Στα «Funny Games» ο Michael Haneke δεν αστειεύεται σε καμία γλώσσα
Με αφορμή τη νέα του ταινία που θα προβληθεί στο επερχόμενο Φεστιβάλ των Καννών, αυτή την εβδομάδα καταπιανόμαστε με το σπουδαίο έργο του σημαντικότερου σύγχρονου Ευρωπαίου σκηνοθέτη, Μichael Ηaneke.
Η πιο δημοφιλής ταινία του Michael Haneke μακριά από το σινεφίλ κοινό που παρακολουθεί το σινεμά των φεστιβάλ είναι το «Funny Games», κάτι το οποίο επιδίωξε και ο ίδιος. Αρχικά κυκλοφόρησε την ταινία στην Αυστρία το 1997, κυρίως επειδή δεν ήταν εύκολο τότε να την τοποθετήσει στην Αμερική. Δέκα χρόνια αργότερα όμως, όντας πλέον ένας καταξιωμένος δημιουργός, επέστρεψε στο αρχικό του πλάνο, πραγματοποιώντας ένα remake ίδιο σκηνή προς σκηνή με το αρχικό φιλμ, τοποθετώντας το φιλμ μέχρι και στο ίδιο σπίτι με τα ίδια σκηνικά, μόνο που αυτή τη φορά είχε στη διάθεσή του διάσημους ηθοποιούς που ήταν γνωστοί στο κοινό και συνεπώς ήταν πιο εύκολο να περάσει το μήνυμά του.
Σε όποια γλώσσα και αν δεις το «Funny Games», το αποτέλεσμα είναι το ίδιο απεχθές. Και αυτό ακριβώς είναι και το νόημα. Ο Haneke θέλει να σοκάρει τους θεατές, δείχνοντάς τους κατάμουτρα πόσο υποκριτικό είναι εκ μέρους τους να τρομάζουν με τη βία στο σύγχρονο αμερικανικό σινεμά, αφού οι ίδιοι είναι που τη δημιούργησαν και την επιζητούν. Και μιας και απευθύνεται στο αμερικανικό κοινό και η πρώτη εκδοχή όπως ήταν λογικό δε βρήκε ανταπόκριση, ο Haneke επέμεινε γιατί ήθελε να περάσει οπωσδήποτε το μήνυμά του. Εδώ όμως εγείρεται μια ενδιαφέρουσα εστία κριτικής. Αν κάποιος δεν γνωρίζει τη δουλειά του Haneke και τις προθέσεις που έχει, θα μπορέσει να καταλάβει πως η ταινία αντιτίθεται στην ακραία κινηματογραφική βία ή μήπως θα τη θεωρήσει μέρος της;
Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι πως εν τέλει το «Funny Games» σε καμία από τις δύο εκδοχές του δεν κατάφερε να περάσει το μήνυμα που ήθελε στον κόσμο στον οποίο στόχευε. Ίσως για αυτό να ευθύνεται και το ίδιο το κοινό που πλέον έχει συνηθίσει τόσο πολύ στη βία και διψά για αυτή στο βαθμό που να μην είναι ικανό να ξεχωρίσει τις προθέσεις πίσω από αυτήν. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτό το σαδιστικό παιχνίδι ακραίας και ενοχλητικής βίας αποτελεί μια συγκλονιστική σπουδή της βίας στην ποπ κουλτούρα και πώς αυτή δεν δημιουργήθηκε από το πουθενά, αλλά καθιερώθηκε ως ολοένα αυξανόμενη ανάγκη του κοινού να ανακυκλώσει και στο σινεμά τη βία που δέχεται από κάθε γωνιά στην καθημερινότητά του.
Είναι αρρωστημένα ιδιοφυής ο τρόπος που σπάει ο τέταρτος τοίχος του σινεμά, αφού ο σαδιστής δολοφόνος βρίσκεται σε διαρκή συνέργεια με το κοινό και είναι ο τελικός νικητής του φιλμ, βρισκόμενος εκεί για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των θεατών, ακόμη και αν χρειαστεί να κάνει rewind για να κρατήσει κι άλλο το μαρτύριο της οικογένειας που κρατά σε ομηρία, μέχρι να εξαντληθεί η χρησιμότητά τους ως κινούμενα κρέατα. Και ο Haneke ευτύχησε να κάνει δύο εξαιρετικές επιλογές στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αφού τόσο ο Arno Frisch (ο Benny στο «Benny’s Game») στην αυστριακή έκδοση όσο και ο Michael Pitt στην αμερικανική αιχμαλωτίζουν στο βλέμμα τους την απάθεια και τον κυνισμό απέναντι στη βία που απλά αποτελεί αντανάκλαση του ίδιου του κοινού.
Ακριβώς επειδή οι δύο ταινίες είναι τόσο ίδιες, παρά το ότι υπήρχαν από πίσω άλλες ομάδες παραγωγής, μαρτυρά ένα ακόμη πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της φιλμογραφίας του Haneke. Όποιος και αν είναι διευθυντής φωτογραφίας, είναι ο ίδιος που ορίζει τη φόρμα των ταινιών του και πώς αυτές θα φαίνονται και έχει την πρώτη αλλά και την τελευταία λέξη σε αυτές. Αν οι δουλειές του μοιάζουν με κλινικές κινηματογραφικές ασκήσεις πάνω στη βία, με τον δημιουργό να μην εμπλέκεται σε αυτές και να τηρεί σαφώς αποστάσεις, είναι επειδή αυτός ο ίδιος το επέλεξε, εγκαθιδρύοντας μια κινηματογραφική σφραγίδα που δε γίνεται να αντιγραφεί από κανέναν. Μέσα σε αυτό το αποστειρωμένο περιβάλλον είναι πολύ πιο ευνοϊκές οι συνθήκες για να θέσει τα ερωτήματα που θέλει και με το «Funny Games» τάραξε τα νερά του καθωσπρεπισμού με έναν τρόπο που ποτέ ξανά δε θα υπήρχε γυρισμός.
ΓΜ