Neighbour-hook στην Αργυρούπολη
Περιπλανιόμαστε στην Αργυρούπολη, το μικρό παιδί των νοτίων προαστίων.
Παρομοιάζοντάς την με άνθρωπο, θα ήταν μία έφηβη που προσπαθεί να βρει τον εαυτό της. Στους περισσότερους Αθηναίους έγινε γνωστή ως η προτελευταία στάση της κόκκινης γραμμής που οδηγεί προς Ελληνικό, ενώ όσοι τη γνώριζαν ήδη εξαιτίας του πατρικού τους δεν θέλουν με τίποτα να την εγκαταλείψουν φεύγοντας απ’ αυτό.
Πριν ανοίξει η πολυπόθητη για τους κατοίκους στάση του μετρό, η φήμη της περιοχής είχε αρχίσει ήδη να εξαπλώνεται εξαιτίας της τότε νυχτερινής της ζωής. Η Αργυρούπολη είχε φτάσει μέχρι και στα αυτιά κατοίκων των δυτικών προαστίων, οι οποίοι παρέβλεπαν τα χιλιόμετρα -ακόμη και το Μπουρνάζι- και έσπευαν Σάββατο βράδυ να ζήσουν ένα τίμιο ελληνικό ξενύχτι, αυτό που πρόσφεραν τα δύο, τρία ελληνάδικα που υπήρχαν στην περιοχή με βασιλιά όλων το Déjà vu. Με τη μεταφορά του τελευταίου στη Γλυφάδα σηματοδοτήθηκε επίσημα και το τέλος μίας εποχής που είχε ξεκινήσει ήδη από τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Οι ξενύχτιδες απομακρύνθηκαν, παρόμοια μαγαζιά έκλεισαν και η Αργυρούπολη έχασε κάτι από το θόρυβο και τη λάμψη της.
Φεύγοντας, η νυχτερινή δόξα έκανε χώρο για να έρθουν καινούργια πράγματα, να φυσήξει νέος αέρας στην περιοχή, η οποία και άρχισε να διαμορφώνει δειλά και σταδιακά μία νέα ταυτότητα, δίνοντας αφορμές στους ντόπιους να θέλουν ξανά σε επαφή με την περιοχή τους.
Σήμερα, η Μαρίνου Γερουλάνου -μαζί με τις διακλαδώσεις της-, ο πιο πολυσύχναστος δρόμος της πόλης είναι άτυπα χωρισμένος σε δύο πλευρές. Η πρώτη ξεκινάει στο ύψος του μετρό καταλήγοντας στην πλατεία Αγίας Τριάδας. Με φιλόξενα, φινετσάτα καφέ όπως το «Μικρό Καφέ», καλές και οικονομικές προτάσεις για φαγητό και μεζέ όπως «ο Χορός των Γεύσεων», μπαράκια και μπυραρίες που θυμίζουν κάτι από κέντρο όπως ο «Αρούκατος», η Fabbrica, το διαχρονικό «Ερωτηματικό» και το Barrelhaus δείχνει να συμπορεύεται με την εποχή.
Στον αντίποδα, η συνέχειά της, που τελειώνει στο σήμα της Ολυμπιακής επί της Βουλιαγμένης σου υπενθυμίζει απροκάλυπτα ότι βρίσκεσαι στα νότια προάστια. Θυμίζει κάτι από την παλιά αίγλη, με καφετέριες που ελάχιστα διαφέρουν μεταξύ τους, τιτλοφορούνται ντεμοντέ ονόματα, διαθέτουν τεράστιους χρωματιστούς καναπέδες, κοπέλες που σε καλωσορίζουν μόλις διαβείς το κατώφλι, άβολα ψηλά stand, μουσικές που μόλις νυχτώνει ανεβάζουν ντεσιμπέλ και πιο πολύ σε κουράζουν παρά σε χαλαρώνουν. Με εξαίρεση ίσως το Ι και το Eterno που διαφοροποιούνται κάπως από τη διακόσμηση, και τις «90 μοίρες», το πιο low budget ρακάδικο που υπάρχει στην περιοχή.
