Ο πρωτοπόρος Νίκος Κούνδουρος, ο Εμφύλιος, ο Μάνος Χατζηδάκις και ο «Δράκος»

koundouros
ΠΕΜΠΤΗ, 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2017

Ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, ο μεγάλος Νίκος Κούνδουρος, έφυγε σε ηλικία 90 ετών αφήνοντας τον κόσμο των Τεχνών φτωχότερο.

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ CLICKATLIFE ΣΤΑ ΟΣΚΑΡ 2017

Κρητικός στην καταγωγή, ο Κούνδουρος μεγάλωσε στην Αθήνα, σε μεγαλοαστική οικογένεια, «ως χαϊδεμένο παιδί», όπως είχε ομολογήσει ο ίδιος. Η φρίκη της Κατοχής και η σφαγή στο Δίστομο σημάδεψαν την ψυχή του νεαρού τότε Κούνδουρου και παραμερίζοντας τα προνόμια και τη σχετική άνεση που είχε, εντάχθηκε στην ένοπλη αντίσταση με τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Όπως πολλοί καλλιτέχνες της γενιάς του, ο Κούνδουρος εξορίστηκε στην Μακρόνησο κατά τον Εμφύλιο. Εκεί γνώρισε πολλές άλλες ανήσυχες ψυχές, έμαθε πολλά για το θέατρο και άρχισε να σκέφτεται για τον κινηματογράφο. Όταν τέλειωσε η περιπέτειά του στην Μακρόνησο το 1952 και απέκτησε πτυχίο ζωγραφικής από την Σχολή Καλών Τεχνών, έκανε τα πρώτα του βήματα στον κινηματογράφο, το 1954, με την «Μαγική πόλη», η οποία μάλιστα προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Το σενάριο ήταν της Μαργαρίτας Λυμπεράκη ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίστηκαν ο Γιώργος Φούντας, η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Μάνος Κατράκης. Στον πρώτο του ρόλο εμφανίστηκε και ο Θανάσης Βέγγος, τον οποίο ο Κούνδουρος είχε γνωρίσει στην εξορία. Η μουσική της ταινίας ήταν του αγαπημένου του Μάνου Χατζιδάκι, με τον οποίο είχε αναπτύξει φιλία μέσω αλληλογραφίας.

Το πείσμα και η συνέπειά του τον ώθησαν να αναζητήσει διαφορετικές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, αφού, παράλληλα με τον κινηματογράφο και το θέατρο, ζωγράφιζε και έγραφε. «Ομολογώ το πάθος μου για την εικόνα, το κάδρο, τα σκηνικά, τα κοστούμια. Αυτά που συνθέτουν το ορατό μέρος του κινηματογραφικού έργου. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το οπτικό υλικό μιας ταινίας από τον λόγο και από ό,τι άλλο συνθέτει το πλήρες και τελικό έργο» είχε αναφέρει στο «Stop carré» ο ίδιος ο Κούνδουρος.

Για τον Μάνο Χατζιδάκι είχε γράψει στην αυτοβιογραφία του ότι τον θαύμαζε «γιατί από τα χαρακτηριστικά της φυλής διάλεξε να κάνει δικά του όλα μας τα κουσούρια. Τη ραθυμία, τη φλυαρία, την αυταρέσκεια, τη φιληδονία. Μ' αρέσει γιατί είναι επιθετικός χωρίς κακία κι απλώνει το κεντρί του επί δικαίων και αδίκων, με οδηγό το ένα, μοναδικό κι αμάχητο δικό του κριτήριο». Αντίστοιχα και ο Κούνδουρος συχνά αποτύπωνε τις πιο αμφιλεγόμενες πτυχές της ελληνικής πραγματικότητας και των εξελίξεων.

Η επόμενη ταινία του Κούνδουρου, ο «Δράκος» του 1956, έμελλε να είναι η ταινία που θα τον καθιέρωνε ως πρωτοπόρο. Εντός συνόρων, η ταινία ήταν εμπορική αποτυχία και αρχικά αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τον Τύπο, αλλά στο εξωτερικό διακρίθηκε με ειδική μνεία στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Με καθυστέρηση λίγων ετών, το 1960, η αξία του «Δράκου» αναγνωρίστηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης και πλέον μνημονεύεται ως μια από τις κορυφαίες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Στον «Δράκο», ο Κούνδουρος πρωτοπόρησε με τον συνδυασμό του ιταλικού νεορεαλισμού με τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και με στοιχεία του φιλμ νουάρ. Εκτός από την συγκλονιστική δραματική ερμηνεία του Ντίνου Ηλιόπουλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο «Δράκος» ξεχώρισε για την μουσική του Χατζιδάκι.

Μετά την επιβολή της Χούντας στην Ελλάδα, ο σκηνοθέτης έφυγε για το Παρίσι, όπου γνώρισε προσωπικότητες όπως τον Κώστα Ζουράρι, τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τη Μελίνα Μερκούρη, μεταξύ άλλων. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1974, μετά την πτώση του χουντικού καθεστώτος, ο Κούνδουρος γυρίζει το πολιτικό ντοκιμαντέρ «Τραγούδια της φωτιάς», με αφορμή τις μεγάλες συναυλίες που έδωσαν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Μαρκόπουλος, καθώς και τις διαδηλώσεις κατά την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου. Ο ίδιος μετέπειτα χαρακτήρισε το ντοκιμαντέρ ως μια «ωδή στη λευτεριά», αποτυπώνοντας το πολιτικό κλίμα της εποχής. Αργότερα γύρισε το ντοκιμαντέρ «1974-1996, Ελληνιστί Κύπρος», για την τουρκική εισβολή, θέλοντας να καταγράψει τις οδυνηρές συνέπειες το πολέμου.

Ακολούθησε η ταινία «1922», η οποία απέσπασε εννέα βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1978 και διακρίθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κέιπ Τάουν το 1980, ενώ το 1982, οι «Μικρές Αφροδίτες» τιμήθηκαν με το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Συνολικά, γύρισε 12 ταινίες, με την τελευταία, την κοινωνικοπολιτική αλληγορία «Το Πλοίο», να κυκλοφορεί το 2011. Ο ίδιος ο Κούνδουρος είχε πει για τον εαυτό του: «Oύτε αδίκησα, ούτε αδικήθηκα. Είμαι ευχαριστημένος. Αγάπησα και αγαπήθηκα. Είμαι ένας άνθρωπος με ιδιόρρυθμο πείσμα. Αν περάσει κάτι στο νου μου, θα το διεκπεραιώσω».

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ CLICKATLIFE ΣΤΑ ΟΣΚΑΡ 2017