Η Ροζίτα Σπινάσα θυμάται τα επεισοδιακά Χριστούγεννα που έζησε μια χρονιά στο Χοροστάσιο
Μια βραδιά Χριστουγέννων που ξεκίνησε γλυκά για να καταλήξει στάχτη και αποκαΐδια. Κυριολεκτικά.
Χριστούγεννα του 1998. Την ημέρα απολαύσαμε την οικογενειακή θαλπωρή που μας παρείχε το γιορτινό τραπέζι, το αναμμένο τζάκι, η μετάθεση του απογαλακτισμού σε μελλοντικό, απροσδιόριστο χρονικό σημείο. Όταν έπεσε για τα καλά η νύχτα ξεκίνησα με τη Χριστίνα για το Χοροστάσιο. Μαζί μας ήρθε η Τούγια, η συμφοιτήτριά της από τη Μογγολία. Ένα κορίτσι με καυκάσια γωνιώδη χαρακτηριστικά που μιλούσε τα ελληνικά φαρσί, αποτελούσε από μόνη της θέαμα αλλόκοτο. Το πράγμα μπερδευόταν περισσότερο από την παράδοξη επιλογή της να σπουδάσει στην Ελλάδα και την πληροφορία ότι ο πατέρας της ήταν υπουργός στη χώρα του.
Δεν τη συμπαθούσα. Όταν έπινε έβγαζε μια απρόκλητη κακία, γινόταν μοχθηρή. Κι έπινε πολύ. «Ροζίτα, όλοι το έχουμε καταλάβει ότι έχεις βάλει σιλικόνη στα χείλια σου», μου πέταξε μια φορά στο ξεκάρφωτο, με μια χαιρέκακη βεβαιότητα που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Με κάρφωσε με το βλέμμα της, σαν να έπαιρνε εκδίκηση για κάτι που δεν είχα ιδέα. Η ειλικρινής άρνησή μου δεν είχε καμία σημασία.
Στο μαγαζί χαμός, κόσμος πολύς, το κλίμα εκρηκτικό. Ήπιαμε αρκετά, το σήκωνε και η μέρα. Όταν κουραστήκαμε από το αλκοόλ και το γλεντοκόπι, κατεβήκαμε την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στην έξοδο. Εκεί μας σταμάτησε ο πορτιέρης. Η Τούγια δεν είχε πληρώσει τα τελευταία σφηνάκια κι ο μπάρμαν έδωσε σήμα να μην την αφήσουν να φύγει. Σε ένα λεπτό κατέφθασε κι ο ίδιος. Στην αρχή ξαφνιάστηκα από την επιμονή του - είχαμε αφήσει αρκετά χρήματα, τι ψυχή είχε μια γύρα σφηνάκια; Όμως η προβοκατόρικη αύρα της του είχε χτυπήσει στα νεύρα και δεν το άφησε να περάσει έτσι.
Η Τούγια δεν αρνήθηκε το φέσι, όμως του πήγε άγρια κόντρα. Το μάτι της άρχισε να γυαλίζει. Ο καυγάς φούντωσε και βγήκαμε έξω στον πεζόδρομο. Εκεί χάθηκε ο έλεγχος. «Πώς κάνεις έτσι για τα λεφτά», τον πυρπόλησε. Την ίδια στιγμή έβγαλε ένα δεκαχίλιαρο και το τέντωσε μπροστά στο πρόσωπό του, σαν για να του το κολλήσει στο κούτελο, όπως στα κλαρίνα. «Ναι ρε», φώναξε εκείνος, «Εγώ ξεπατώνομαι εδώ μέσα όσο εσείς διασκεδάζετε, το σέβομαι το χρήμα». Οι φλέβες είχαν πεταχτεί στο ιδρωμένο του πρόσωπο. Αυτό ήθελε η Τούγια, για να ξεσπάσει πάνω του τη δυστυχία της. Έσκισε το χαρτονόμισμα σε μικρά κομματάκια και του τα πέταξε στα μούτρα, πετώντας την ίδια του τη βιοπάλη στα σκουπίδια. Η ύβρις τσάκισε κόκκαλα. Ο άντρας έκανε να της ορμήσει, μα τον κρατήσανε τρίτοι, φωνάζοντας να τη μαζέψουμε και να φύγουμε.
Κατηφορίσαμε προς την Πραξιτέλους, η καρδιά μου είχε βουλιάξει στο στήθος σαν μολύβι. Η γλύκα της ημέρας είχε γίνει στάχτη και τα αποκαΐδια έκαναν την αίσθηση της καταστροφής πιο βαριά, πιο ασήκωτη.
Η συλλογή διηγημάτων της Ροζίτας Σπινάσα με τίτλο «Στόμα στο μαστό» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.