Διαβάστε πρώτοι αποσπάσματα από το «Ιnferno» του Dan Brown

diabaste-protoi-apospasmata-apo-to-inferno-tou-dan-brown

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 28 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013

Ο χρόνος μετρά αντίστροφα για να κυκλοφορήσει στις 4 Ιουλίου και στα ελληνικά βιβλιοπωλεία, το νέο μπεστ σέλερ του Dan Brown, το «Ιnferno» (εκδ. Ψυχογιός). Το click@Life εξασφάλισε και προδημοσιεύει τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος που θα έχουμε όλοι μαζί μας στην παραλία.

Το «Ιnferno», το τέταρτο βιβλίο της πετυχημένης σειράς με τον καθηγητή Ρόμπερτ Λάνγκτον, συνδυάζει και πάλι το σασπένς-σήμα κατατεθέν του συγγραφέα- με συναρπαστικά στοιχεία από την Ιστορία της Τέχνης, αινιγματικούς κώδικες και σύμβολα. Το κεφάλαιο της Κόλασης από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, βρίσκεται στον πυρήνα του νέου θρίλερ που έχει ήδη εκτοξευτεί στο εξωτερικό στην πρώτη θέση των μπεστ σέλερ.

Ο Έλληνας μεταφραστής για το «Ιnferno»

Ο Χρήστος Καψάλης, έχει μεταφράσει στα ελληνικά τις προηγούμενες περιπέτειες του καθηγητή Ρόμπερτ Λάνγκτον: τον «Κώδικα Ντα Βίντσι» που είχε προκαλέσει φρενίτιδα στα βιβλιοπωλεία πριν λίγα χρόνια, τους «Illuminati-Οι πεφωτισμένοι», «Το χαμένο σύμβολο» αλλά και τις υπόλοιπες επιτυχίες του συγγραφέα όπως το «Ψηφιακό οχυρό» και τον «Αρκτικό κύκλο». Η σφραγίδα του Χ. Καψάλη θα μπει και στην ελληνική έκδοση του «Ιnferno» (εκδ. Ψυχογιός), εφόσον έχει αναλάβει και πάλι τη μετάφραση του πιο καυτού μπεστ σέλερ για το φετινό καλοκαίρι. Μια πρώτη γεύση για το νέο μυθιστόρημα του Dan Brown μας δίνει ο Έλληνας μεταφραστής στο κείμενο που ακολουθεί:

«Η Κόλαση, το τέταρτο μυθιστόρημα του Dan Brown με πρωταγωνιστή το Ρόμπερτ Λάνγκντον, συνδυάζει γνώριμα αλλά και νέα στοιχεία, προκειμένου να προσφέρει στον αναγνώστη μία ακόμη συναρπαστική περιπέτεια με άφθονες δόσεις συμβολισμού και μυστηρίου.

Συγγραφέας και πρωταγωνιστής, μετά το σύντομο πέρασμά τους από την Αμερική στο Χαμένο Σύμβολο, επιστρέφουν και πάλι στην Ευρώπη και την Ιταλία, η οποία φιλοξένησε το κύριο μέρος της δράσης στις δύο πρώτες περιπέτειες του Λάνγκντον. Αυτή τη φορά, το επίκεντρο του μυθιστορήματος μεταφέρεται ακόμη βορειότερα από τη Ρώμη και τη Φλωρεντία, στη Βενετία. Η κοσμοπολίτικη όσο και μυστηριώδης έδρα των Δόγηδων, μια πόλη υπό διαρκή πολιορκία από τα νερά της Αδριατικής, μετατρέπεται ολόκληρη σε σύμβολο μιας άλλης, διαρκούς απειλής, την οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν οι χαρακτήρες του βιβλίου: της επίδρασης του ανθρώπου στον πλανήτη.

Αυτή τη φορά, κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο εξυφαίνεται η πλοκή του μυθιστορήματος είναι ένα λογοτεχνικό αριστούργημα, Η Θεία Κωμωδία του Δάντη, ένα αλληγορικό έπος το οποίο σημάδεψε ανεξίτηλα την ανθρωπότητα. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόταν επί αιώνες η Δύση την έννοια της Κόλασης, όπως και πολλά στοιχεία της σχετικής εικονογραφίας, πηγάζουν ατόφια μέσα από το έργο του Δάντη και τα αμέτρητα άλλα έργα τέχνης που με τη σειρά του ενέπνευσε ο Φλωρεντίνος ποιητής.

