Βαγγέλης Ραπτόπουλος: «Βιώνουμε τη γαλήνη πριν την καταιγίδα»

baggelis-raptopoulos-bionoume-ti-galini-prin-tin-kataigida

O συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος.

ΔΕΥΤΕΡΑ, 04 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος φοβήθηκε ότι μπορεί η ελληνική κοινωνία να εμπλακεί σε ένα νέο εμφύλιο. Κι αμέσως μετά, άρχισε να γράφει το μυθιστόρημά του «Η πιο κρυφή πληγή» (εκδ. Ίκαρος). Στο click@Life μιλάει για τους «Αγανακτισμένους», τα Δεκεμβριανά και την περιπέτεια της συγγραφής.

«Η πιο κρυφή πληγή» δεν είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Άλλωστε, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος δεν πιστεύει σε αυτό το λογοτεχνικό είδος. Είναι η οδύσσεια ενός ερωτοχτυπημένου ήρωα, από τις πλατείες των «Αγανακτισμένων», στις ιστορικές και λογοτεχνικές αναφορές που «φωτογραφίζουν» την περίοδο του Εμφυλίου και των Δεκεμβριανών. Χρησιμοποιώντας διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές και τολμώντας μια θραυσματική αφήγηση, ο Ραπτόπουλος σκιαγραφεί την αποσπασματική ζωή μας, εμπλέκοντας επιδέξια μέσα στην πλοκή τον φόβο για το αύριο. Για ένα πιθανό, τυφλό ξέσπασμα.

Ο τίτλος του μυθιστορήματος αναφέρεται στην προσωπική ζωή του ήρωά σας ή στην «πιο κρυφή πληγή» της ελληνικής κοινωνίας;

Έχει διπλή ανάγνωση: αναφέρεται στην πιο κρυφή ερωτική πληγή του ήρωα αλλά και στην πιο κρυφή πληγή της χώρας, τον εμφύλιο. H σημερινή αίσθηση αδικίας, η ατιμωρησία των υπευθύνων, η αναξιοκρατία, η δυσλειτουργία του κράτους, όλες δηλαδή οι παθογένειες που φέρνει η κρίση στην επιφάνεια, έχουν τις ρίζες τους στον εμφύλιο και τις συνέπειές του. Ο εμφύλιος αφάνισε τον κοινωνικό ανθό-καθώς ενεπλάκησαν σε αυτόν οι πιο δραστήριοι και ανήσυχοι πολίτες . Και επί χρόνια το μετεμφυλιακό κράτος άλλους τους έδιωχνε σε ξερονήσια, άλλους τους φυλάκιζε και τους κυνηγούσε ή τους ζητούσε πιστοποιητικό φρονημάτων για να δουλέψουν. Σε μεγάλο βαθμό όλα όσα ζούμε έχουν εκεί την αφετηρία τους.

Στα βιβλία σας μας έχετε συνηθίσει σε μια σύγχρονη θεματολογία. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να επιστρέψετε σε αυτή τη μελανή σελίδα της ελληνικής ιστορίας;

Για τα Δεκεμβριανά άκουγα πολλές αφηγήσεις από παιδί. Στο Περιστέρι, είχαν γίνει πολλές βαρβαρότητες κι άκουγα από τους γονείς μου άγριες ιστορίες που με είχαν στοιχειώσει. Συγκέντρωνα λοιπόν υλικό, βιβλία, μελέτες κ.τ.λ. Κάθε συγγραφέας έχει εμμονές τις οποίες παρακολουθεί αναγνωστικά, λιγότερο ή περισσότερο. Αυτό που μου έδωσε το έναυσμα να ασχοληθώ με το θέμα-διαφορετικά δεν θα έγραφα ποτέ μόνο για τα Δεκεμβριανά-ήταν οι «Αγανακτισμένοι». Πηγαίνοντας και ξαναπηγαίνοντας εκεί, βλέποντας όσα συνέβαιναν, διαισθάνθηκα τον κίνδυνο της δημιουργίας ενός νέου εμφυλίου. Είναι κάτι που δεν το λέω μόνο εγώ, το γράφουν και το ξαναγράφουν αρκετοί στις μέρες μας. Έτσι έγραψα αυτήν την ιστορία για να μιλήσω για τον παλιό εμφύλιο. Ή, αν θέλετε, να πλάσω έναν ήρωα, ο οποίος όταν μέσα στους «Αγανακτισμένους» θα πει προς το τέλος «φοβάμαι ότι θα γίνει εμφύλιος» να έχει τη βαρύτητα και την εγκυρότητα ενός επαϊοντα πάνω στον προηγούμενο εμφύλιο.