Με αφετηρία το σταθμό του μετρό επί της Βουλιαγμένης, κάνουμε στάση στα καλύτερα και προτείνουμε:
Ζεστός ή κρύος καφές το πρωί, νόστιμα σνακ το μεσημέρι, ευφάνταστα κοκτέιλ το βράδυ. Στο Μπαραλλού, πού αλλού;
Ευθεία πάνω από τον σταθμό του μετρό βρίσκεται το Μπαραλλού, το μαγαζί που θα μπορούσε να γίνει το δεύτερο σπίτι σου. Έχει όλα τα προσόντα για να το ανακηρύξετε σε «στέκι» εσύ και η παρέα σου, ειδικά αν είστε κάτοικοι των γύρω περιοχών. Από τις 10.00 ο Δημήτρης φτιάχνει -διαπιστωμένα- τον καλύτερο καφέ της περιοχής. Το μεσημέρι, το αξιοσημείωτα φιλικό προσωπικό σερβίρει λαχταριστά μπέργκερ, πίτσα, σαλάτες ακόμη και μπανόφι, ενώ για τις νυχτερινές ώρες οι επιλογές αυξάνονται με μία ποικιλία από μπύρες, κρασιά και πρωτότυπα cocktails από τα οποία ξεχωρίζει το Muerta Margarita.
Η ιδιαίτερη διακόσμηση του Μπαραλλού «τραβάει το μάτι»
Ένα τετράγωνο παρακάτω αγκυροβολεί η «Σχεδία» λίγα μόλις βήματα από την παλιά της διεύθυνση η οποία στα ξύλινα τραπέζια της έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές. Το αυθεντικό ροκ στυλ της την έκανε να ξεχωρίσει και να αποκτήσει το δικό της κοινό. Ομολογουμένως η μεταφορά της λίγα χρόνια πριν σε έναν μεγαλύτερο χώρο που εκμοντέρνισε το ύφος του μαγαζιού να απογοήτευσε πολλούς από τους παλιούς θαμώνες, αλλά ο πλούσιος κατάλογος, η ιστορία που κουβαλάει στο κατάρτι της και το πάνω από όλα έμπειρο πλήρωμα της επιμένουν πως είναι ιδανικός προορισμός όταν η πυξίδα σου οδηγεί στην Αργυρούπολη. Ενδείκνυται και για απογευματινό καφέ, ειδικά αν συνοδεύεται με απανωτές παρτίδες τάβλι.
Στο Μεζεκλίκ θα φας καλά
Ή αλλιώς «Ο παράδεισος του καλοφαγά» βρίσκεται κρυμμένος στην οδό Θουκυδίδου. Μπορεί η Αργυρούπολη να προσφέρει αμέτρητους χώρους για φαγητό αλλά κανένας δεν είναι εξίσου τίμιος με το Μεζεκλίκ. Ο πραγματικά απολαυστικός του κατάλογος προσφέρει από παντζαροσαλάτα, γαύρο μαρινάτο, λουκάνικα μέχρι γυαλιστερές, μύδια και ό,τι άλλο τραβάει η όρεξή σου. Μη φοβάσαι να προσθέσεις πιάτα στο τραπέζι. Στο τέλος ο λογαριασμός θα σε εκπλήξει, ευχάριστα. Tip: Καλύτερα να το προτιμήσεις Πέμπτη που μαζί με το φαγητό σου θα μπορείς να απολαύσεις και αγαπημένα λαϊκά τραγούδια live.
Δε γίνεται να πας στην Αργυρούπολη και να μη δοκιμάσεις το μαμαδίστικο σουβλάκι της Σοφίας
Αν υποθέσουμε ότι στην Αργυρούπολη το 70% των μαγαζιών προσφέρουν φαγητό, το 50% είναι σίγουρα ψητοπωλεία. Γεγονός που σημαίνει ότι είναι πολύ εύκολο να πέσετε στην παγίδα και να φάτε ένα μέτριο σουβλάκι. Επειδή όμως προτείνουμε τα καλύτερα, μιλάμε ξεκάθαρα για το Μπιφτέκι της Σοφίας. Πιθανότατα το πιο ζουμερό, καθαρό, μαμαδίστικό σουβλάκι που θα φας ποτέ. Η κατάσταση είναι πέρα για πέρα οικογενειακή με λίγα τραπέζια, τακτικές παρέες, τον μπαμπά σε ρόλο ψήστη, τη μαμά σε τυλιχτή και την κόρη σέρβις. Τα λόγια είναι περιττά, λίγο πριν το τέλος της Γερουλάνου και πλησιάζοντας το σήμα της Ολυμπιακής συγκεκριμένα στον αριθμό 42, πίσω από τη μικρή του βιτρίνα κρύβεται ένας θησαυρός για τον ουρανίσκο που περιμένει να τον ανακαλύψεις.