Έτσι, ο Dan Brown φέρνει σε θέση πρωταγωνιστή όχι μόνο την εικόνα, τους πίνακες και τα γλυπτά που πάντοτε είχαν πρώτη θέση στα μυθιστορήματά του, αλλά και το λόγο, τη δύναμη των λέξεων όχι απλά να περιγράφουν, αλλά και να καθορίζουν την αντίληψη του ανθρώπου για το τι είναι πραγματικό και τι όχι. Κι όπως πάντα, τα όρια του πραγματικού με το φανταστικό, της αλήθειας με το ψέμα, του Παραδείσου με την Κόλαση, αποδεικνύονται δυσδιάκριτα όσο και σχετικά.

Άλλωστε, όπως είπε και ο Λούντβιχ Βίγκενσταϊν, «Η Κόλαση δεν είναι οι άλλοι. Είναι ο εαυτός σου».

Προδημοσίευση από το «Ιnferno»

Ο Dan Brown αφιερώνει το νέο του μυθιστόρημα στους γονείς του, ενώ στην πρώτη σελίδα σημειώνει: «Οι πιο σκοτεινές γωνιές στην Κόλαση είναι φυλαγμένες για εκείνους που διατηρούν την ουδετερότητά τους σε εποχές ηθικής κρίσης». Επίσης διευκρινίζει ότι : «Όλα τα έργα τέχνης, τα λογοτεχνικά κείμενα, οι επιστημονικές και ιστορικές αναφορές σε αυτό το μυθιστόρημα είναι πραγματικές.

Ο Όμιλος είναι μία ιδιωτική οργάνωση με γραφεία σε επτά χώρες του κόσμου. Το όνομα έχει αλλαχτεί για λόγους ανωνυμίας και ασφάλειας.

Η Κόλαση είναι ο Κάτω Κόσμος όπως περιγράφεται στο επικό ποίημα του Δάντη Η Θεία Κωμωδία, όπου η Κόλαση εμφανίζεται ως ένα σύνθετα δομημένο βασίλειο, κατοικούμενο από οντότητες γνωστές ως «σκιές», ασώματες ψυχές παγιδευμένες μεταξύ ζωής και θανάτου».

Πρόλογος

Είμαι ο Ζόφος.

Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα.

Εγώ προς τις ψυχές τις κολασμένες.

Παράλληλα με τις όχθες του Άρνου, τρέχω, χωρίς πνοή… στρίβω αριστερά στη Βία ντέι Καστελάνι, κατευθύνομαι βόρεια, κολλητά στις σκιές του Ουφίτσι.

Και εκείνοι εξακολουθούν να με καταδιώκουν.

Το ποδοβολητό τους δυναμώνει τώρα, καθώς ρίχνονται στο κυνηγητό με ασυγκράτητη αποφασιστικότητα.

Χρόνια ολόκληρα με κυνηγούν. Η επιμονή τους με υποχρέωσε να κρύβομαι… να ζω στο καθαρτήριο… να βασανίζομαι κάτω από τη γη, σαν χθόνιο τέρας.

Είμαι ο Ζόφος.

Εδώ, πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, στρέφω το βλέμμα μου προς το βορρά, όμως μου είναι αδύνατο να βρω μονοπάτι που να οδηγεί απευθείας στη σωτηρία… καθώς τα Απέννινα Όρη κρύβουν το πρώτο φως της αυγής.

Περνώ πίσω από το ανάκτορο με τον οδοντωτό πύργο και το χωλό ρολόι… περνώ ανάμεσα από τους πρωινούς πωλητές στην Πιάτσα ντι Σαν Φιρέντσε, με τις τραχιές φωνές τους που μυρίζουν πατσά και φουρνιστές ελιές. Διασχίζω το ποτάμι πριν το Μπαρτζέλο, κόβω δυτικά προς το καμπαναριό της Μπάντια και βρίσκω απότομα μπροστά μου τη σιδερένια πύλη στη βάση της σκάλας.

Εδώ κάθε ατολμιά πρέπει να σβήσει.

Στρίβω το χερούλι και περνάω στο πέρασμα από το οποίο ξέρω πως δεν υπάρχει επιστροφή. Πιέζω τα μολυβένια πόδια μου να ακολουθήσουν τα στενά σκαλοπάτια… τα οποία υψώνονται σαν σπείρα προς τον ουρανό, μαρμάρινα πατήματα, σημαδεμένα, φθαρμένα.

Οι φωνές αντηχούν από κάτω. Ικετευτικές.

Βρίσκονται πίσω μου, ακατάβλητοι, πλησιάζουν.

Δε συνειδητοποιούν τι επίκειται… ούτε όσα έχω κάνει για το καλό τους.

Αχάριστος τόπος!

Όπως ανηφορίζω, οι εικόνες ξεπροβάλλουν σκληρές… τα λάγνα κορμιά που σπαρταρούν κάτω από την πύρινη βροχή, οι ακόρεστες ψυχές που επιπλέουν στα περιττώματα, οι άτιμοι προδότες εγκλωβισμένοι στην παγερή αγκάλη του Σατανά.