Η Νίκη, η ηρωίδα του μυθιστορήματός σας φοβάται ότι θα μπουν πάλι σε λειτουργία οι μηχανισμοί που οδήγησαν την ελληνική κοινωνία στα Δεκεμβριανά και τον εμφύλιο. Είναι μια οπτική που ο Μιχάλης-αρχικά-δεν την ενστερνίζεται, αλλά αργότερα αλλάζει άποψη κι αυτός. Με ποιον από τους δύο ήρωές σας ταυτίζεστε σε αυτό το ζήτημα;

Το καλό ενός μυθιστορήματος είναι ότι ζωντανεύοντας ανθρώπους με διαφορετικές γνώμες ή έστω παρουσιάζοντας τον ίδιο χαρακτήρα με εναλλασσόμενες, διαφορετικές απόψεις, βρίσκεται πιο κοντά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Υπάρχει αυτή η έντονη διαίσθηση ότι πάμε προς μια τέτοια κατάσταση, διότι όταν ισοπεδώνεται η μεσαία τάξη, όταν βουλιάζουν οι άνθρωποι στην ανέχεια και από την άλλη πλευρά, η οικονομική και πολιτική ελίτ δεν έχει την ευαισθησία να κάνει κάτι για αυτές τις εξελίξεις, δημιουργείται μείζον κοινωνικό ζήτημα. Δεν είναι τυχαίο, ότι όταν ήρθε πέρυσι ο Μαρκ Μαζάουερ, τον οποίο είχε βραβεύσει η Εταιρεία Συγγραφέων, ανέφερε σε ομιλία του ότι είναι πρωτοφανής η αχρηστία της πολιτικής ελίτ στην Ελλάδα που φαίνεται να είναι ανίκανη να διαχειριστεί έστω και συμβολικά την κρίση. Δηλαδή, να παραιτηθεί από κάποια προνόμιά της, έστω και για τα μάτια. Η αναλγησία του κράτους είχε καλυφθεί τα προηγούμενα χρόνια με χρήματα από την κοινότητα αλλά τώρα ξαναφαίνονται οι πληγές, δημιουργώντας μια εκρηκτική κατάσταση. Αυτό φυσικά, δεν παύει να είναι μια εικασία. Ο μυθιστοριογράφος όμως έχει την άνεση να δείξει όλο το ταμπλό, όλες τις πλευρές.

Εσείς όμως πού κλίνετε περισσότερο;

Φοβάμαι πάρα πολύ, διαφορετικά δεν θα έγραφα αυτό το βιβλίο. Νομίζω ότι τα δεδομένα δείχνουν προς μια τέτοια κατεύθυνση-για να μην αναφερθώ και στα ευρύτερα ιστορικά δεδομένα. Το 1929 είχαμε την ύφεση και μέσα στην πρώτη πενταετία της δεκαετίας του ’30 είδαμε να ανεβαίνουν οι φασιστικές δυνάμεις και να κατακτούν την εξουσία. Με εκλογές μάλιστα, σαν τη Χρυσή Αυγή που ανέβηκε ξαφνικά αλματωδώς. Στην Ισπανία είχαμε τον Φράνκο, στην Ιταλία τον Μουσουλίνι, ο Χίτλερ ήταν στη Γερμανία και εμείς είχαμε τον Μεταξά. Παράλληλα είχαν δυναμώσει και τα κομμουνιστικά κόμματα. Αντίστοιχα, το 2008 έχουμε την κρίση. Στην Ελλάδα βλέπουμε να αναβιώνει ένα είδος νεοφασισμού με την Χρυσή Αυγή και να ανεβαίνει εκλογικά. Αντίστοιχα και οι αριστερές δυνάμεις, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, άρχισαν να παρουσιάζουν άνοδο. Σε πολλά σημεία αρχίζει να μοιάζει η κατάσταση. Απεύχομαι φυσικά να συμβεί κάτι αντίστοιχο. Στο βιβλίο έχω μέσα μια φράση του Στάλιν, την οποία είχε πει στη διάσκεψη της Γιάλτας: «οι Έλληνες κόβουν ο ένας τον λαιμό του άλλου γιατί δεν έχουν μάθει τον διάλογο». Ακόμη και τώρα παρακολουθούμε την απόλυτη ανικανότητα των πολιτικών να έρθουν σε πραγματικό διάλογο.

