Μικρά μυστικά για τους λάτρεις του whiskey

mikra-mustika-gia-tous-latreis-tou-whiskey

ΤΕΤΑΡΤΗ, 09 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013

Μεταξύ του να είσαι ένας φανατικός καταναλωτής whiskey και του να γνωρίζεις σε βάθος τα μυστικά του «σκωτσέζου», καμιά φορά υπάρχει χαώδης απόσταση. Ας περιπλανηθούμε λοιπόν, στα μικρά κρυφά μυστικά του whiskey, για να απολαμβάνουμε διπλά το ποτό μας από την επόμενη φορά...

Η συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών του whiskey, πέρα από τους αθεράπευτους λάτρεις, σπάνια απασχολείται με ζητήματα που αφορούν ειδικές λεπτομέρειες της ιστορίας και της φυσιογνωμίας του αγαπημένου τους ποτού.

Τα περίεργα και εξεζητημένα κουτιά, τα σκωτσέζικα ονόματα και οι υψηλές τιμές δίνουν πολλές φορές την αίσθηση ότι για να εκτιμήσεις πραγματικά το whiskey σε βάθος, πρέπει να είσαι τουλάχιστον… πλούσιος. Η ζωντανή εμπειρία ωστόσο, όσων επισκέπτονται τη Σκωτία, καταρρίπτει τον συγκεκριμένο μύθο.

«Πρόκειται για το ποτό των αγροτών», λέει στο AskMen.gr ο Sam Simmons, μέλος της Scotch Malt Whisky Society. Κι όμως, είναι τόσο απλό και κατάφερε να γίνει μέρος όχι μόνο της σκωτσέζικης, αλλά και της παγκόσμιας κουλτούρας! Μέχρι και οι ταξιτζήδες του Εδιμβούργου το παραδέχονται με χαμόγελο: «Είμαστε ένα έθνος που πίνει με την ψυχή του».

Το whiskey είναι μια… καλά αποσταγμένη μπύρα

Το αποστακτήριο Balvenie διεκδικεί με υπερηφάνεια τον τίτλο ενός από τα πέντε τελευταία οικογενειακά αποστακτήρια με δική τους παραγωγή και brandname και το μοναδικό που ακολουθεί ακόμη, όλες τις παραδοσιακές πρακτικές στη διαδικασία της απόσταξης.

Η δημιουργία ξεκινά στις ιδιόκτητες εκτάσεις του Balvenie, όπου το αποστακτήριο έχει τη δική του παραγωγή κριθαριού. Το κριθάρι μεταφέρεται στη συνέχεια σε μια παλιά αποθήκη, όπου λιώνεται και μετά, ο πολτός του υφίσταται ζύμωση. Το αποτέλεσμα είναι κάτι που μοιάζει πολύ με …μπύρα. Στην πραγματικότητα, σχεδόν είναι μπύρα, απλώς δεν έχει λυκίσκο. Αυτό το υγρό υφίσταται απόσταξη σε τεράστιους, χάλκινους άμβυκες, όπου το μείγμα μετατρέπεται σε αυτό το καθαρό, δυνατό υγρό, που μετά από μια δωδεκαετία περίπου, γίνεται το αγαπημένο μας σκωτσέζικο whiskey.

Το whiskey έχει τρεις βασικές μορφές με πολλές παραλλαγές

Τρία είναι τα βασικά είδη του σκωτσέζικου whiskey: το blended, το single malt και το single cask. Το blended whisky είναι κατά βάση αυτό που η ανθρωπότητα θεωρούσε ως το σκωτσέζικο whisky μέχρι τη δεκαετία του ‘60 και το οποίο κατέχει ακόμα το 90% της αγοράς.

Κατά το ένα τρίτο είναι malt whisky (από βύνη κριθαριού), συνήθως από διαφορετικά αποστακτήρια και κατά τα δύο τρίτα είναι ουίσκι από σιτηρά. Η ανάμειξη ήταν μια ιδιαίτερα συνηθισμένη πρακτική, καθώς το ουίσκι από κάθε βαρέλι έχει διαφορές στη γεύση από το διπλανό του και η ανάμειξη επέτρεπε τη δημιουργία, λίγο έως πολύ, σταθερής γευστικής φυσιογνωμίας,

Το single malt whisky είναι προϊόν των αρχών της δεκαετίας του ’60 κι έγινε αρκετά γρήγορα η επιλογή των «ψαγμένων». Τα single malts είναι αποκλειστικά malt whisky, από διάφορα βαρέλια, τα οποία όμως, προέρχονται όλα από το ίδιο αποστακτήριο. Αυτό επιτρέπει στους παραγωγούς να δημιουργούν «σκωτσέζους» με μοναδικές, ολοδικές τους γεύσεις και χαρακτήρα. Δε φτιάχνουν όλοι τα δικά τους single malts, υπάρχουν όμως, αρκετά αποστακτήρια που το κάνουν, δίνοντας τη δυνατότητα για την ύπαρξη εκατοντάδων brands.