Αφήνω πίσω μου τα τελευταία σκαλοπάτια και φτάνω στην κορυφή, παραπατώ σχεδόν ξεψυχισμένα όπως συναντώ τη νοτισμένη, πρωινή ατμόσφαιρα. Τραβώ αμέσως στον τοίχο που φτάνει στο ύψος μου, κοιτάζω ανάμεσα από τις πολεμίστρες. Κάτω, μακριά, αντικρίζω την ευλογημένη πόλη στην οποία βρήκα καταφύγιο από όλους εκείνους που με εξόρισαν.

Οι φωνές αντηχούν, φτάνουν κοντά μου, πίσω μου. «Είναι τρέλα αυτό που έκανες!»

Η τρέλα γεννά τρέλα.

«Για όνομα του Θεού, πες μας πού το έκρυψες!»

Ακριβώς, στο όνομα του Θεού, λέξη δεν πρόκειται να σας πω.

Στέκομαι εκεί, εγκλωβισμένος, με την πλάτη κολλημένη στην κρύα πέτρα. Τα βλέμματά τους καρφώνονται πάνω στα καθάρια, πράσινα μάτια μου, οι εκφράσεις των προσώπων τους σκοτεινιάζουν, δεν είναι πια παρακλητικές, αλλά απειλητικές. «Το ξέρεις πως έχουμε τους τρόπους μας. Μπορούμε να σε υποχρεώσουμε να μας πεις πού βρίσκεται».

Για το λόγο αυτόν σκαρφάλωσα κι εγώ ως τα μισά του ουρανού.

Ξαφνικά, κάνω μεταβολή και σηκώνω τα χέρια μου, τα δάχτυλά μου γραπώνονται πάνω στο ψηλό χείλος, με ανεβάζουν κι άλλο, τα γόνατά μου βρίσκουν πάτημα, ανασηκώνομαι, τελικά στέκομαι στα πόδια μου… ισορροπώ αβέβαια εκεί. Οδήγησέ με, καλέ μου Βιργίλιε, πέρα από το χάος.

Αδυνατώντας να πιστέψουν αυτό που βλέπουν, ορμούν μπροστά, θέλουν να με αρπάξουν από τα πόδια, όμως φοβούνται πως θα κλονίσουν την ισορροπία μου και θα με γκρεμίσουν. Ικετεύουν τώρα, με βουβή απόγνωση, όμως εγώ τους έχω γυρίσει την πλάτη. Ξέρω τι πρέπει να κάνω.

Από κάτω μου, σε απόσταση ιλιγγιώδη, οι κόκκινες κεραμοσκεπές ξεπροβάλλουν σαν πύρινη θάλασσα που απλώνεται να συναντήσει την εξοχή… φωτίζοντας τον όμορφο τόπο όπου άλλοτε βάδισαν γίγαντες… Τζότο, Ντονατέλο, Μπρουνελέσκι, Μποτιτσέλι, Μιχαήλ Άγγελος.

Πόντο τον πόντο, φέρνω τα πόδια μου στο χείλος των προμαχώνων.

«Κατέβα!» φωνάζουν. «Υπάρχει ακόμη χρόνος!»

Ω, σκόπιμα αδαείς! Δε βλέπετε το μέλλον; Δε συνειδητοποιείτε το μεγαλείο της δημιουργίας μου; Την αναγκαιότητά της;

Ευχαρίστως προχωρώ στην υπέρτατη θυσία… και μέσα από αυτή θα διαγράψω και την τελευταία σας ελπίδα να βρείτε αυτό που ψάχνετε.

Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να το εντοπίσετε εγκαίρως.

Πολλές δεκάδες μέτρα από κάτω, η πλακόστρωτη πλατεία μοιάζει να με καλεί, σαν γαλήνια όαση. Πόσο λαχταρώ λίγο χρόνο παραπάνω… όμως ο χρόνος είναι το ένα και μοναδικό αγαθό που η αμύθητη περιουσία μου δεν μπορεί να μου εξασφαλίσει.

Εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα, ατενίζω την πλατεία και αντικρίζω ένα θέαμα που με ταράζει.

Βλέπω το πρόσωπό σου.

Με παρατηρείς ανάμεσα από τις σκιές. Η θλίψη βαραίνει τα μάτια σου, και όμως μέσα τους διακρίνω ένα σέβας βαθύ γι’ αυτό που πέτυχα. Αντιλαμβάνεσαι πως δεν έχω άλλη επιλογή. Στο όνομα της Ανθρωπότητας, έχω χρέος να προστατέψω το αριστούργημά μου.

Ακόμη και τώρα θεριεύει… κοχλάζει κάτω από τα βαθυκόκκινα νερά της λίμνης που εντός της δε φεγγοβολούν ούτ’ άστρα.

