Πήγαμε στο «The Death of Recorded Music» στην AMP Gallery
Επισκεφτήκαμε το διήμερο event (10-11 Μαρτίου) και παρακολουθήσαμε τις διαλέξεις, τις προβολές και τα performances με θέμα τη γέννηση μιας νέας ηχητικής πραγματικότητας, τον τρόπο που ακούμε τη μουσική, τις εξελίξεις στη μουσική βιομηχανία, αλλά και τη χρήση του ήχου ως όπλο στα πεδία μάχης και την εξέλιξη της ηχητικής ενέργειας στο μέλλον.
Το Σάββατο, μετά από τη συνέντευξη-γνωριμία με τον Daniel Miller, ιδρυτή της Mute Records, τον Έλληνα καλλιτέχνη και μουσικό Bill Kouliga που ζει και δημιουργεί στο Βερολίνο, όπου βρίσκεται και η δισκογραφική εταιρεία που έχει ιδρύσει η PAN, και τον μουσικολόγο Adam Harper, παρακολουθήσαμε την ταινία του Bill Drummond ή αλλιώς του συνιδρυτή των θρυλικών KLF.
Η ταινία «Imagine waking up and all music has disappeared», ένα ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία του Stefan Schwietert, παρακολουθεί την πορεία του Drummond στην αναζήτηση μιας νέας μουσικής, ενός νέου ήχου, φτιαγμένου από ερασιτέχνες μουσικούς, που συναντάει στον δρόμο και ηχογραφεί επί τόπου, δημιουργώντας μια «χορωδία», το επονομαζόμενο project ΤΗΕ17. Παράλληλα, μέσα από υλικό του παρελθόντος, το ντοκιμαντέρ σχολιάζει την παλιότερη πορεία του Drummond και το πώς, μολονότι βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του με τους KLF, αποφάσισε μαζί τους να καταστρέψουν ολόκληρο τον μουσικό τους κατάλογο και να «κάψουν» ένα εκατομμύριο στερλίνες, πράξη που τους έκανε να περάσουν στην ιστορία της μουσικής βιομηχανίας.
Μετά το τέλος της προβολής, ο Drummond μάς μίλησε για την ταινία, τις δημιουργικές του διαφορές με τον σκηνοθέτη και για το πόσο τελικά δεν του άρεσε το τελικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, έκανε μια σύντομη ανασκόπηση της «μουσικής ζωής» του, από την εκκλησιαστικά ακούσματα που είχε ως γιος ιερέα στη Σκωτία, στην ανακάλυψη των Beatles και του Jimmy Hendrix, και μετά στη δημιουργία της δικής του μουσικής. Μας εξιστόρησε τη δική του εμπειρία από την πρώτη φορά που επισκέφτηκε την Ελλάδα, και, μετά από μια σειρά ευτράπελων γεγονότων, κατέληξε στην Κρήτη.
Τη δεύτερη μέρα, οι τρεις ομιλητές, υπό τον συντονισμό και πάλι του δημοσιογράφου Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου και του Γιώργου Κωνσταντινίδη (Voltnoi Brege), μας μετέφεραν ενδιαφέρουσες απόψεις για την έννοια της μουσικής ως τέχνη και ως μορφή έκφρασης. Στην ερώτηση για το μέλλον των ζωντανών εμφανίσεων -με αφορμή τα διφορούμενα lives των Death Grips-, οι ομιλητές αναφέρθηκαν στη δυνατότητα που έχει πλέον κάθε δημιουργός να ερμηνεύει τη μουσική του ακόμη και από το σπίτι του, με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Άρα, επισήμαναν, σημασία δεν έχει η τοποθεσία, αλλά η ποιότητα της μουσικής. Υποστήριξαν πως οι νέοι μουσικοί επιθυμούν συμβόλαια με δισκογραφικές εταιρείες, ικανά να τους παρέχουν ασφάλεια και να διασφαλίσουν την επικοινωνία της μουσικής τους προς τα έξω. Όπως είπε ο Bill Kouligas: «Υπάρχει πολύ καλή μουσική εκεί έξω, αλλά δεν μπορεί να φτάσει πάντα σε όλους ».
Στην ερώτηση για την «ρετρομανία» που μαστίζει τη μουσική, και όχι μόνο, βιομηχανία, και στο γιατί τελικά έγινε το παρελθόν απόλυτο σημείο αναφοράς μας, ο Harper υποστήριξε πώς με την ανασκαφή στο παρελθόν ανακαλύπτουμε πτυχές που δεν μπορούσαμε να δούμε σε εκείνο το χρονικό πλαίσιο. Αναφέρθηκαν στο παράδειγμα των Kraftwerk, που, παρά τη φουτουριστική αισθητική και τον πρωτοποριακό τους ήχο, είχαν δανειστεί στοιχεία του παρελθόντος, φτιάχνοντας μια δική τους ταυτότητα. Αντιθέτως, ο Kouligas αναφέρθηκε στο πώς ήταν να μεγαλώνει στην Αθήνα τις περασμένες δεκαετίες, με την «καθυστέρηση» στις τάσεις και τις εξελίξεις, και ανέφερε πώς «το παρελθόν ήταν ένα φορτίο» το οποίο ήθελε να αποτινάξει με τη μουσική του.
Επίσης, οι ομιλητές μίλησαν για το κατά πόσο η μουσική σε φυσική μορφή είναι πλέον βιώσιμη, και αναφέρθηκαν σε περιπτώσεις όπως το «Record Store Day», και στο πώς ο κόσμος, παρά την τεχνολογική εξέλιξη, θέλει να μπορεί να έχει τη δυνατότητα να αγοράζει τη μουσική που του αρέσει, κυρίως σε βινύλιο, την πιο αξιόπιστη, σύμφωνα με τον Miller, μορφή αποθήκευσης μουσικής.
Κατέληξαν στο συμπέρασμα πώς το διαδίκτυο και οι διάφορες καινοτόμες πλατφόρμες φτιάχνουν νέες μουσικές κουλτούρες που επηρεάζουν δημιουργούς και καταναλωτές, και πώς πάντα θα πρέπει να υπάρχει ένας «επιμελητής» της δουλειάς κάθε καλλιτέχνη, είτε αυτός είναι δισκογραφική, είτε ακόμα και οι ίδιοι οι δημιουργοί, βασιζόμενοι στην D.I.Y. φιλοσοφία, που πλέον είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Για το τέλος, δύο μέλη της AUDint, ο Toby Heys και o Steve Goodman, μας παρουσίασαν, μέσω ενός video, την έρευνα τους πάνω στο «άνοιγμα του 3ου αυτιού», τις επιπτώσεις των υπερήχων και των υποήχων στο ανθρώπινο σώμα και τη χρήση του ήχου ως μορφή βίας, από παραδείγματα της ιστορίας («Στρατός Φάντασμα», βασανιστήρια Γκουαντάναμο). Με αναφορές από το παρελθόν, έφτασαν στο μέλλον, στον μετά-άνθρωπο, στη χρήση των ολογραμμάτων στη μουσική βιομηχανία (όπως του Elvis Presley ή του Tupac), στην «αναβίωση» των νεκρών, μέσω της τεχνολογίας, φτάνοντας σε μια πραγματικότητα, όπου τελικά ο εκάστοτε καλλιτέχνης και κατά συνέπεια ο άνθρωπος, δεν θα χρειάζεται να αναπνέει, για να υφίσταται.
ΡΟΖΙΝΑ ΑΡΑΠΗ