Το «Nocturne» του Κωνσταντίνου Φραγκόπουλου είναι ένα ζοφερό υπαρξιακό θρίλερ

nocturne
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2016

Η άποψή μας για την πρώτη ελληνική ταινία που παρουσιάστηκε στις 22ες Νύχτες Πρεμιέρας.

Πάντα το ελληνικό τμήμα των Νυχτών Πρεμιέρας είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε νέες εγχώριες παραγωγές οι οποίες δεν είχαν πάρει στην πλειοψηφία τους ακόμη διανομή και βρίσκονταν στην κρίση του κοινού. Αυτό είναι και το ωραίο ενός φεστιβάλ, να βλέπεις δηλαδή ταινίες στην πρώτη προβολή τους και να μην έχεις ιδέα τι να περιμένεις, δίχως να υπάρχουν ήδη κριτικές και απόψεις αναρτημένες στο ίντερνετ. Στη χώρα μας αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με τις ελληνικές ταινίες στα φεστιβάλ και αυτός είναι ένας καλός λόγος να τις προτιμήσουμε.

Η πρώτη ελληνική ταινία του φετινού φεστιβάλ ήταν το «Nocturne» που πρόκειται για το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κωνσταντίνου Φραγκόπουλου και παρουσιάστηκε ως work in progress. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται βέβαια είναι τα αγγλικά και πρωταγωνιστής δεν είναι άλλος από τον Όουεν Τιλ, γνωστό μας ως Σερ Άλιστερ από το «Game of Thrones», ο άνθρωπος δηλαδή που σκότωσε (προσωρινά) τον Τζον Σνόου. Τον πλαισιώνει όμως μια ομάδα από εξαιρετικούς ηθοποιούς του σύγχρονου ελληνικού σινεμά και θεάτρου, αποτελούμενη από την Λένα Παπαληγούρα, τον Δημήτρη Λάλο και τον Γιώργο Συμεωνίδη.

Ο Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος στα γυρίσματα της ταινιας μαζί με «τον άνθρωπο που σκότωσε τον Τζον Σνόου».

Τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα αλλά η ιστορία είναι άχρονη και θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε οποιαδήποτε πόλη τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η πλοκή επικεντρώνεται στο σύμπαν ενός υπόγειου πάρκινγκ, εκεί όπου τρεις κατεστραμμένες ψυχές βρίσκουν ξανά την ελπίδα στο πρόσωπο ενός μικρού κοριτσιού που τους επισκέπτεται. Ο Ιερώνυμος (Σάσα Αλεξάντερ) είναι ένας μετανάστης που προσπαθεί να αφήσει πίσω τα ανοιχτά ακόμη τραύματα του παρελθόντος από τη χώρα του, ο Μάρεϊ (Όουεν Τιλ) προσπαθεί να κρύψει κάτω από το χαλί τα προβλήματά του και να πείσει τον εαυτό του ότι είναι καλός άνθρωπος και η Άνια (Λένα Παπαληγούρα) είναι μια μετανάστρια από το Ανατολικό Μπλοκ που έχει βρει την προσωπική της φυλακή σε αυτό το γκαράζ. Η μικρή Τάμσιν θα φέρει λίγο φως σε αυτό το θεοσκότεινο τοπίο και το ζητούμενο είναι αν αρκεί για να δείξει το δρόμο προς τη διέξοδο και στους τρεις χαρακτήρες.

Είναι πολύ καλή η δουλειά που κάνει ο Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος στο να χτίσει ένα ζοφερό τοπίο στο οποίο θαρρείς πως το κακό παραμονεύει διαρκώς. Ακόμη και αν υπάρχει άπλετος χώρος στο πάρκινγκ, σε κάνει να νιώθεις κλειστοφοβικά και ότι δεν μπορείς να αναπνεύσεις. Και το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους ήρωες της ιστορίας. Κάτω από τη γη η ταινία εξελίσσεται σε σκληρό υπαρξιακό θρίλερ, ενώ κάποιες σκηνές που είναι γυρισμένες στο έξω από το γκαράζ θυμίζουν feelgood δραμεντί. Αυτή η διαφορά είναι ουσιαστική για το φιλμ. Οι τρεις πρωταγωνιστές θέλουν να μείνουν στο φως, αλλά καταλήγουν στο σκοτάδι χωρίς να υπάρχει διαφυγή από αυτό. Τα άσχημα παιχνίδια της μοίρας είναι ένας λόγος που συμβαίνει αυτό, αλλά ο σημαντικότερος είναι ότι έχουν παγιδευτεί μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό.