Κι έτσι, παίρνω το βλέμμα μου από σένα και ατενίζω τον ορίζοντα. Ψηλά πάνω από αυτόν τον ταλαίπωρο κόσμο, απευθύνω την ύστατη προσευχή μου.

Θεέ μου, μακάρι ο κόσμος να μη με θυμάται σαν κάποιον κτηνώδη αμαρτωλό, αλλά ως τον ένδοξο σωτήρα που ξέρεις κι εσύ πως είμαι πραγματικά. Μακάρι η Ανθρωπότητα να κατανοήσει το δώρο που αφήνω πίσω μου.

Το δώρο μου είναι το μέλλον.

Το δώρο μου είναι η λύτρωση.

Το δώρο μου είναι η Κόλαση.

Με αυτές τις σκέψεις, ψιθυρίζω ένα αμήν… και κάνω το τελευταίο μου βήμα στην άβυσσο.

Κεφάλαιο 1

Οι αναμνήσεις πήραν μορφή νωχελικά… σαν φυσαλίδες που αναδύονταν μέσα από το σκοτάδι ενός απύθμενου πηγαδιού.

Μια γυναίκα με πέπλο.

Ο Ρόμπερτ Λάνγκντον την παρατηρούσε από την απέναντι όχθη ενός ποταμού που τα ανταριασμένα νερά του είχαν κοκκινίσει από τα αίματα. Η γυναίκα έστεκε εκεί, αντικριστά του, ακίνητη, σοβαρή, το πρόσωπό της κρυμμένο από ένα βέλο. Στο χέρι της έσφιγγε ένα μακρόστενο ύφασμα, το οποίο τώρα ύψωνε προς τιμήν των πτωμάτων που απλώνονταν απέραντα σαν τον ωκεανό στα πόδια της. Η οσμή του θανάτου κυριαρχούσε παντού.

Ψάξε, ψιθύρισε η γυναίκα. Και θα βρεις.

Ο Λάνγκντον άκουσε τις λέξεις σαν να τις είχε αρθρώσει μέσα στο κεφάλι του. «Ποια είσαι;» φώναξε, όμως η φωνή του δεν έβγαλε ήχο.

Τα περιθώρια λιγοστεύουν, ψιθύρισε εκείνη. Ψάξε και θα βρεις.

Ο Λάνγκντον έκανε ένα βήμα προς τον ποταμό, όμως καταλάβαινε πως τα νερά ήταν θολά και αδιάβατα. Όταν έστρεψε ξανά το βλέμμα του προς τη γυναίκα με το πέπλο, τα κορμιά γύρω από τα πόδια της είχαν πολλαπλασιαστεί. Πλέον ήταν εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες, κάποια ήταν ακόμη ζωντανά, σπαρταρούσαν από την αγωνία τους, έβρισκαν αδιανόητους θανάτους… τα κατάπινε η φωτιά, πνίγονταν στα περιττώματα, κατασπάραζαν το ένα το άλλο. Ο Λάνγκντον άκουγε τις σπαρακτικές κραυγές του ανθρώπινου πόνου να αντηχούν πέρα από το νερό.

Η γυναίκα κινήθηκε προς το μέρος του, με τα λεπτοκαμωμένα της χέρια προτεταμένα, σαν να ζητούσε βοήθεια.

«Ποια είσαι;» φώναξε ξανά ο Λάνγκντον.

Σε απάντηση, η γυναίκα σήκωσε τις παλάμες και με αργές κινήσεις απομάκρυνε το πέπλο από το πρόσωπό της. Ήταν εντυπωσιακά όμορφη, όμως πιο ηλικιωμένη από ό,τι είχε υποθέσει ο Λάνγκντον –μπορεί κι εξηντάρα– επιβλητική και δυνατή, σαν διαχρονικό άγαλμα. Το σαγόνι της ήταν σφιγμένο αυστηρά, τα μάτια της βαθιά και έντονα, τα μαλλιά της μακριά, ασημόχρωμα, έπεφταν πλούσια στους ώμους της, σγουρά. Ένα φυλαχτό καμωμένο από λαζουρίτη κρεμόταν γύρω από το λαιμό της… ένα φίδι τυλιγμένο γύρω από μια ράβδο.

Ο Λάνγκντον διαισθάνθηκε ότι την ήξερε… την εμπιστευόταν. Πώς όμως; Γιατί;

Η γυναίκα έδειξε τώρα δυο πόδια που σπαρταρούσαν. Έτσι όπως εξείχαν ανάποδα μέσα από το έδαφος, έμοιαζαν να ανήκουν σε κάποιο δύστυχο που είχε θαφτεί ανάποδα μέχρι τη μέση. Πάνω στον ωχρό μηρό του άντρα αποτυπωνόταν ένα ορφανό γράμμα, σχηματισμένο από λάσπη: R.

