Ο Σπίλμπεργκ φαίνεται πιο γερασμένος από ποτέ στον «Μεγάλο φιλικό γίγαντα»

the-bfg
ΔΕΥΤΕΡΑ, 04 ΙΟΥΛΙΟΥ 2016

Περιμέναμε με αισιοδοξία την επιστροφή στα παραμύθια του Στίβεν Σπίλμπεργκ, αλλά τελικά μείναμε με μια αίσθηση απογοήτευσης.

Μια από τις ταινίες που περιμέναμε περισσότερο αυτό το καλοκαίρι είναι ο «Μεγάλος φιλικός γίγαντας» του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Κάθε κινηματογραφική μεταφορά μυθιστορήματος του Ρόαλντ Νταλ αποτελεί ένα γεγονός (το γιατί μπορείτε να το διαβάσετε στο σχετικό αφιέρωμά μας) και ειδικά όταν μιλάμε για τη συμμετοχή ενός δημιουργού όπως ο Σπίλμπεργκ στο πρότζεκτ, τότε τόσο το καλύτερο για εμάς. Ή μήπως όχι;

Όλοι όσοι μεγάλωσαν τις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90 σίγουρα έχουν σε υψηλή εκτίμηση τον Σπίλμπεργκ. Ταινίες όπως τα «Σαγόνια του καρχαρία», το «Ε.Τ. ο εξωγήινος», οι περιπέτειες του Ιντιάνα Τζόουνς, η «Λίστα του Σίντλερ», το «Τζουράσικ Παρκ» και η «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» ανήκουν στο hall of fame του σινεμά του 20ού αιώνα και θα αντιμετωπίζονται πάντα με μια αίσθηση νοσταλγίας από όσους τις παρακολούθησαν στο σινεμά όταν βγήκαν ή τις είδαν λίγο αργότερα σε κάποια από τις επαναληπτικές προβολές της τηλεόρασης. Το όνομά του δημιουργεί ευχάριστους συνειρμούς.

Πλέον όμως βρισκόμαστε στο 2016 και ο Σπίλμπεργκ βαδίζει αισίως προς τα 70. Ό,τι και αν σήμαινε για τις προηγούμενες γενιές, το σίγουρο είναι πως το όνομά του δεν έχει να πει και πολλά στους σημερινούς νέους, ειδικά σε όσους είναι ας πούμε κάτω από 22. Επειδή όμως αυτό είναι ένα κοινό που όλες οι «μεγάλες» ταινίες πια το διεκδικούν μανιωδώς, είναι ένα πρόβλημα όταν δεν μπορείς να το προσεγγίσεις. Ο «Μεγάλος φιλικός γίγαντας» τα πήγε πολύ άσχημα στο αμερικανικό μποξ όφις -πάτωσε ουσιαστικά- και αν και δεν περιμέναμε να σπάσει κανένα ρεκόρ εισπράξεων, αυτή ήταν μια πολύ απότομη προσγείωση.

Η ταινία άρεσε στους περισσότερους αμερικανούς κριτικούς, αυτό δεν είχε όμως κάποιο αντίκτυπο στο κοινό. Κακά τα ψέματα, τα τελευταία χρόνια είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο Σπίλμπεργκ σκηνοθετεί ως άνθρωπος της ηλικίας του. Έχει στραφεί στις ιστορικές ταινίες που πηγαίνουν στα Όσκαρ και είναι ένας από τους λόγους που τα βραβεία δεν έχουν την απήχηση που είχαν κάποτε στο νεανικό κοινό. Ας πάρουμε για παράδειγμα την πιο πρόσφατη ταινία του, «Η γέφυρα των κατασκόπων». Δεν είναι κακή σε καμία περίπτωση, αλλά είναι από αυτές τις περιπτώσεις που περισσότερο θα την λατρέψουν μεγαλύτερες ηλικίες. Η συντριπτική πλειοψηφία των ηθοποιών είναι άνω των 45 ετών και όσοι είναι κάτω των 30 αντιμετωπίζονται σαν μικρά παιδιά.

Παρόλα αυτά, ο Σπίλμπεργκ αποφάσισε να επιστρέψει στα παραμύθια. Για χάρη του «Μεγάλου φιλικού γίγαντα» συνεργάστηκε ξανά με τη σεναριογράφο του «Ε.Τ.», προσπαθώντας να επαναφέρει κάτι από τη μαγεία του παρελθόντος. Αυτό που ξεχνά όμως είναι ότι ο λόγος που ο «E.T.» διαθέτει σήμερα το στάτους αριστουργήματος  έχει να κάνει με το πόσο ρηξικέλευθος και μοναδικός ήταν όταν βγήκε, χωρίς να προσπαθεί να πετύχει κάτι σε κάποιον.