Τέλος, υπάρχει και το ουίσκι από ένα και μόνο βαρέλι, στο οποίο δεν γίνεται καμία ανάμειξη. Κατά βάση, ο εμφιαλωτής κάνει μια μικρή «παρακέντηση» στο βαρέλι και, εάν η γεύση είναι ικανοποιητική, εμφιαλώνει. Πρόκειται για την αποθέωση της μοναδικότητας. Αγοράζοντας ένα single cask, γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι μονάχα 300 περίπου φιάλες ανά τον κόσμο περιέχουν την ίδια ακριβώς γεύση!

Είναι αρκετά πιο σπάνιο whiskey, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ποιοτικά ανώτερο ή πιο ακριβό. Νερό δεν υφίσταται πουθενά στη διαδικασία, κάτι που υποδηλώνει αυτόματα αρκετά υψηλούς αλκοολικούς βαθμούς.

Και πώς το πίνουμε;

Το whiskey το πίνει κανείς όπως του κάνει κέφι. Με σόδα, νερό, πάγο, cola. Όποιος ισχυριστεί ότι ξέρει τον «κλασικό» τρόπο, κάνει απλούστατα τον έξυπνο. Αυτό δε σημαίνει ωστόσο, ότι δε μπορεί ο καθένας να έχει την άποψή του επί του θέματος. Οι «ιθύνοντες» του Balvenie για παράδειγμα, συνιστούν την πρόσθεση λίγου νερού. Υπάρχουν μάλιστα, μικρές στάμνες ή και βρυσούλες γι’ αυτή τη δουλειά σε πολλά σκωτσέζικα bars. Κάποιοι μάλιστα, κάνουν λόγο για αναλογία 2 (whiskey) προς 1 (νερό). Η αλήθεια είναι ότι το νερό «απλώνει» τη γεύση του ουίσκι, την κάνει πιο εμφανή και διακριτή. Κι αυτό γιατί, ειδικά στα single malt, η αιθανόλη του αλκοόλ μπορεί να υπερκεράσει και να «σβήσει» τους τόνους οξιάς και «καπνιστού».

Απόσταξη και… τέλος;

Κάτι που επίσης, δεν είναι γνωστό είναι ότι η διαδικασία της απόσταξης χαρίζει στο whiskey το 30% της γεύσης του. Η διαδικασία της ωρίμανσης στο βαρέλι είναι υπεύθυνη για το υπόλοιπο 70%. Το «καθαρό» αποτέλεσμα της ζύμωσης ρίχνεται στα βαρέλια και αφήνεται να παλιώσει για χρόνια, συνήθως 12, αλλά καμιά φορά και για δεκαετίες.

Είναι τα ίδια τα βαρέλια που δίνουν χρώμα στο υγρό, από χρυσαφένιο μέχρι σκούρο κεχριμπαρένιο και φυσικά, το τελικό του γευστικό αποτύπωμα.

Διαφορετικά βαρέλια δίνουν φυσικά διαφορετικό αποτέλεσμα και πολλές φορές, το τι φιλοξενούσαν τα βαρέλια πριν χρησιμοποιηθούν στα αποστακτήρια παίζει σημαντικότατο ρόλο.

Οι επαγγελματίες του είδους χρησιμοποιούν βαρέλια που έχουν φιλοξενήσει bourbon, sherry, port ή και ρούμι. Σε πολλές περιπτώσεις, μετά τα 12 χρόνια παραμονής στα βαρέλια, ακολουθεί και ένα τελικό εξάμηνο μέσα σε άλλα βαρέλια με διαφορετική «ευωδιά», που προσδίδει γευστική πρωτοτυπία.

Η «απιστία» των οπαδών του whiskey

Μολονότι πολλοί ενθουσιώδεις οπαδοί του σκωτσέζικου whiskey αγαπούν συγκεκριμένες γεύσεις, δεν είναι συνδεδεμένοι απαραίτητα με μία μόνο μάρκα, όπως για παράδειγμα οι φανατικοί καπνιστές ή όσοι καταναλώνουν cola. Με τις εκατοντάδες ευκαιρίες που δίνει η υπαρκτή ποικιλία, οι νέες δοκιμές είναι κομμάτι της αγάπης για το whiskey.

Και μολονότι οι τιμές δεν είναι πάντα προσιτές στον μέσο καταναλωτή, υπάρχουν επιλογές με λογικό κόστος, οι οποίες κρατάνε περισσότερο σε σχέση π.χ. με ένα μπουκάλι κρασί…