R; σκέφτηκε ο Λάνγκντον, απορημένος. Όπως λέμε… Ρόμπερτ; «Αυτός εκεί… είμαι εγώ;»

Το πρόσωπο της γυναίκας δε φανέρωνε το παραμικρό. Ψάξε και θα βρεις, επανέλαβε.

Εντελώς απροειδοποίητα, η γυναίκα άρχισε να εκπέμπει ένα λευκό φως… ολοένα και πιο φωτεινό. Ολόκληρο το σώμα της άρχισε να δονείται έντονα, και ύστερα, σαν ξέσπασμα κεραυνού, εξερράγη, σχηματίζοντας αμέτρητα φωτεινά θραύσματα.

Ο Λάνγκντον ξύπνησε, πετάχτηκε επάνω φωνάζοντας.

Το δωμάτιο ήταν φωτεινό. Ήταν μόνος του. Η έντονη οσμή της φαρμακευτικής αλκοόλης κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα και κάπου ο βόμβος μιας συσκευής συνόδευε σιγανά τους χτύπους της καρδιάς του. Ο Λάνγκντον προσπάθησε να μετακινήσει το δεξί του μπράτσο, όμως ένας οξύς πόνος τον εμπόδισε. Κοίταξε προς τα κάτω και είδε έναν ορό να τραβά την επιδερμίδα του πήχη του.

Ο σφυγμός του επιταχύνθηκε και η συσκευή έσπευσε να παρακολουθήσει την αλλαγή, πολλαπλασιάζοντας τους χτύπους της.

Πού βρίσκομαι; Τι συνέβη;

Η πίσω πλευρά του κεφαλιού του Λάνγκντον πονούσε έντονα. Προσεκτικά, σήκωσε το ελεύθερο χέρι του και άγγιξε το κρανίο του, επιχειρώντας να εντοπίσει την πηγή του πονοκεφάλου του. Κάτω από τα λιγδωμένα μαλλιά του, εντόπισε τους σκληρούς κόμπους περίπου μιας ντουζίνας ραμμάτων, καλυμμένων από ξεραμένο αίμα.

Έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας να θυμηθεί κάποιο ατύχημα.

Τίποτε. Απόλυτο κενό.

Σκέψου.

Μονάχα σκοτάδι.

Ένας άντρας με ιατρική ποδιά κατέφθασε στο δωμάτιο, αντιδρώντας προφανώς στην επιτάχυνση των παλμών που κατέγραφε το μόνιτορ καρδιάς. Είχε παχιά γενειάδα, πυκνό μουστάκι κι ένα ευγενικό βλέμμα που εξέπεμπε ψυχραιμία και περίσκεψη κάτω από τα φουντωτά φρύδια του.

«Τι… συνέβη;» κατόρθωσε να ψελλίσει ο Λάνγκντον. «Είχα κάποιο ατύχημα;»

Ο γενειοφόρος άντρας έφερε το δείκτη πάνω στα χείλη του και ύστερα βγήκε γρήγορα έξω, φωνάζοντας κάποιον στο βάθος του διαδρόμου.

Ο Λάνγκντον έστριψε το κεφάλι του, όμως η κίνηση αυτή προκάλεσε έναν οξύ πόνο που διέτρεξε το κρανίο του. Πήρε βαθιές ανάσες, δίνοντας χρόνο στον πόνο να περάσει. Ύστερα, πολύ προσεκτικά και μεθοδικά, παρατήρησε το αποστειρωμένο περιβάλλον του.

Το δωμάτιο του νοσοκομείου φιλοξενούσε ένα κρεβάτι. Λουλούδια δεν υπήρχαν. Ούτε κάρτες. Ο Λάνγκντον εντόπισε τα ρούχα του πάνω σε έναν πάγκο εκεί κοντά, διπλωμένα μέσα σε μια διάφανη, πλαστική σακούλα. Ήταν γεμάτα αίματα.

Θεέ μου. Πρέπει να ήταν πολύ σοβαρό αυτό που συνέβη.

Τώρα ο Λάνγκντον έστρεψε το κεφάλι του με πολύ αργές κινήσεις προς το παράθυρο, δίπλα στο κρεβάτι του. Έξω ήταν σκοτεινά. Νύχτα. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει στο τζάμι ήταν το είδωλό του… ένας ταλαίπωρος άγνωστος, ωχρός και αποκαμωμένος, συνδεδεμένος με σωληνάκια και καλώδια, περικυκλωμένος από ιατρικά μηχανήματα.

