Το «The Neon Demon» μετατρέπει τον κόσμο της μόδας σε ένα στυλιζαρισμένο ορατόριο τρόμου
Η άποψή μας για μια από τις ταινίες που συζητήθηκαν περισσότερο στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας και από σήμερα βρίσκεται στις αίθουσες.
Μια από τις ταινίες που περιμέναμε περισσότερο στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας ήταν το «The Neon Demon» του Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν. Δίχασε το κοινό στις Κάννες και υπήρχε μάλιστα κόσμος που γιούχαρε στην οθόνη και αποχώρησε από την προβολή, αυτό είναι όμως κάτι που πρέπει να το περιμένουμε από τις δουλειές του Δανού. Με το «Drive» αλλά ειδικά με το «Only God Forgives» έχει αποδείξει ότι δεν έχει προβλήματα να φτάσει στα άκρα, το κάνει όμως πάντα με στυλ.
Στο «The Neon Demon» λοιπόν παρακολουθούμε την πορεία μιας 16χρονης (Ελ Φάνινγκ) από μια μικρή πόλη που ταξιδεύει στο Λος Άντζελες για να δουλέψει ως μοντέλο. Αφού υποδύεται την ενήλικη, θα εντυπωσιάσει τον περίγυρό της με τη λάμψη της νεότητάς της, αλλά αυτή θα είναι και η καταδίκη της, μιας και ο περίγυρός της δε θα δει με καλό μάτι την ξαφνική επιτυχία της.
Αν αυτή η εικόνα της Τζένα Μαλόουν σας φαίνεται πολύ ακραία ίσως η συγκεκριμένη ταινία να μην είναι για εσάς (σας προειδοποιήσαμε).
Ο Ρεφν ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τα χρώματα, το στυλιζάρισμα και την αισθητική των ταινιών του. Τόσο πολύ που εύκολα κάποιος μπορεί να τον κατηγορήσει ότι ενδιαφέρεται για το περιτύλιγμα περισσότερο από την ουσία. Αυτό άλλωστε ήταν το πρόβλημα και του «Only God Forgives», το οποίο αυτοκαταστράφηκε σαν σαπουνόφουσκα. Κάπως έτσι περιμέναμε και το «The Neon Demon», μόνο που αυτή η λογική της τσιχλόφουσκας ίσως… να είναι αυτό που χρειαζόταν. Εδώ ο Ρεφν καταπιάνεται με τον κόσμο της υψηλής μόδας και η εικόνα είναι και το μήνυμα.
Είναι σαγηνευτικός ο τρόπος που σε βάζει μέσα στο κλίμα μέσα από ακολουθίες neon χρωμάτων και αισθητική που βρίσκεται ανάμεσα σε μουσικό βίντεο και επίδειξη μόδας. Και πίσω από όλα αυτά, υπάρχει διαρκώς η αίσθηση ότι κάτι απειλητικό παραμονεύει και αναδύεται στην επιφάνεια βραδυφλεγώς. Οι χαρακτήρες είναι πλαστικοί και μονοδιάστατοι, αυτό είναι όμως και το νόημα μιας και μοιάζουν απλά με κούκλες μανεκέν.
Η αισθητική της ταινίας είναι αδιαπραγμάτευτης ομορφιάς.
Σε κάποια από τις κριτικές που ήρθαν από την προβολή της ταινίας στις Κάννες διαβάσαμε ότι το φιλμ είναι ένα Next Top Model μέσα από τη ματιά του Ντάριο Αρτζέντο. Και όσο τραβηγμένο μπορεί να μας φαινόταν αυτό το σχόλιο τότε, εκφράζει ακριβώς αυτό που κάνει εδώ ο Ρεφν.
Η Φάνινγκ αρκεί που βρίσκεται εκεί, και δεν μπορούμε να φανταστούμε κάποια άλλη που θα ταίριαζε σε αυτό το ρόλο και παρότι δύσκολα μπορείς να ξεχωρίσεις ερμηνείες πίσω από τα παγερά προσωπεία που στήνει ο Ρεφν, δε γίνεται να μην αναγνωρίσουμε τη φανταστική δουλειά που κάνει η Τζένα Μαλόουν, η οποία προσφέρει μια ερμηνεία στα άκρα (κάποιες φορές και πολύ πέρα από αυτά), με τον ταλαιπωρημένο συναισθηματικά κόσμο της να είναι εμφανής μέσα από ρωγμές που η ίδια αφήνει εντέχνως ώστε να διαπιστώσουμε. Στην ταινία συμμετέχει και ο Κιάνου Ριβς ο οποίος σε αυτή τη φάση της καριέρας του ταιριάζει τόσο στο σύμπαν του Ρεφν που θα θέλαμε να δούμε μια ταινία τύπου «Drive» με πρωταγωνιστή τον ίδιο.