Η Αργυρούπολη μπορεί να διχάζεται και μαζί να διχάζει όλους τους άλλους αλλά για τους κατοίκους της είναι μία μεγάλη, μακροχρόνια παρέα. Αυτός είναι και ο λόγος που όσοι έχουν γαλουχηθεί στα στενά της δυσκολεύονται να φύγουν ή και μετακομίζοντας επιλέγουν να επιστρέφουν σε αυτή ξοδεύοντας εκεί τον ελεύθερο χρόνο τους. Η Αργυρούπολη προσφέρει την αίσθηση της παλιάς γειτονιάς, της γειτονιάς που τα απογεύματα γεμίζει από παιδικές φωνές που παίζουν, κυνηγιούνται και κρύβονται. Ίσως αυτό να αγαπάνε σε αυτή. Ίσως πάλι το ότι βρίσκεται τόσο μακριά και τόσο κοντά όσο πρέπει από το κέντρο και από τη θάλασσα. Ίσως επειδή είναι αξία ανεκτίμητη το να ξέρεις από πριν ότι μπορείς να περάσεις πραγματικά καλά λίγα μόλις μέτρα από το σπίτι σου. Μπορεί πάλι να τους ευχαριστεί η επαρχιώτικη συνήθειο που βγαίνοντας έξω βρίσκεις τόσους γνωστούς να χαιρετήσεις και να ανταλλάξεις μία κουβέντα που περνιέσαι για Δήμαρχος. Έχει και αυτό τη χάρη του, όταν σε άλλες περιοχές δεν ξέρεις ποιος νοικιάζει το διπλανό διαμέρισμα.
Αισθητική κέντρου αλλά αίσθηση γειτονιάς, στον Αρούκατο
Το πέτρινο θεατράκι πάνω από την Κύπρου που σου θυμίζει κάποια εκδήλωση ή κάποιο περίπατο με το σχολείο, τα αναβαθμισμένα σε Goody’s Burger House και το σινεμά Σοφία που περνούσες τα εφηβικά Σαββατόβραδα, το παρκάκι που βγήκες το πρώτο σου ραντεβού, το καφέ «Αντίθεση» που σε υποδέχτηκε στην πρώτη σου κοπάνα, ο παιδικός φίλος που έχεις να δεις χρόνια και θα συναντήσεις τυχαία, το πάρκινγκ του Carrefour που έμαθες να ισορροπείς συμπλέκτη με γκάζι, το όνομά σου με μαύρα ξεθωριασμένα γράμματα σε μία κολόνα της ΔΕΗ, το συνοικιακό φροντιστήριο που έδωσες μάχη για να περάσεις στις Πανελλήνιες, η καγκελόπορτα του σχολείου σου. Τα σπίτια και οι άνθρωποι με τα στραβά και τα καλά τους δίπλα από το δικό σου που μοιάζουν να μην άλλαξαν ποτέ και φεύγοντας για τη δουλειά σού εύχονται από το μπαλκόνι «Καλημέρα». Όλα αυτά είναι κομμάτια της ιστορίας σου και συγχρόνως κομμάτια από την ιστορία της πόλης. Της πόλης που σε μεγάλωσε και όσο μεγαλώνεις μεγαλώνει μαζί σου. Μίας πόλης που αφήνοντάς την νομίζεις πως χάνεις κάτι από εσένα και στο γυρισμό νιώθεις πάλι σαν έφηβος που προσπαθεί να βρει τον εαυτό του.
ΜΑΤΑ ΛΙΤΟΥ