Το Μεταίχμιο προτείνει δυο ολοκαίνουρια μυθιστορήματα
Τα νέα βιβλία δυο αγαπημένων Ελλήνων συγγραφέων θέτουν ερωτήματα και ταξιδεύουν.
Ολομόναχος
Νίκος Παναγιωτόπουλος
Ένα μυστικό καλά κρυμμένο για πάνω από μισόν αιώνα έρχεται ανέλπιστα στην επιφάνεια για να φωτίσει το αόρατο νήμα που συνδέει τη ζωή του συγγραφέα με εκείνη του πατέρα του.
Η σπαρακτική αφήγηση της οικογενειακής ιστορίας αποτελεί ένα Γράμμα στον Πατέρα – μια ετεροχρονισμένη πράξη αποδοχής της άυλης πατρικής κληρονομιάς.
Την ίδια στιγμή όμως αποτελεί κι ένα είδος διαθήκης, νουθεσία και ευχή μαζί προς τον δικό του γιο – μια απεγνωσμένη προφητεία ή προκαταβολική απολογία για όσα θα του κληροδοτήσει θέλοντας και μη.
Όλα εξηγούνται πλέον. Κάθεται απέναντί μου και μου χαμογελάει με εκείνο το μισό χαμόγελό του, ένα μείγμα συμπόνιας και σαρκασμού… ...επιτέλους, τον καταλαβαίνω. Ο ανεξιχνίαστος άντρας που με μεγάλωσε, ο άντρας που μίσησα όσο και λάτρεψα, είναι ανοιχτό βιβλίο μπροστά μου. Εντάξει η συμπόνια. Ο σαρκασμός, όμως; θα αναρωτηθεί κανείς και με το δίκιο του. Ο σαρκασμός έχει να κάνει με το ότι μας ενώνουν πολύ περισσότερα από τις ρυτίδες και τη γραμμή των μαλλιών στο μέτωπο. Η στιγμή που τον καταλαβαίνω πια απόλυτα είναι η στιγμή που ανακαλύπτω από τι είμαι φτιαγμένος.
Ρίχνει φαρμάκι ο κόσμος πικρό
και δεν χρωστάει να κάνει καλό
όμως στο τέλος θα δούνε ποιος είμαι εγώ…
Κώστας Ακρίβος
Νεανικοί έρωτες, ποδόσφαιρο στις αλάνες, τσιγάρα στα κρυφά, φάρσες σε καθηγητές και συµµαθητές, πολιτικές ανησυχίες, σχέδια και όνειρα για το µέλλον είναι οι καθηµερινές έγνοιες µιας παρέας εφήβων που µεγαλώνουν εσώκλειστοι σ’ ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο του Βόλου της δεκαετίας του ’70.
Σε µια πόλη που καθρεφτίζεται στα νερά του παρελθόντος, σε µια χώρα που προσπαθεί σιγά σιγά να συνέλθει από τα σκοτάδια της δικτατορίας, ο κάθε άλλο παρά µεγαλόσωµος Αχιλλάκος, ο ψαροµούρης Μπράσκας, ο σωσίας του τραγουδιστή των Rolling Stones Μικ και ο αριστεροπόδαρος Ζερβής είναι έτοιµοι να ανοίξουν φτερά για τα ωραία χρόνια που έπονται, ώσπου ένα τραγικό περιστατικό έρχεται να σηµαδέψει τη ζωή τους.
Χρόνια αργότερα, οι ήρωες εξακολουθούν να βασανίζονται από αγωνιώδη ερωτήµατα σχετικά µ’ αυτό: Τι πραγµατικά συνέβη; Έγιναν όλα έτσι όπως τα θυµούνται ή µήπως η µνήµη του καθενός άλλα γεγονότα τα εξωράισε και άλλα τα αλλοίωσε προς το χειρότερο; Μπορούµε να εµπιστευτούµε αποκλειστικά και µόνο τη δική µας µνήµη ή χρειαζόµαστε και τις µνήµες των φίλων µας για να µάθουµε την αλήθεια, ακόµα κι αν αυτή πονάει;
Δεν µπορούσε να ξεχάσει. Το µυαλό του όλα αυτά τα χρόνια ήταν καρφωµένο εκεί. Τις νύχτες έβλεπε εφιάλτες και τη µέρα είχε συνέχεια τη σκηνή µπρος στα µάτια του. Άκουγε φωνές. Γύριζε την πλάτη και πίσω του νόµιζε ότι φωνάζουν «Βοήθεια!». Στη µνήµη του δεν είχε ξεθωριάσει ούτε το πρόσωπο ούτε οι κινήσεις του. Τόσα χρόνια δεν είχαν σταθεί ικανά να νικήσουν µία και µόνο µέρα, τη Δευτέρα 9 Ιουνίου 1975. Το βλέµµα του, έτσι όπως σήκωσε τα µάτια, είχε µια σκοτεινιά που µε πάγωσε. Όµως βιάστηκα, τα χειρότερα δεν τα είχα ακόµη ακούσει. Την ώρα που σηκώθηκε είπε εκείνο που έµελλε να φέρει τούµπα το παρελθόν µου: «Κι αν θες να ξέρεις, εσύ φταις που πνίγηκε!»