Μπορεί εδώ να φοράει γυαλιά, αλλά αυτό που μπορούμε να σας πούμε είναι ότι το εν λόγω μοντέλο έχει ωραία μάτια.
Είναι ένα εντυπωσιακό editorial μόδας, είναι ένα υπνωτιστικό παρατεταμένο μουσικό βίντεο (για το φανταστικό soundtrack του Κλιφ Μαρτίνεζ θα διαβάσετε παρακάτω), είναι μια πρόσκληση στο σινεμά τρόμου του 21ου αιώνα, είναι ένα σχόλιο για τη νεότητα, είναι ένα ρεσιτάλ αρχιτεκτονικής, είναι μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Το «The Neon Demon» είναι μια ταινία που της αξίζει να την αντιμετωπίσετε χωρίς καμία προκατάληψη και δίχως διάθεση να τη συγκρίνετε με κάτι άλλο που υπάρχει ήδη. Βιώστε την ως έχει και αφήστε τη στη συνέχεια να μεγαλώσει μέσα σας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]
Ο Κλιφ Μαρτίνεζ παρέδωσε στον Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν το απαύγασμα της δημιουργίας του
O Δανός προβοκάτορας Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό το 2011 με την ταινία Drive, την οποία το ελληνικό κοινό είδε για πρώτη φορά στα πλαίσια του 17ου Διεθνούς Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας». Η ταινία είχε αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές για την retro-noir αισθητική της, την οποία οφείλει ισόποσα στη βουτηγμένη στα 80s σκηνοθεσία του Ρεφν και στο φανταστικό soundtrack του ευφυέστατου Κλιφ Μαρτίνεζ (ο οποίος, για την ιστορία, υπήρξε ντράμερ των Red hot Chili Peppers), χωρίς τα vintage synths του οποίου η εμπειρία της ταινίας δε θα ήταν η ίδια. Δύο χρόνια αργότερα, ο Ρεφν «στρατολόγησε» και πάλι τον Μαρτίνεζ για το αμφιλεγόμενο Only God Forgives. Mίνιμαλ μελωδίες, αιχμηρές «κόρνες» και ηλεκτρονικό σκότος συνόδευσαν την ταινία που δίχασε κοινό και κριτικούς, μην ξεπερνώντας, ωστόσο, σε καμία περίπτωση το hype του Drive, στο οποίο ο Μαρτίνεζ περιέκλεισε το πνεύμα της εποχής όσο κανείς άλλος. Η τρίτη συνεργασία του Ρεφν με τον συνθέτη ήρθε φέτος, με το ακόμα πιο αμφιλεγόμενο Neon Demon, για το οποίο ο Μαρτίνεζ παρέδωσε το magnum opus του.
H μουσική του Κλιφ Μαρτίνεζ είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κινηματογραφικής εμπειρίας
Μια σειρά από ψυχρές μελωδίες, που αποτελούν οργανικό μέρος της ταινίας, ισορροπούν αρμονικά μεταξύ των λουσάτων σκηνικών του «αδηφάγου» χώρου της μόδας και του νοσηρού, «νέον» εσωτερικού κόσμου της πρωταγωνίστριας. Τα 23 κομμάτια που «ντύνουν» την ταινία είναι όμορφα, απόμακρα και σκοτεινά, ακριβώς όπως και τα μοντέλα που πρωταγωνιστούν στο Neon Demon. Όπως και στο Drive, έτσι κι εδώ, το μουσικό θέμα είναι τόσο ολοκληρωμένο που τελικά νοείται ως μια αυτόνομη οντότητα, η οποία, όχι απλώς «υπογραμμίζει» την αλά Ντάριο Αρτζέντο αισθητική της ταινίας, αλλά μάλλον την ξεπερνά. Κι αν στις προηγούμενες δύο συνεργασίες, η μουσική βασιζόταν στα βαριά synths και σε δυνατές στιγμές δυσαρμονίας, στο Neon Demon τα πράγματα είναι αλλιώς: οι ατμοσφαιρικές, «γυάλινες» μελωδίες του Μαρτίνεζ καθρεπτίζουν με ακραιφνή τρόπο την σκοτεινή διάθεση και την glam αισθητική της ταινίας, δημιουργώντας μια «αίσθηση μετεωρισμού», ώστε αν κλείσεις τα μάτια να φαντάζεσαι σε slow motion την αιώρηση ενός γυαλιού που σπάει και γίνεται χίλια κομμάτια.