Από το διάδρομο ακούστηκαν φωνές που πλησίαζαν, και ο Λάνγκντον έστρεψε το βλέμμα του ξανά προς το δωμάτιο. Ο γιατρός επέστρεψε, συνοδευόμενος αυτή τη φορά από μια γυναίκα.

Έμοιαζε τριαντάρα. Φορούσε μπλε νοσοκομειακή στολή και είχε πιασμένα τα ξανθά μαλλιά της πίσω, σε μια πυκνή αλογοουρά που ταλαντευόταν όπως περπατούσε.

«Είμαι η δρ Σιένα Μπρουκς», είπε η γυναίκα, χαμογελώντας στον Λάνγκντον όπως έμπαινε στο δωμάτιο. «Συνεργάζομαι με τον δρα Μαρκόνι απόψε».

Ο Λάνγκντον έγνεψε καταφατικά, αδύναμα.

Ψηλή και σβέλτη, η δρ Μπρουκς προχωρούσε με το αποφασιστικό βήμα αθλητή. Παρ’ ότι τα άχαρα νοσοκομειακά ρούχα δε βοηθούσαν, ανέδυε μια λεπτή χάρη. Δεν ήταν μακιγιαρισμένη, από ό,τι μπορούσε να καταλάβει ο Λάνγκντον τουλάχιστον, όμως η επιδερμίδα της έμοιαζε ασυνήθιστα λεία^ το μόνο σημάδι ήταν μια μικροσκοπική ελιά πάνω από το χείλος της. Τα μάτια της, αν και είχαν ένα γλυκό, καστανό χρώμα, έμοιαζαν ιδιαίτερα διαπεραστικά, σαν να είχε σταθεί μάρτυρας βαθύτατων εμπειριών που σπάνια βιώνει ένα άτομο στην ηλικία της.

«Ο δρ Μαρκόνι έχει μια μικρή δυσκολία με τα αγγλικά», είπε, όπως καθόταν δίπλα του, «οπότε μου ζήτησε να συμπληρώσω εγώ το έντυπο για την εισαγωγή σας». Του χαμογέλασε ξανά.

«Ευχαριστώ», είπε ο Λάνγκντον με ξεραμένο το λαρύγγι του.

«Εντάξει», συνέχισε εκείνη, με τόνο επαγγελματικό. «Ονομάζεστε;»

Του πήρε λίγη ώρα να απαντήσει. «Ρόμπερτ… Λάνγκντον».

Η γιατρός έστρεψε ένα φακό τσέπης στα μάτια του Λάνγκντον. «Επάγγελμα;»

Η πληροφορία αυτή καθυστέρησε ακόμα περισσότερο να έρθει στην επιφάνεια. «Καθηγητής. Ιστορίας της Τέχνης… και μελετητής των συμβόλων. Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ».

Η δρ Μπρουκς χαμήλωσε το φακό, δείχνοντας αιφνιδιασμένη. Ο γιατρός με τα φουντωτά φρύδια έμοιαζε εξίσου σαστισμένος.

«Είστε… Αμερικανός;»

Ο Λάνγκντον την κοίταξε παραξενεμένος.

«Απλώς δεν…» Η γυναίκα δίστασε για λίγο. «Δεν είχατε χαρτιά μαζί σας όταν ήρθατε εδώ απόψε. Φορούσατε σακάκι Harris Tweed και μοκασίνια Somerset, οπότε υποθέσαμε ότι είστε Βρετανός».

«Αμερικανός είμαι», τη διαβεβαίωσε ο Λάνγκντον, τόσο αποκαμωμένος που δεν είχε τη δύναμη να της εξηγήσει για ποιο λόγο προτιμούσε τα καλοραμμένα ρούχα.

«Πονάτε;»

«Στο κεφάλι», απάντησε ο Λάνγκντον, καθώς η πίεση στο κρανίο του είχε επιδεινωθεί από τον ισχυρό φακό. Ευτυχώς, η γιατρός τον έβαζε τώρα στην τσέπη της, πιάνοντας τον καρπό του Λάνγκντον για να ελέγξει το σφυγμό του.

«Ξυπνήσατε φωνάζοντας», είπε η γυναίκα. «Μήπως θυμάστε γιατί;»

Ο Λάνγκντον θυμήθηκε ξανά εκείνο το αλλόκοτο όραμα, τη γυναίκα με το πέπλο που έστεκε κυκλωμένη από κορμιά που σπαρταρούσαν. Ψάξε και θα βρεις. «Έβλεπα έναν εφιάλτη».

«Θυμάστε τι βλέπατε;»

Ο Λάνγκντον της είπε.

Η έκφραση της δρος Μπρουκς παρέμεινε ουδέτερη όπως κρατούσε σημειώσεις σε έναν πίνακα. «Κάποια σκέψη σχετικά με το τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια τόσο τρομακτική εικόνα;»

Ο Λάνγκντον σκάλισε τη μνήμη του και ύστερα κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, και αυτό διαμαρτυρήθηκε πονώντας τον.