Η μικρή Τάμισν (Λίλλυ Μαυρομάτη) φέρνει φως στο θεοσκότεινο σύμπαν της ταινίας.

Η ταινία παίζει και με το θεατή, ο οποίος μέχρι ενός σημείου δε γνωρίζει τα πραγματικά κίνητρα και το background των χαρακτήρων. Όταν ένα μικρό κορίτσι μπαίνει σε έναν τέτοιο κόσμο εύκολα μπορείς να σκεφτείς τα χειρότερα. Όσο τσακισμένοι και αν είναι ωστόσο οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, δεν έχουν αφήσει να χαθεί και το τελευταίο ίχνος αθωότητας μέσα τους. Όσο άχρονη και αν είναι η ταινία λοιπόν, καθίσταται πολύ επιτακτική για το εδώ και το τώρα των αδιεξόδων της μετανάστευσης. Αυτή η μικρογραφία του πύργου της Βαβέλ που σχηματίζεται δε διαφέρει καθόλου από οποιαδήποτε σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία με την πολυπολιτισμικότητά της, τις ανισότητές της και τις προκαταλήψεις της.

Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Φραγκόπουλου είναι στέρεα και δε χάνει την κατεύθυνσή της και σε αυτό βοηθάει και η μουντή φωτογραφία του Γιώργου Καρβέλα. Σίγουρα όμως αξίζει να μιλήσουμε και για τη δουλειά των ηθοποιών. Ο Τιλ είναι φανταστικός σε αυτό που κάνει και «κλέβει» σίγουρα την παράσταση, αλλά και ο Δημήτρης Λάλος είναι πάρα πολύ καλός στο ρόλο ενός Έλληνα γκάνγκστερ (ειδικά στη σκηνή που βρίσκεται σε σύγχυση έξω από το αυτοκίνητο είναι φοβερή η πολυπλοκότητα της έκφρασής του) και η Λένα Παπαληγούρα συνδυάζει για μια ακόμη φορά άψογα την αθωότητα μέσα σε ένα ρόλο που έχει βυθιστεί στο σκοτάδι. Όσο για τον Γιώργο Συμεωνίδη, αρκούν μια-δύο σκηνές για να σε πείσει για το πόσο «ψαρωτικός» μπορεί να είναι. Ο Σάσα Αλεξάντερ είναι η ήρεμη δύναμη που φαίνεται πως βράζει εσωτερικά και εκρήγνυται στο τέλος.

Η Λένα Παπαληγούρα δοκιμάζεται σε μια πολωνική προφορά αγγλικών (και τα πηγαίνει εξαίσια στο ρόλο της).

Το «Nocturne» είναι ένα δύσκολο υπαρξιακό δράμα που απαιτεί την προσοχή του θεατή παρά τη μικρή διάρκεια των 75 λεπτών και είναι πραγματικά ένα αξιόλογο ντεμπούτο από τον Κωνσταντίνο Φραγκόπουλο, ο οποίος πετυχαίνει πολλά με λίγα. Στη συνέντευξη μετά την προβολή μας αποκάλυψε πως το φιλμ γυρίστηκε το περυσινό δύσκολο ελληνικό καλοκαίρι και μάλιστα μια λήψη έγινε μια μέρα πριν από την επιβολή των capital controls και αν είχε προγραμματιστεί μια μέρα αργότερα, ίσως και να μην μπορούσε να γίνει. Μέσα από τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες το ελληνικό σινεμά βρίσκει τρόπους να βγαίνει στην επιφάνεια και με παραγωγές σαν αυτή αξίζει τη στήριξή μας.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]