Με σαφείς επιρροές από τις συνθέσεις του John Carpenter (οι αναφορές στο Lost Themes είναι παραπάνω από εμφανείς), η μουσική του Κλιφ Μαρτίνεζ είναι γεμάτη «αιχμηρά σημεία» σαν αυτά του σπασμένου γυαλιού. Ακόμα και οι σκηνές σιωπής και απραξίας συνοδεύονται από αμήχανους ήχους που σε κρατούν σε εγρήγορση γι αυτό που (εικάζεις πως) θα έρθει. Όλα τα κομμάτια είναι οργανικά δεμένα μεταξύ τους, συνθέτοντας ένα μωσαϊκό έντασης και άγχους που τονίζει τη συνολική αύρα του φιλμ. Αρχής γενομένης με το σχεδόν εφιαλτικό ομώνυμο τραγούδι, η συνέχεια είναι λίγο πολύ στο ίδιο κλίμα, με εξαίρεση λίγες στιγμές «χαλάρωσης» όπως το πιο dream pop “Mine” ( που θυμίζει κάτι από το “A Real Hero” των College που ακούσαμε στο Drive) των Sweet Τempest και το διεγερτικό, χορευτικό techno “The Neon Demon Dance” του Τζούλιαν Βίντινγκ (ανιψιού του Ρεφν) που παραπέμπει ξεκάθαρα στο “Nightcall” του Kavinsky. Τα “Messenger Walks Among Us”, “Runway” και “Are We Having A Party” αναμετρώνται με την παράνοια, τη στιγμή που κομμάτια όπως “Ruby’s Close Up” και “Are We Having A Party” σού στοιχειώνουν το μυαλό.
Κι όλα αυτά λίγο πριν το τέλος, το οποίο ο Κλιφ Μαρτίνεζ αποφάσισε να πασπαλίσει με μια γερή δόση ποπ παραδοξότητας. Για του λόγου το αληθές, οι τίτλοι τέλους μπαίνουν μαζί με το “Waving Goodbye” της Sia, ένα πιασάρικο, ξεσηκωτικό, καθαρόαιμο ποπ κομμάτι, που αφήνει μια χαραμάδα φωτός να διαπεράσει το γενικότερο αρρωστημένο κλίμα της ταινίας, προσφέροντας έτσι μια νότα υγείας και αισιοδοξίας που φαντάζει σχεδόν ξένη. Σε αντίθεση με το “Mine” που φέρει σαφείς αναφορές στη μουσική του Μαρτίνεζ, το “Waving Goodbye” είναι μια παράταιρη προσθήκη που μάλλον έρχεται σαν σχόλιο στην ανουσιότητα που περιβάλλει τον κόσμο ομορφιάς.
Όπως αναλύσαμε και πιο πάνω, το Neon Demon είναι μια ταινία που μιλά στις αισθήσεις, ένα συναρπαστικό οπτικοακουστικό ταξίδι που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη υπερανάλυση και που μάλλον ηθελημένα προωθεί το «φαίνεσθαι» αντί του «είναι», μετουσιώνοντας έτσι με τον πιο σχηματικό τρόπο το περιεχόμενο της ταινίας. Σε αυτό το εγχείρημα, η μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της θέασης, κάτι σαν τον καθοριστικό «παίχτη» που συμπληρώνει το παζλ.
Με το soundtrack του Neon Demon, ο Μαρτίνεζ κατάφερε (γι ακόμα μια φορά) να εσωτερικεύει σε τέτοιο βαθμό το όραμα του Ρεφν που αρχίζουμε να πιστεύουμε πως οι δυο τους είναι μάλλον οι αδελφές-ψυχές του σύγχρονου σινεμά. Η εικόνα του ενός και ο ήχος του άλλου συνομιλούν με τέτοιο τρόπο που είναι λες και οι δυο τους ήταν γραφτό να συναντηθούν. Αν μάλιστα συμβεί ποτέ αυτό που ανέφερε ο Μαρτίνεζ σε συνέντευξη στο Vanity Fair (ότι δηλαδή o Ρεφν λαχταρά να σκηνοθετήσει μια βωβή ταινία, στην οποία η μουσική του Μαρτίνεζ θα κυριαρχεί από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό), τότε μάλλον σύντομα θα μιλάμε για έναν νέο κινηματογράφο, που θα δικαιούται αντιμετώπιση μουσειακού εκθέματος.
ΣΟΦΙΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ / [email protected]