρονς πρωταγωνιστεί με τον μικρό τότε Ίθαν Χοκ, σημειώνει επίσης χαμηλές εισπράξεις, με τον Άιρονς να δηλώνει ότι ούτως ή άλλως το να δουλεύει με κύριο γνώμονα τα χρήματα είναι καταστροφικό για την ψυχή του καλλιτέχνη, γι’ αυτό προτιμά να επιλέγει ταινίες και σκηνοθέτες που τον ενδιαφέρουν.

Στο «Μοιραίο πάθος» (1992) του Λουί Μαλ βρίσκεται σε ρόλο Άγγλου πολιτικού που ερωτεύεται την ερωμένη του γιου του (Ζιλιέτ Μπινός) και λίγο αργότερα υποδύεται το Γάλλο διπλωμάτη στο Πεκίνο της Κίνας τη δεκαετία του ’60 στο «M. Butterfly» σκηνοθεσίας Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ.

Το 1993 ξανασυναντά τη Γκλεν Κλόουζ και τη Μέριλ Στριπ στη ρομαντική επική ταινία «Το σπίτι των πνευμάτων», βασισμένη στο βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλιέντε και το 1994 δανείζει τη φωνή του στον Σκαρ, τον κύριο ανταγωνιστή του «Lion King» στην ομώνυμη, επιτυχημένη ταινία.

Μια διαφορετικού τύπου ταινία τον βρίσκει στο καστ της το 1995, όταν μπαίνει στη δράση με το «Πολύ σκληρός για να πεθάνει 3: Εκδίκηση» του Τζον Μακ Τίρναν, με τον Μπρους Γουίλις στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ζώντας την εμπορική επιτυχία του Χόλιγουντ που γεμίζει τα ταμεία με 366 εκατομμύρια δολάρια.

Το 1996 σκηνοθετείται από το διάσημο Ιταλό σκηνοθέτη Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στο «Stealing beauty» με τη Λιβ Τάιλερ και το 1997 πέφτει στα δίχτυα της Ντομινίκ Σουέιν στη δραματική ταινία «Λολίτα» του Άντριαν Λιν, η οποία γίνεται δεκτή με κάποιες αντιδράσεις λόγω του θέματος της «εφηβοφιλίας» που πραγματεύεται, αλλά γενικότερα λαμβάνει καλές κριτικές.

Το 1998 βρίσκεται σε ένα λαμπερό καστ με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, τον Τζον Μάλκοβιτς, τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ και τον Γκάμπριελ Μπερν στη δραματική περιπέτεια «Ο άνθρωπος με τη σιδερένια μάσκα» σκηνοθεσίας Ράνταλ Γουάλας στο ρόλο του σωματοφύλακα Άραμις και αποχαιρετά τη δεκαετία του ’90 με μικρότερες δουλειές, είτε σε μικρού μήκους ταινίες, είτε σε τηλεταινίες, είτε δανείζοντας τη φωνή του σε ταινίες animation, όπως το «Faeries» το 1999.

Το 2000 μπαίνει στο ρόλο του «κακού» μάγου Πρόφιον στην περιπέτεια φαντασίας «Μάγοι και δράκοντες», η οποία δεν πήγε καλά ούτε στις κριτικές, ούτε στα ταμεία και το 2002 «Η μηχανή του χρόνου» του Χ. Τ. Γουέλς μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη σε σκηνοθεσία Σάιμον Γουέλς και ο Άιρονς υποδύεται ένα μέλος μιας δυστοπικής κοινωνίας των αποκρουστικών ανθρωποειδών Μόρλοκς, εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μπροστά.

Οι ρόλοι που τον ανέδειξαν

Την ίδια χρονιά, η ζωή της «ντίβας» της όπερας, Μαρίας Κάλλας γίνεται το θέμα της βιογραφικής ταινίας «Callas forever» του Φράνκο Τζεφιρέλι, με τη Φανί Αρντάν στο ρόλο της Κάλλας και τον Άιρονς στο ρόλο του φίλου και μάνατζέρ της, Λάρι Κέλι.

To 2004, ένα από τα πιο γνωστά έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, «Ο έμπορος της Βενετίας» ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη σε σκηνοθεσία Μάικλ Ράντφορντ και ο Άιρονς στο ρόλο του εμπόρου Αντόνιο καλείται να πληρώσει το αντίτιμο, που είναι μια λίμπρα από τη σάρκα του, αφού δεν μπορεί να εξοφλήσει το χρέος του στον Εβραίο Σάιλοκ (Αλ Πατσίνο). Οι ερμηνείες εντυπωσιάζουν και οι κριτικοί σχολιάζουν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους θετικά τη δύσκολη αυτή μεταφορά στον κινηματογράφο, με τις δραματικές σκηνές (παρ’ όλο που πρόκειται για κωμωδία) και τα ερωτήματα αντισημιτισμού να κατέχουν κυρίαρχη θέση.

