O Παύλος Θ. Κάγιος θυμάται τη χρονιά που έφτιαξε τα πιο ζηλεμένα χριστουγεννιάτικα παράθυρα της γειτονιάς.

paulos-kagios
ΤΕΤΑΡΤΗ, 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017

Ο συγγραφέας μοιράζεται μαζί μας την ανάμνηση από τα πιο φωτεινά Χριστούγεννα της ζωής του.

Ολοφώτιστη φτώχεια

Το σινεμά μου φώτισε την ασπρόμαυρη πραγματικότητα κι αφού πατρίδα είναι η παιδική  ηλικία, γυρίζω στις παραμονές των Χριστουγέννων του 1963, τότε που  ήμουν 10 χρονών…  

Το ημι-υπόγειο διαράκι που μέναμε με τους γονείς μου ήταν στη Μεγάλου Αλεξάνδρου 24 στο Μεταξουργείο  –απέναντι από τον κινηματογράφο Λαού που τότε ήταν στις δόξες του –μέχρι και η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη είχε έρθει εκεί κι είχε προικοδοτήσει τα ορφανά και φτωχά κοριτσάκια κι όλοι έσπρωξαν και τη μάνα μου να πάει για την τρίχρονη αδελφή μας...

Μα εμένα, άλλα με απασχολούσαν εκείνες τις μέρες καθώς είχα πετάξει τη σάκα του σχολείου στην άκρη λόγων εορτών και το μυαλό μου σκαπέταγε στο στόλισμα του δέντρου στο μικρό διαράκι μας που είχε το…προνόμιο να είναι και τα τρία παραθυράκια του στην πολύβουη Μεγάλου Αλεξάνδρου…Λεφτά να πάρουμε  και να βάλουμε επάνω του ωραία και ακριβά στολίδια που γυάλιζαν στο μάτι μου, δεν είχαν οι γονείς μου. Έτσι, περιορίστηκα σ’ έναν λιτό και απέριττο στολισμό  του μικρού -και ψεύτικου, βέβαια…-δέντρου μας με παιχνιδάκια προηγούμενων χρόνων που φύλαγε η γιαγιά η Παναγιώτα.

Τότε, λοιπόν κι αφού η πενία …τέχνας κατεργάζεται, έκανα αλευρόκολλα και βουτώντας μέσα μικρά κομματάκια  βαμβακιού τα κόλλησα στα τζάμια δημιουργώντας την αίσθηση  του  χιονισμένου φόντου. Ικανοποιήθηκε αρκετά η φιλοδοξία μου να κάνω όλη τη γειτονιά  να μιλάει για τα δικά μας χριστουγεννιάτικα παράθυρα, αλλά, όταν  βράδιαζε, το σκοτάδι ρουφούσε και εξαφάνιζε  και τα δικά μας χιονισμένα παράθυρα...

Πάλι καλά που τα όνειρα ήταν -και παραμένουν…- η μεγάλη μου ουτοπία και ξημερώνοντας παραμονή εκείνων των  Χριστουγέννων, ήρθαν στον ύπνο μου και φώτισαν το νου μου. Και αξημέρωτα, ακόμα, σηκώθηκα και πήρα τους δρόμους λέγοντας τα κάλαντα. Και μόνο αργά το απόγευμα σταμάτησα να τα λέω, μέτρησα τις εισπράξεις μου και με ικανοποίηση βγήκα και  αγόρασα τρεις δεσμίδες φωτάκια που τα τοποθέτησα στα τζάμια του ημι-υπόγειου μας, τα άναψα κι έτρεξα απέναντι στο πεζοδρόμιο του Λαού να τα δω. Κι ήταν τόσος ο ενθουσιασμός μου, που έτρεξα στο σπίτι μας, πήρα μαζί μου τη γιαγιά μου και την μικρή μου αδελφή και τους έδειξα καμαρωτός-καμαρωτός την ολοφώτιστη φτώχεια μας που  στα δικά μου μάτια έλαμπε –κι έτσι λάμπει για πάντα μέσα μου.

Το νέο μυθιστόρημα του Παύλου Κάγιου «Ο κλήρος της τρικυμίας» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.