Συμφωνείτε με την άποψη της Νίκης ότι στο φαινόμενο των «Αγανακτισμένων» κρύβεται ένα κομμάτι από το μέλλον μας;

Ναι. Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος συνειδητά έδωσα έμφαση στη λαϊκή συνοικία που μεγάλωσαν οι δύο ήρωες. Έχουμε την σεξουαλική τους αφύπνιση αλλά και τη «μυθολογία» των δυτικών προαστίων. Αυτή τη «μυθολογία» την έβαλα στο πρώτο μέρος για να μιλήσω εξ’ ονόματος μιας συλλογικότητας, την οποία ξαναβρίσκω μέσα στους «Αγανακτισμένους». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τύπος και τα περισσότερα κόμματα εναντιώθηκαν στους «Αγανακτισμένους». Όπως δεν είναι τυχαίο, ότι μετά από αυτό το φαινόμενο, είδαμε στις τελευταίες εκλογές είτε να δημιουργούνται κόμματα, είτε να ανεβαίνουν κάποια άλλα, όπως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, το ΣΥΡΙΖΑ, η Χρυσή Αυγή. Όσα είδαμε λοιπόν εκφράστηκαν και εκλογικά. Επίσης σημειώθηκε κι άλλο ένα φαινόμενο: από την εποχή των «Αγανακτισμένων» μέχρι τις τελευταίες εκλογές, όπου εμφανίζονταν πολιτικοί, προπηλακίζονταν. Ξαφνικά, με το που εκφράστηκε εκλογικά αυτή η δυσαρέσκεια, δεν τους κυνηγάνε πια το ίδιο στο δρόμο. Το βασικό είναι ότι μετά από 15-20 χρόνια ατομικισμού, άνθρωποι οι οποίοι ήταν κλεισμένοι στο καβούκι τους και σκέφτονταν μόνο την καριέρα και τα χρήματά τους, σηκώθηκαν από τους καναπέδες και βγήκαν στο δρόμο-έστω επειδή τους αφαίρεσαν τα προνόμιά τους, τα κεκτημένα τους. Ήταν ακαθοδήγητο κομματικά εκείνο το φαινόμενο και ειρηνικό. Αρκετοί φίλοι μου αναρωτιούνται, δεν θα ξεσηκωθεί ο κόσμος; Φοβάμαι ότι αυτή τη στιγμή βιώνουμε τη γαλήνη πριν την καταιγίδα. Μακάρι να διαψευστώ, έχω κι εγώ ένα μικρό παιδί. Όμως οι ενδείξεις είναι ότι υπάρχει ένα καθοδικό οικονομικό και κοινωνικό σπιράλ, στο οποίο βουλιάζουμε όλο και περισσότερο. Πώς θα σταματήσει αυτό αν δεν υπάρχει ευαισθησία από τους «από πάνω»; Θα έλεγε κανείς ότι και η γένεση της Χρυσής Αυγής στην πολιτική ελίτ οφείλεται. Δηλαδή στις αστοχίες τους, στην παιδαριώδη και προκλητική ασυνέπειά τους, στη λαμογιά τους.

Αναφερθήκατε στα δυτικά προάστια, στα οποία μεγαλώσατε. Σε τι συνίσταται η «μυθολογία τους»;

Παρόλο που ο λαϊκός κόσμος έχει διαφθαρεί από τον καταναλωτισμό, πιστεύω ότι εκεί παραμένει ένα υπόστρωμα μπέσας. Ο ατομικισμός ταιριάζει περισσότερο στη μεσαία ή την αστική τάξη. Στη λαϊκή συνοικία υπάρχει μεγαλύτερη αίσθηση της συλλογικότητας.