«Εντάξει, κύριε Λάνγκντον», είπε η γιατρός, καθώς συνέχιζε να γράφει, «μερικές ερωτήσεις ρουτίνας. Τι ημέρα έχουμε σήμερα;»

Ο Λάνγκντον σκέφτηκε για λίγο. «Είναι Σάββατο. Θυμάμαι πως νωρίτερα σήμερα διέσχιζα την πανεπιστημιούπολη… πήγαινα σε μια απογευματινή σειρά διαλέξεων, και ύστερα… βασικά, αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι. Τι έγινε, έπεσα;»

«Θα φτάσουμε και σε αυτό. Γνωρίζετε πού βρίσκεστε;»

Ο Λάνγκντον κατέφυγε σε μια λογική εικασία. «Στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης;»

Η δρ Μπρουκς σημείωσε πάλι κάτι. «Θα θέλατε να ειδοποιήσουμε κάποιο συγγενή σας; Έχετε σύζυγο; Παιδιά;»

«Κανέναν», απάντησε ενστικτωδώς ο Λάνγκντον. Ανέκαθεν απολάμβανε την ηρεμία και την ανεξαρτησία που του πρόσφερε η συνειδητή επιλογή του να παραμείνει εργένης, αν και όφειλε να παραδεχτεί πως, στην τωρινή κατάσταση, θα προτιμούσε να είχε ένα οικείο πρόσωπο στο πλευρό του. «Θα μπορούσα να ενημερώσω κάποιους συναδέλφους, όμως δεν υπάρχει λόγος, εντάξει είμαι».

Η δρ Μπρουκς ολοκλήρωσε τις σημειώσεις της, οπότε ο ηλικιωμένος γιατρός πλησίασε. Ισιώνοντας τα πυκνά φρύδια του, έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό κασετόφωνο και το έδειξε στη δρα Μπρουκς. Εκείνη έγνεψε καταφατικά, σαν να καταλάβαινε τι ήθελε και στράφηκε ξανά στον ασθενή της.

«Κύριε Λάνγκντον, όταν φτάσατε απόψε εδώ, μουρμουρίζατε κάτι, ξανά και ξανά». Έριξε μια ματιά στον δρα Μαρκόνι, ο οποίος σήκωσε το ψηφιακό κασετόφωνο και πάτησε ένα κουμπί.

Άρχισε να παίζει μια ηχογράφηση, και ο Λάνγκντον άκουσε τη φωνή του, βαριά, να μουρμουρίζει συνεχώς την ίδια φράση: «Ve… sorry. Ve… sorry».

«Εμένα μου ακούγεται», είπε η γυναίκα, «σαν να λέτε “Very sorry. Very sorry”».

Ο Λάνγκντον συμφώνησε, όμως δεν είχε καμία ανάμνηση από εκείνη τη σκηνή.

Η δρ Μπρουκς κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του, με μια ανησυχητική επιμονή. «Μπορείτε να φανταστείτε για ποιο λόγο θα το λέγατε αυτό; Λυπάστε για κάτι;»

Όπως επιχειρούσε ο Λάνγκντον να ανασύρει κάποια πληροφορία από τα σκοτεινά βάθη της μνήμης του, αντίκρισε ξανά τη γυναίκα με το πέπλο. Στεκόταν στην όχθη ενός ματωμένου ποταμού, κυκλωμένη από κορμιά. Η αποφορά του θανάτου επέστρεψε.

Ο Λάνγκντον ένιωσε να τον σαρώνει ξαφνικά μια ενστικτώδης αίσθηση κινδύνου… όχι μόνο για τον εαυτό του… αλλά για όλους. Οι βόμβοι του μόνιτορ καρδιάς πολλαπλασιάστηκαν γοργά. Οι μύες του σφίχτηκαν, προσπάθησε να ανακαθίσει.

Η δρ Μπρουκς ακούμπησε αμέσως την παλάμη της αποφασιστικά πάνω στο στέρνο του Λάνγκντον, υποχρεώνοντάς τον να ξαπλώσει. Έριξε μια ματιά στον γενειοφόρο γιατρό, ο οποίος πήγε σε έναν κοντινό πάγκο και άρχισε να ετοιμάζει κάτι.

Η δρ Μπρουκς είχε σκύψει πάνω από τον Λάνγκντον^ ψιθύριζε: «Κύριε Λάνγκντον, το αίσθημα ανησυχίας είναι σύνηθες φαινόμενο σε περιπτώσεις εγκεφαλικού τραυματισμού, όμως πρέπει να κρατήσετε χαμηλά τους σφυγμούς σας. Μείνετε ακίνητος. Μην ταράζεστε. Παραμείνετε ξαπλωμένος και αναπαυθείτε. Όλα θα πάνε καλά. Η μνήμη σας θα επανέλθει σταδιακά».

