Κριτική ταινίας: «6+1 Απιστίες»
Οι Μισέλ Χαζαναβίσιους και Ζαν Ντιζαρντάν έρχονται ξανά στο προσκήνιο της κινηματογραφικής δημιουργίας, έπειτα από τα Όσκαρ, που σάρωσαν με την ταινία «The Artist» φέτος το χειμώνα.
«6+1 Απιστίες» (Les Infidèles)
Αυτή τη φορά συνυπογράφουν, μαζί με άλλους πέντε σκηνοθέτες τις «6+1 Απιστίες», μια παραγωγή που χαιρετίστηκε μέχρι τώρα θερμά από το γαλλικό κοινό.
Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα εννέα συνολικά μικρών επεισοδίων-σκετς, που σκηνοθετούν ξεχωριστά επτά διαφορετικοί σκηνοθέτες έχοντας ως θέμα τους τη συζυγική απιστία των ανδρών (εξ ου και ο τίτλος).
Τόσο η δομή όσο και η θεματική της συγκεκριμένης φιλμικής διήγησης παραπέμπει σε σπονδυλωτές παλαιότερες ταινίες, όπως για παράδειγμα το σατυρικό «Τρελό Σεξ» του Dino Risi (1973) ή το «Four Rooms» -Τέσσερα Δωμάτια (1995) και το Paris, je t’aime» (2006). Τα δύο τελευταία μάλιστα, όπως οι «6+1 Απιστίες», είναι σκηνοθετημένα από διαφορετικούς σκηνοθέτες και πραγματεύονται επίσης το ζήτημα του εφήμερου έρωτα.
Οι «6+1 Απιστίες» αυτοσυστήνονται ως μια κωμωδία πολλά υποσχόμενη, που φιλοδοξεί να «γαργαλήσει τις αισθήσεις» των θεατών και δεν διστάζει, όχι μόνο να φθάσει στα άκρα, αλλά και να τα ξεπεράσει. Με έναν Ζαν Ντιζαρντάν σχεδόν «πανταχού παρών», ξετυλίγεται ένα σύνολο από εικόνες χωρίς ουσιαστική αφήγηση, με ανύπαρκτη υπόθεση όπου η απιστία, ως κύρια πρωταγωνίστρια, παίρνει διάφορες όψεις και μορφές, ανάλογα με την απόχρωση, που της δίνει ο κάθε σκηνοθέτης.
Η κάμερα περιδιαβαίνει στα μπαρ, στα ξενοδοχεία και σε διάφορους άλλους κλειστούς χώρους, κινηματογραφώντας τις ευκαιρίες, που τυχόν δίνονται σε «φουκαριάρηδες», δυστυχισμένους, κατά βάθος, συζύγους να εκτονώσουν τον ανδρισμό τους, λαμβάνοντας ευχαρίστηση και επιβεβαίωση.
Σκηνοθετικά η ταινία δεν έχει να προσφέρει κάτι ιδιαίτερο, παρά την πολλά υποσχόμενη φόρμα της. Αυτό που φιλοδοξεί, και το καταφέρνει ως ένα βαθμό, είναι η παραγωγή αστείων και άπλετου γέλιου, από την αναπαράσταση καταστάσεων απίθανων, ανεκδοτολογικών που αγγίζουν κάποιες φορές (δυστυχώς) το χυδαίο.
Χαρακτηριστικές είναι οι πρώτες αφίσες του φιλμ, που τελικά λογοκρίθηκαν και απαγορεύτηκαν για ευνόητους λόγους και οι οποίες έδειχναν: το πάνω μέρος του σώματος ενός άνδρα χωρίς το πρόσωπο αγκαλιάζοντας δύο γυναικεία πόδια υψωμένα και ανοιχτά!
Η υπερβολή είχε φθάσει στο σημείο να σκηνοθετηθεί ένα ακόμη μικροεπεισόδιο, όπου ο Ζαν Ντιζαρντάν θα απατούσε τη γυναίκα του με φόντο τους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης να καίγονται. Τελικά, απορρίφθηκε στο μοντάζ για να μην προκαλέσουν αρνητικά τους Αμερικανούς.
Με εξαίρεση τα σκετς του Μισέλ Χαζαναβίσιους (Το Σεμινάριο) και του Ερίκ Λαρτιγκό (Λολίτα) που προσπαθούν να εμφυσήσουν λίγο «βάθος στον ορίζοντα» και έναν προβληματισμό πάνω στη μοναξιά ή την ταπεινότητα της ανθρώπινης φύσης, τα υπόλοιπα πέντε μικρο-επεισόδια στερούνται έμπνευσης, εκπέμποντας πολύ συχνά έναν αέρα χονδροειδών αστείων, με τα οποία πρέπει κανείς να γελάσει οπωσδήποτε.
Ωστόσο, εκτός από ρηχό γέλιο τι άλλο θα μπορούσε να αποκομίσει ένα κοινό έπειτα από τη θέαση ενός τέτοιου θεάματος; Πέρα από το ότι φέρει την υπογραφή του Μισέλ Χαζαναβίσιους και Ζαν Ντιζαρντάν που καταπλήσσουν βέβαια με τις βιρτουόζικες ικανότητές τους, όπως στο «The Artist», η ταινία προσφέρει ένα γόνιμο έδαφος προβληματισμού πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, πάνω στη διαφορά μεταξύ του «φαίνεσθαι» και του «είναι», όπως και στο μονίμως ανικανοποίητο της ανθρώπινης φύσης.
Η ακόρεστη επιθυμία για συνεχείς αλλαγές ερωτικών συντρόφων φέρει έναν απόηχο της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι καταντούν αναλώσιμοι όπως τα προϊόντα. Κατά το μεγάλο κοινωνιολόγο Ervin Goffman (La mise en scène de la vie quotidienne) , στην καθημερινή τους ζωή, οι άνθρωποι καλούνται να παίξουν διάφορους ρόλους: του πιστού συζύγου, του συνεπούς επαγγελματία, του καλού γονιού κτλ. Όπως και στο θέατρο, πρέπει να υποδυθούν όσο το δυνατόν καλύτερα το ρόλο τους, να δείξουν τον καλύτερό τους εαυτό και να πείσουν το κοινό, δηλαδή τους συνανθρώπους τους ότι αυτή είναι η πραγματικότητα.
Ωστόσο, και στην καθημερινή ζωή υπάρχουν τα παρασκήνια όπου καταφεύγει κουρασμένος ο ηθοποιός-μέσος αστός, για «να πάρει ανάσα» και εκεί είναι που αποκαλύπτεται το αληθινό του πρόσωπο. Οι «6+1 Απιστίες» αναπαριστούν ένα μέρος αυτών των «παρασκηνίων» με προκλητικά κωμικό τρόπο, όπου ακομπλεξάριστοι και trendy μπουρζουά πετάνε τη μάσκα του υποκριτή και θέτουν στους θεατές το ερώτημα: «Δείχνουμε το αληθινό μας πρόσωπο στους άλλους ή μόνο μια επιφάνεια;»
Σκηνοθεσία: Εμανουέλ Μπερκό, Φρεντ Καβαγιέ, Αλεξάντερ Κουρτέ, Ζαν Ντιζαρντέν, Μισέλ Χαζαναβίσιους, Ερίκ Λαρτιγκό, Ζιλ Λελούς, παίζουν: Ζαν Ντιζαρτάν, Ζιλ Λελούς, Αλεξαντρά Λαμί, Γκιγιόμ Κανέ. Η ταινία προβάλλεται από τη Feelgood.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