Ο Χονγκ Σανγκ-σου είναι ο Γούντι Άλεν του ασιατικού σινεμά

hong-sang-soo
ΠΕΜΠΤΗ, 08 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2016

Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας στο σινεμά της Άπω Ανατολής, κάνουμε μια στάση στην περίπτωση ενός από τους πιο αξιόλογους auteur της τελευταίας εικοσαετίας.

Το σινεμά της Νότιας Κορέας ξεχωρίζει για την ποικιλία του. Μπορεί να έγινε γνωστό στον υπόλοιπο κόσμο για τα βίαια εκδικητικά του θρίλερ τύπου «Oldboy», αλλά υπάρχει από πίσω μια ολόκληρη παραγωγή ταινιών που διαφέρει κατά πολύ από αυτό το πρότυπο. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το σινεμά του Χονγκ Σανγκ-σου. Σκηνοθετεί ταινίες εδώ και είκοσι χρόνια και η βάση του είναι οι καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις. Φημίζεται για τις χαμηλού μπάτζετ arthouse παραγωγές του, κρατώντας μόνο την ουσία μέσα από απλά σενάρια πυκνά σε διαλόγους.

Η φιλμογραφία του Νοτιοκορεάτη δημιουργού παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον με το πέρασμα του χρόνου, καθώς εξελίσσεται σε έναν Γούντι Άλεν της Άπω Ανατολής. Η σκηνοθεσία δε δοκιμάζει μοντερνισμούς και σύγχρονες φεστιβαλικές ακροβασίες, αλλά παραμένει στα ίδια επίπεδα ποιότητας και αν και οι ταινίες του μοιάζουν μεταξύ τους στην τεχνοτροπία και την αρχιτεκτονική τους, υπάρχουν σημαντικές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά.

Για να στηρίξουμε τη σύγκριση που κάναμε με τον Άλεν θα εστιάσουμε σε δύο ταινίες του Χονγκ Σανγκ-σου που θεωρούμε ότι ο παραλληλισμός τους έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Γιατί στα «Nobody’s Daughter Haewon» και «Our Sunhi» είναι που βλέπουμε το όραμά του να λειτουργεί στην εντέλεια. Πρόκειται για ένα ιδανικό double feature με τις δύο ταινίες να συμπληρώνονται μεταξύ τους. Είναι η πρώτη φορά που ο Χονγκ Σανγκ-σου επικεντρώθηκε σε Νοτιοκορεάτισσες πρωταγωνίστριες και το αποτέλεσμα είναι μια πολύ εύστοχη παρατήρηση της σύγχρονης γυναίκας με όσες ελευθερίες και περιορισμούς έχει η θέση της στην κοινωνία και πώς αυτή αντικατοπτρίζεται μέσα από τα ανδρικά βλέμματα. Και μέσα από αυτή τη διαδικασία παράγονται δύο ισχυρά γυναικεία πρότυπα, στα πρότυπα των κλασικών ταινιών του Άλεν.

«Nobody’s Daughter Haewon» (2013)

Όλη η υπόθεση της ταινίας εξελίσσεται μέσα στη διάρκεια δεκατριών ημερών. Η Haewon είναι μια νεαρή φοιτήτρια κινηματογράφου στην Σεούλ η οποία έχει σκοπό να γίνει ηθοποιός. Συγκλονίζεται από την απόφαση της μητέρας της να μεταναστεύσει στον Καναδά όπου βρίσκεται ο αδερφός της και της τίθεται πιεστικά το ερώτημα τι σκοπεύει να κάνει με τη ζωή της. Την ίδια στιγμή βρίσκεται σε μια περιπλεκόμενη σχέση με έναν μεγαλύτερο ηλικιακά παντρεμένο σκηνοθέτη που τυχαίνει να είναι και καθηγητής της. Μπορεί πλέον να έχουν διακόψει τον παράνομο δεσμό τους, αλλά μιας και αυτός συνεχίζει να θέλει να τη βλέπει και η Haewon είναι σίγουρα γοητευμένη από την προσωπικότητά του και θέλει κάποιον να μιλήσει για να ξεφύγει από τη μελαγχολία της, συνεχίζουν τις συναντήσεις τους.