Ο γιατρός επέστρεψε κρατώντας μια σύριγγα, την οποία παρέδωσε στη δρα Μπρουκς. Εκείνη εισήγαγε το περιεχόμενό της στον ενδοφλέβιο ορό του Λάνγκντον.

«Δεν είναι τίποτε, ένα ήπιο ηρεμιστικό ώστε να χαλαρώσετε», εξήγησε η γυναίκα, «το οποίο θα σας ανακουφίσει και από τον πόνο». Σηκώθηκε για να φύγει. «Όλα θα πάνε καλά, κύριε Λάνγκντον. Προσπαθήστε να κοιμηθείτε. Αν χρειαστείτε οτιδήποτε, πιέστε το κουμπί στο κομοδίνο σας».

Έκλεισε το φως και έφυγε από το δωμάτιο, μαζί με τον γενειοφόρο γιατρό.

Στο σκοτάδι, ο Λάνγκντον ένιωσε τα φάρμακα να διαχέονται στον οργανισμό του σχεδόν αστραπιαία, παρασύροντας και πάλι το σώμα του σ’ εκείνο το βαθύ πηγάδι μέσα από το οποίο είχε αναδυθεί λίγο νωρίτερα. Προσπάθησε να αντισταθεί σ’ εκείνη την αίσθηση, πιέζοντας τα μάτια του να παραμείνουν ανοιχτά μέσα στο σκοτάδι του δωματίου του. Δοκίμασε να ανακαθίσει, όμως αισθανόταν το σώμα του βαρύ σαν τσιμέντο.

Όπως έστρεψε το κορμί του, βρέθηκε να αντικρίζει και πάλι το παράθυρο. Τα φώτα είχαν σβήσει, και πάνω στο σκοτεινό τζάμι το είδωλό του είχε εξαφανιστεί, παραχωρώντας τη θέση του σε έναν φωτισμένο ορίζοντα στο βάθος.

Ανάμεσα στα κτίρια και τους θόλους, μια αρχοντική πρόσοψη κυριαρχούσε στο οπτικό πεδίο του Λάνγκντον. Το κτίριο στο οποίο ανήκε ήταν ένα επιβλητικό, πέτρινο οχυρό με οδοντωτό παραπέτο κι έναν πύργο ύψους εκατό μέτρων, ο οποίος έμοιαζε να διογκώνεται κοντά στην κορυφή του, σχηματίζοντας έναν πελώριο, εξώστεγο προμαχώνα.

Ο Λάνγκντον πετάχτηκε από το κρεβάτι του τόσο απότομα, που το κεφάλι του τον πέθανε. Προσπάθησε να ξεπεράσει τον εφιαλτικό πονοκέφαλο και κάρφωσε το βλέμμα του στον πύργο.

Ο Λάνγκντον γνώριζε καλά εκείνο το μεσαιωνικό κτίσμα.

Ήταν μοναδικό σε ολόκληρο τον κόσμο.

Δυστυχώς, εκτός από μοναδικό, ήταν χτισμένο σε απόσταση εξίμισι χιλιάδων χιλιομέτρων από τη Μασαχουσέτη.

Έξω από το παράθυρό του, κρυμμένη στις σκιές της Βία Τορεγκάλι, μια γεροδεμένη γυναίκα ξεκαβάλησε αβίαστα τη μοτοσικλέτα μάρκας BMW πάνω στην οποία καθόταν και προχώρησε, βγάζοντας την ένταση ενός πάνθηρα που παραφύλαγε το θήραμά του. Το βλέμμα της ήταν ψυχρό και κοφτερό. Τα κοντά μαλλιά της, χτενισμένα καρφάκια, ξεχώριζαν γύρω από τον ανασηκωμένο γιακά του μαύρου δερμάτινου σακακιού της. Τσέκαρε το πιστόλι με το σιγαστήρα που κρατούσε, και ύστερα γύρισε και κοίταξε το παράθυρο όπου το φως στο δωμάτιο του Ρόμπερτ Λάνγκντον είχε μόλις σβήσει.

Νωρίτερα απόψε η αρχική αποστολή της είχε εκτροχιαστεί επικίνδυνα.

Το γουργούρισμα ενός περιστεριού είχε ανατρέψει τα πάντα.

Τώρα είχε έρθει για να διορθώσει εκείνο το λάθος.

Πληροφορίες: Το μυθιστόρημα «Inferno» του Dan Brown θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ψυχογιός στις 4 Ιουλίου, σε μετάφραση του Χρήστου Καψάλη.

Επιμέλεια-ρεπορτάζ:ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