Υποψήφιος για βραβείο Satellite β’ αντρικού ρόλου σε κομεντί βρίσκεται με την ερμηνεία του στο «Being Julia» (2004) του Ούγγρου σκηνοθέτη Ίστβαν Ζαμπό, ενώ το 2005 η δράση μπαίνει και πάλι στη ζωή του με την περιπέτεια «Το βασίλειο των Ουρανών» του Ρίντλεϊ Σκοτ, με τον Ορλάντο Μπλουμ και τον Λίαμ Νίσον σε πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Μετά τον Ρίντλεϊ Σκοτ, σκηνοθετείται από τον Σουηδό Λάσε Χάλστρομ για το «Casanova», το οποίο βασίζεται ελαφρώς στη ζωή του πιο θρυλικού εραστή της ιστορίας, Τζιάκομο Καζανόβα, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο αξέχαστος Χιθ Λέτζερ και το 2006 στα χέρια του Ντέιβιντ Λιντς πρωταγωνιστεί στο θρίλερ μυστηρίου «Inland empire», αλλά και στην επιτυχημένη εμπορικά περιπέτεια φαντασίας «Eragon» του Στέφεν Φανγκμάιερ, όπου υποδύεται το σοφό Μπρομ. Μπορεί, βέβαια, οι κριτικές για την ταινία να ήταν αρνητικές (μάλιστα ήταν η δέκατη ταινία που έλαβε τις χειρότερες κριτικές για το 2006), αλλά το box office έδωσε ικανοποιητικούς αριθμούς, με τις εισπράξεις να ξεπερνούν το budget κατά 150 εκατομμύρια. Την ίδια χρονιά κερδίζει βραβείο Emmy, Χρυσή Σφαίρα και βραβείο Screen Actors Guild καλύτερου ηθοποιού για την ερμηνεία του στην τηλεοπτική σειρά «Elisabeth I», με την Έλεν Μίρεν στο ρόλο της Βασίλισσας και τον Άιρονς στο ρόλο του κόμη του Λέισεστερ.

Το 2008, ο Εντ Χάρις κάθεται στη θέση του σκηνοθέτη, αλλά και του πρωταγωνιστή στο γουέστερν «Appaloosa» όπου συναντάμε και τον Άιρονς, ενώ το 2009 συμπεριλαμβάνεται στο καστ της κομεντί «Ροζ Πάνθηρας 2» του Χάραλντ Σβαρτ, με τον Στιβ Μάρτιν στο ρόλου της σύγχρονης εκδοχής του Επιθεωρητή Κλουζώ που αγαπήσαμε από τις ερμηνείες του Πίτερ Σέλερς.

Η τελευταία του ταινία είναι το θρίλερ «Ο δρόμος του χρήματος» του Τζέι Σι Τσάντορ, πλάι στον Κέβιν Σπέισι, τη Ντέμι Μουρ, τον Πολ Μπέτανι κ.ά., το οποίο είναι στο πνεύμα των καιρών και περιγράφει το κρίσιμο 24ωρο στον αμερικανικό επενδυτικό κολοσσό Lehman Brothers το 2008, στις αρχές της οικονομικής κρίσης που διανύουμε και σήμερα. Η ταινία έχει λάβει καλές κριτικές και ο Άιρονς έχει κερδίζει υποψηφιότητα βραβείου Gotham καλύτερου καστ, μαζί με τους υπόλοιπους ηθοποιούς.

Σήμερα, ο Τζέρεμι Άιρονς βρίσκεται ανάμεσα σε Αγγλία και Ιρλανδία, αφού διατηρεί σπίτια στο Όξφορντσαϊρ, το Δουβλίνο και το Κορκ και είναι παντρεμένος με την Ιρλανδέζα ηθοποιό Σινέντ Κιούζακ από το 1978. Μαζί έχουν αποκτήσει 2 γιους, 33 και 26 ετών σήμερα, οι οποίοι πήραν την καλλιτεχνική φύση των γονιών τους και ασχολούνται με τη φωτογραφία και την υποκριτική. Και οι δύο, μάλιστα, έχουν εμφανιστεί σε ταινίες μαζί με τον πατέρα τους, στο «Champion of the world» (1989) και στο «Being Julia» το 2004.

Ενδεικτική φιλμογραφία: «Nijinsky» (1980), «The French lieutenant’s woman» (1981), «Moοnlighting» (1982), «Betrayal» (1983), «Un amour de Swann» (1984), «The wild duck» (1984), «The mission» (1986), «Dead ringers» (1988), «A chorus of disapproval» (1989), «Australia» (1989), «Reversal of fortune» (1990), «Zebrácká opera» (1991), «Kafka» (1991), «Waterland» (1992), «Damage» (1992), «M. Butterfly» (1993), «The house of the spirits» (1993), «Die hard: with a vengeance» (1995), «Stealing beauty» (1996), «Chinese box» (1997), «Lolita» (1997), «The man in the iron mask» (1998), «Dungeons & dragons» (2000), «The fourth angel» (2001), «The time machine» (2002), «And now… ladies and gentlemen» (2002), «Callas forever» (2002), «Mathilde» (2004), «The merchant of Venice» (2004), «Being Julia» (2004), «Kingdom of heaven» (2005), «Casanova» (2005), «Inland empire» (2006), «Eragon» (2006), «Appaloosa» (2008), «The Pink Panther 2» (2009), «Margin call» (2011).