Ο «Μεγάλος φιλικός γίγαντας» δεν είναι σε καμία περίπτωση μια κακή ταινία. Υπάρχουν μέσα σε αυτή στιγμές που ο Σπίλμπεργκ μας υπενθυμίζει γιατί αυτός που είναι, με τα εφέ του να έχουν κάτι από την ποιητικότητα των ασιατικών animation. Παράλληλα όμως είναι και μια πολύ ασφαλής ταινία, η οποία δεν ξεφεύγει και πολλές φορές από τον υπολογιστικό κορμό της. Ο Σπίλμπεργκ προσπαθεί τόσο πολύ να μας κάνει να νιώσουμε κάτι για τη σχέση του μικρού κοριτσιού και του καλόκαρδου γίγαντα, αλλά δεν το καταφέρνει σχεδόν ποτέ. Είναι σαν ένας παππούς που προσπαθεί να κάνει το εγγόνι του να διασκεδάσει σύμφωνα με τις επιταγές του καιρού του, αλλά έχει μείνει τόσο πίσω ώστε παρά τις καλές προθέσεις του πρακτικά δε θυμάται πώς είναι να είσαι παιδί και ότι τα πιο απλά ερεθίσματα είναι αυτά που μπορούν να σε συγκινήσουν.

Παρακολουθώντας την ταινία, εκτός από το γεγονός ότι δε βρίσκεις το νόημα της ύπαρξής της αφού ουσιαστικά δεν έχει να πει κάτι καινούριο ούτε οπτικά αλλά ούτε και ως άποψη, συνειδητοποιείς ότι ο Σπίλμπεργκ βλέπει τον κόσμο της μέσα από τα μάτια του γίγαντα και όχι του κοριτσιού. Και αυτό είναι ένα πολύ βασικό πρόβλημα αν μιλάμε για μια οικογενειακή ταινία που φιλοδοξεί να βγάλει το παιδί που κρύβουμε μέσα μας. Η μικρή Ρούμπι Μπάρνχιλ περνάει εντελώς διάφορη, κυρίως γιατί μοιάζει σαν κάποιος να την επέλεξε στο κάστινγκ επειδή μοιάζει με την Ντρου Μπάριμορ του «Ε.Τ.». Είναι εντελώς χάρτινη και η ψυχή του φιλμ είναι ο Μαρκ Ράιλανς ως γίγαντας. Μετά και το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στη «Γέφυρα των κατασκόπων» φαίνεται πως έχει βρει μια ωραία χημεία με τον Σπίλμπεργκ και του βγάζουμε το καπέλο για αυτό, όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως το παιδί μέσα μας ξεπηδάει μέσα από την ταύτιση με το παιδί της ταινίας και όχι με κάποιον ηλικιωμένο γίγαντα.

Προσπαθήσαμε αρκετά να μπούμε στο κλίμα του φιλμ, αλήθεια. Μας πέταγε όμως διαρκώς έξω και κάποιες σεναριακές ευκολίες είναι δύσκολο να παραβλεφθούν. Για παράδειγμα όταν το φιλμ φτάνει στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, παρά το σουρεάλ σκηνικό που έχει χτιστεί, η διαχείριση είναι τέτοια που νιώθεις ότι ο Σπίλμπεργκ δεν απευθύνεται σε παιδιά αλλά σε ανόητους. Στην καλύτερη περίπτωση θαρρείς πως παρακολουθείς μια βιντεοταινία με τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ», τα οποία έχουν προσαρμοστεί ειδικά «για τους μικρούς μας φίλους».

Ο Σπίλμπεργκ είναι μια κατηγορία μόνος του και από τους ελάχιστους δημιουργούς που έχουν τη δυνατότητα να φτιάχνουν ταινίες τέτοιου βεληνεκούς για τόσες δεκαετίες. Και ακόμη και τα τελευταία χρόνια, χωρίς να παράγει αριστουργήματα συνεχίζει να παραδίδει μεγάλες ποιοτικές παραγωγές οι οποίες φέρουν το στίγμα του. Δεν ορίζει όμως το παρόν και το μέλλον του σινεμά όπως κάποτε και δε θα καταφέρει ποτέ ξανά να ξεπεράσει τον παλιό εαυτό του. Αυτές είναι σκέψεις που σου έρχονται κατά τη διάρκεια της προβολής του «Μεγάλου φιλικού γίγαντα». Μεγαλώσαμε και εμείς, αλλά μεγάλωσε και αυτός.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]