Ο έρωτας στοιχειώνει τις πολιτικές ανησυχίες των ηρώων σας. Πώς το σχολιάζετε;

Πρόκειται για το πιο πολιτικοποιημένο βιβλίο μου, ωστόσο κυριαρχεί ο έρωτας. Μάλιστα νομίζω ότι όπως κλείνει το βιβλίο, αντιλαμβανόμαστε ότι ο έρωτας είναι ανώτερος από την πολιτική. Η πολιτική στις μέρες μας φαίνεται σαν εχθρός του έρωτα, ενώ ο προορισμός της θα ήταν να φτιάξει μια τέτοια κοινωνία ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να ερωτεύονται, να κάνουν παιδιά, να τα μεγαλώνουν και μετά να πεθαίνουν με την ησυχία τους. Και βεβαίως αυτοί οι πολιτικοί, οι οποίοι είναι περισσότερο διαχειριστές της εξουσίας, παρά διαθέτουν κάποιο όραμα, είναι παντελώς αντιερωτικοί. Κυνηγούν και καταδιώκουν τον έρωτα διότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα λεφτά και το συμφέρον τους.

Ορισμένοι θεωρούν ότι υπάρχει ένα κενό όσον αφορά στην παρουσία των διανοουμένων. Μήπως έχουν πέσει κι αυτοί σε ανάλογα χαμηλό επίπεδο με τους πολιτικούς;

Υπάρχουν δύο απαντήσεις. Σε μεγάλο βαθμό γέμισε κομφορμιστές η λογοτεχνική πιάτσα. Όπως όλη η κοινωνία, έτσι και οι πνευματικοί άνθρωποι μεταβλήθηκαν σε κομφορμιστές και ωφελιμιστές. Είδαμε και το πρόσφατο παράδειγμα συγγραφέων που πήγαν και έφαγαν μαζί με τον Βενιζέλο, έναν πολιτικό που του έχει στρέψει το εκλογικό σώμα την πλάτη. Δεν αναφέρομαι σε κάποιον που θα πήγαινε με το ΠΑΣΟΚ δέκα χρόνια πριν, μιλάω για την τωρινή εκδοχή αυτού του κόμματος. Φυσικά ο καθένας έχει το δικαίωμα της άποψής του, αλλά αυτό είναι ενδεικτικό. Αφενός λοιπόν, πράγματι ισχύει ο κομφορμισμός των πνευματικών ανθρώπων-τα προηγούμενα χρόνια είχαν λυσσάξει διάφοροι για να φάνε μαζί με τον Γιωργάκη, ή να εμφανίζονται σε δείπνα με τον ένα ή τον άλλο. Αφετέρου, όμως, σε αυτούς τους λίγους που είχαν διαφορετική άποψη δεν τους δινόταν βήμα. Κι αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει γιατί η κατάσταση στα media μάλλον έχει σκληρύνει. Όπως έχει ειπωθεί, πρώτα μας πήραν το μικρόφωνο και μετά άρχισαν να μας κατηγορούν ότι δεν μιλάμε. Δεν είναι επίσης συμπτωματικό ότι οι λίγοι ευνοημένοι των media υποστηρίζουν απόψεις του πολιτικού κατεστημένου. Ας δούμε όμως κι άλλους καλλιτεχνικούς χώρους. Τα είδωλα της μουσικής της εποχής της φούσκας, φθίνουν και γκρεμίζονται αυτήν την στιγμή, όπως γκρεμίζεται και η προηγούμενη περίοδος. Το ίδιο ισχύει και στη λογοτεχνία. Συγγραφείς που μεσουράνησαν τα προηγούμενα χρόνια και εξέφρασαν την εποχή της φούσκας γκρεμίζεται η απήχησή τους, γιατί δεν μπορούν πλέον να εκφράσουν τη νέα εποχή που έρχεται. Είχαμε έναν συγγραφέα κυρίαρχο στο αναγνωστικό γούστο που ήταν σύμβουλος του Κώστα Σημίτη. Ενώ κάποτε στη χώρα κυριαρχούσαν λογοτέχνες που τους είχαν κυνηγήσει και αφορίσει, όπως ο Ρίτσος και ο Καζαντζάκης, φτάσαμε στην δεκαπενταετία της φούσκας να κυριαρχεί ένας συγγραφέας που ήταν ανώτατος κρατικός λειτουργός. Και μόνο αυτό δείχνει τον κομφορμισμό όλης της κοινωνίας. Νομίζω ότι στα χρόνια που έρχονται, λόγω της κρίσης και των κοινωνικών συνθηκών θα αλλάξει όλη η αξιολογική κλίμακα κι η ιεραρχία στα πνευματικά ζητήματα.

Πληροφορίες: το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, «Η πιο κρυφή πληγή», κυκλοφορεί από τις εκδ. Ίκαρος.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