57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: «Πάση θυσία»
Μια από τις ταινίες που περιμέναμε περισσότερο στο φεστιβάλ ξεπερνά τις ήδη υψηλές προσδοκίες μας για αυτήν.
Το «Πάση θυσία» («Hell or High Water» ο αγγλόφωνος τίτλος) του Ντέιβιντ Μακένζι ήταν από τις ταινίες που περιμέναμε περισσότερο προς το τέλος του 2016. Και εξηγούμαστε. Πέρα από το γεγονός ότι αγαπάμε τα σύγχρονα καλοφτιαγμένα γουέστερν, οι κριτικές του φιλμ έκαναν λόγο για ένα πανέξυπνο σενάριο που αψηφά την αλόγιστη δράση για κάτι πιο βαθύ. Και η παρουσία του Τζεφ Μπρίτζες σε ρόλο Τέξας Ρέιντζερ είναι κάτι που όπως και να ‘χει μας ελκύει. Περιμέναμε λοιπόν κάτι πολύ δυνατό και καλό, αλλά το τελικό αποτέλεσμα ξεπερνά τις προσδοκίες μας.
Μεταφερόμαστε στο Τέξας, εκεί όπου δύο αδέρφια επανενώνονται μετά από καιρό με μοναδικό σκοπό να ληστέψουν τα υποκαταστήματα της τράπεζας που υποθήκευσε τα οικογενειακά τους κτήματα. Ο Τάνερ (Μπεν Φόστερ) έχει ήδη παρελθόν στη φυλακή, ενώ ο Τόμπι (Κρις Πάιν) είναι ένας χωρισμένος πατέρας που αναζητά ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά του. Την υπόθεσή τους αναλαμβάνει ο Μάρκους (Τζεφ Μπρίτζες), ένας Ρέιντζερ λίγο πριν τη σύνταξη που αναζητά μια τελευταία περιπέτεια, μαζί με τον ινδιανικής καταγωγής συνεργάτη του, Αλμπέρτο (Τζιλ Μπέρμιγχαμ).
Ο Μακένζι δεν είχε παραδώσει κάποια πραγματικά σπουδαία ταινία ως τώρα, φαινόταν όμως ότι έχει μια μέσα του. Και όσο και αν η υπόθεση σε προετοιμάζει για ένα καλοστημένο θρίλερ στην καρδιά της αμερικανικής υπαίθρου, υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν περιμένεις να δεις και που θα σε κρατήσουν καθηλωμένο στη θέση σου με την αγωνία στα ύψη. Γιατί ο ρυθμός είναι καταιγιστικός και αγωνιώδης με συνεχείς καταδιώξεις, η ανάπτυξη των χαρακτήρων είναι ωστόσο αυτή που έχει σημασία. Δεν είναι απλά πιόνια που εξυπηρετούν την πλοκή, μα ορίζουν τις καταστάσεις και χρωματίζουν ηθικά τις εξελίξεις.
Το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο των σύγχρονων ΗΠΑ αντανακλάται στην πτυχή της υπόθεσης που αφορά τις τράπεζες και πώς αντιμετωπίζονται από τον απλό κόσμο, αυτό είναι όμως μονάχα η κορυφή του παγόβουνου. Οι καταδιώξεις, το πιστολίδι και το αστυνομικό θρίλερ είναι πραγματικά σε πολύ υψηλό επίπεδο, η κενότητα στο επίκεντρο των χαρακτήρων δίνει πάντως τον τόνο. Ο Τάνερ νιώθει πως η ζωή του έχει καταστραφεί και το μόνο που θέλει είναι να βοηθήσει πάση θυσία τον αδερφό του, ο οποίος χρειάζεται τα λεφτά για να παραδώσει ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά του και να δώσει ένα οριστικό τέλος στη φτώχεια που κατατρέχει τη γενιά του.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει ο χαρακτήρας του Μπρίτζες. Κάνει τα πάντα για να ξορκίσει την ιδέα της επικείμενης σύνταξης, προσπαθώντας να μείνει τόσο πολύ στη δουλειά του και στη νέα αυτή περιπέτεια ώστε να νιώσει για λίγο ακόμη ζωντανός και να καλύψει το κενό που έχει στη ζωή του. Και όσο και αν αστειεύεται με τον συνάδελφό του, διατηρώντας ένα σκληρό προφίλ, η μελαγχολία που βρίσκεται μέσα του είναι εμφανής. Η ερμηνεία του Μπρίτζες τώρα είναι φανταστική, από τις πιο υπόκωφα έντονες που έχει δώσει τα τελευταία χρόνια και για αυτό το λόγο θα άξιζε μέχρι και μια υποψηφιότητα στα Όσκαρ.
Τη μουσική επένδυση της ταινίας έχουν αναλάβει οι Νικ Κέιβ και Γουόρεν Έλις και ταιριάζει άψογα με το σκοτεινά country πλαίσιο, το οποίο αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο με την υπέροχη φωτογραφία του Τζιλ Νάτγκενς που προσδίδει μια καλοδεχούμενη ποιητικότητα. Ο Ντέιβιντ Μακένζι έφτιαξε ένα φιλμ που καταφέρνει να είναι εθιστικό, βαρύ αλλά και να διαθέτει χιούμορ και το οποίο θα εκτιμήσουν και οι θιασώτες του φεστιβαλικού σινεμά αλλά και όσοι αναζητούν ένα καλοστημένο θρίλερ. Είναι μια ταινία που είμαστε βέβαιοι πως θα αποκτήσει μεγαλύτερη αξία με το πέρασμα του χρόνου και θα ανατρέχουμε σε αυτή ως ένα americana αριστούργημα.
Ευχαριστούμε το Μακεδονία Palace για την φιλοξενία του κατά τις μέρες του φεστιβάλ. Ανακαλύψτε κι εσείς τα καινούρια, πλήρως ανακαινισμένα δωμάτια του ξενοδοχείου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]