Η αφήγηση του φιλμ γίνεται με τη μορφή ημερολόγιου το οποίο διηγείται η Haewon. Η ροή είναι γραμμική, καθώς όμως στην πραγματικότητα εμπλέκονται πολλά όνειρα της Haewon, η ταινία αποκτά μια σουρεαλιστική πτυχή. Μάλιστα αυτό γίνεται αντιληπτό ήδη από την αρχή της ταινίας, όταν η Haewon στο δρόμο για να συναντήσει τη μητέρα της πετυχαίνει την Τζέιν Μπίρκιν αυτοπροσώπως, η οποία της λέει πόσο της θυμίζει την κόρη της, Σαρλότ Γκενσμπούργκ. Φυσικά αυτό είναι κάτι που το είδε στον ύπνο της, αλλά δε γίνεται αντιληπτό μόνο μέχρι το τέλος του. Και κανένα από τα όνειρα της Haewon δε φαίνεται ως τέτοιο μέχρι να τη δεις να ξυπνά.

Η Jung Eun-chae διαθέτει ευρωπαϊκή φινέτσα και προσδίδει μια φυσικότητα στο χαρακτήρα της. Ο Χονγκ Σανγκ-σου προτιμά τα μακρινά σταθερά πλάνα με μεγάλους φυσικούς διαλόγους που φτάνουν έως και το mumblecore κίνημα και για αυτό η θέαση καταλήγει ξεκούραστη και ευχάριστη παρά το βαρύ περιεχόμενο. Και μέσα σε όλα αυτά, στην τελευταία συνάντηση της Haewon με τον καθηγητή της, ο Νοτιοκορεάτης δημιουργός σκηνοθετεί μια αριστοτεχνική όψη της αποξένωσης υπό τους ήχους της «Έβδομης» του Μπετόβεν, στα πρότυπα μεγάλων δασκάλων όπως ο Γκοντάρ και ο Αντονιόνι. Τι άλλο να ζητήσεις από μια ταινία;

«Our Sunhi» (2013)

Όσο και αν οι ταινίες του Χονγκ Σανγκ-σου μοιάζουν πάρα πολύ μεταξύ τους, υπάρχουν κάποιες τόσο λεπτές διαφορές που όμως κάνουν αισθητές τις αντιθέσεις. Ας πάρουμε για παράδειγμα το «Our Sunhi». Και εδώ έχουμε μια απόφοιτο σχολής κινηματογράφου και διάφορους ανθρώπους που έχουν υψηλή μόρφωση και τους αρέσουν οι τέχνες και κάνουν μεγάλες κουβέντες οι οποίες δεν έχουν κάποιο όριο και τραβάνε όσο θα τραβούσαν και αντίστοιχες φυσικές συζητήσεις στην πραγματικότητα. Όλη η ταινία αποτελείται από μακρινά μονόπλανα σε εστιατόρια, σε δωμάτια και σε πάρκα και η διάρκεια παραμένει στα 90 λεπτά.

Παρά τις ομοιότητες όμως, το «Our Sunhi» είναι ακριβώς η αντίθετη όψη του ίδιου νομίσματος με το «Nobody’s Daughter Haewon». Παρακολουθούμε την Sunhi καθώς συναντά διάφορους άνδρες (τον καθηγητή της, τον πρώην της και έναν κοινό τους φίλο) και δεν ξέρουμε ποτέ τι απασχολεί την ίδια την Sunhi ή τι σκέφτεται, αλλά μαθαίνουμε για αυτήν από την εικόνα που έχουν για το πρόσωπό της οι τρεις αυτοί άνδρες.

Ενώ λοιπόν η Haewon μας διηγείται η ίδια τα άγχη της, τις φοβίες της και τα συναισθήματά της, η Haewon είναι ένα «κλειστό βιβλίο». Έχουμε τρεις εκδοχές για αυτήν, όσες και οι άντρες που την περικυκλώνουν. Και καθώς και αυτοί προσπαθούν να βγάλουν τον καλύτερο εαυτό τους όταν είναι μαζί της ώστε να την κερδίσουν, δε βλέπουμε ούτε το δικό τους αληθινό πρόσωπο. Η ιστορία οδηγείται σε μια κλιμάκωση στο φινάλε όταν και οι τρεις άνδρες συνειδητοποιούν ότι κυνηγούν την ίδια ακριβώς γυναίκα, σε μια σκηνή σίγουρα κωμική αλλά και μελαγχολική, γιατί τότε συνειδητοποιούν και αυτοί αλλά και εμείς ως θεατές ότι η Sunhi ήταν ένα ιδανικό και ποτέ δε βρήκαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε ποια πραγματικά είναι. Ο Χονγκ Σανγκ-σου τελειοποιεί είδος σινεμά στο οποίο αρίστευσε, φτιάχνοντας δύο ελαφριές ταινίες που τις βλέπεις πολύ εύκολα αλλά σου μένουν εντυπωμένες πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα φανταζόσουν αρχικά.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]