Η Ελλάδα μέσα από τα μάτια της Virginia Woolf

birtzinia-goulf-biblio
ΤΕΤΑΡΤΗ, 27 ΜΑΙΟΥ 2020

Γοητευτικότερη εικόνα της χώρας από αυτή που περιγράφεται στο ημερολόγιο και στην αλληλογραφία της Virginia Woolf, κατά τη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού της στην Ελλάδα, το 1932, δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Στο βιβλίο «Ελλάδα και Μάης μαζί!» από τις εκδόσεις Ύψιλον.

Σε μια μουσική σχεδόν αναγωγή και σύνθεση, το αρχαίο παγανιστικό στοιχείο συνυπάρχει με τον ορθόδοξο χριστιανικό μυστικισμό και όλα αυτά μέσα σε μια φύση οργιαστική όπου άλλοτε κυριαρχεί το φως της ζωής και άλλοτε η σκοτεινιά του θανάτου.

Το πρώτο ταξίδι της το είχε κάνει το 1906, σε ηλικία 24 ετών. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά ταξίδια δεν είναι μόνο χρονολογική. Είναι μια διαφορά οπτικής και ύφους τόσο βαθιά ώστε η ίδια η Virginia Woolf να εκπλήσσεται. Φυσικά πρόκειται πάντα για το ίδιο πρόσωπο ‒ και όχι μόνον αυτό, αλλά, σε μια μυστική σχεδόν αλληλουχία γεγονότων και συνεπειών, το πρόσωπο του 1906 δημιουργεί και καθορίζει ως ένα σημείο το πρόσωπο του 1932.

«Ναι αλλά τι μπορώ να πω για τον Παρθενώνα ‒ ότι ήρθε να με βρει το φάντασμά μου, το κορίτσι των 23 ετών, με όλη τη ζωή μπροστά του· αυτό· κι ακόμη, ότι είναι πιο συμπαγής και μεγαλοπρεπής, πιο στιβαρός απ’ ό,τι θυμόμουνα. Οι κίτρινοι κίονες ‒ πώς να το πω; όλοι μαζί, σαν σύνολο, ακτινοβολούσαν εκεί πάνω στο βράχο, με φόντο τον πιο βίαιο ουρανό, χτυπητό ψυχρό γαλάζιο, κι ύστερα μαύρο του ανθρακίτη. Πλήθη περνούν φευγαλέα σαν ικέτες (πρόκειται για ελληνόπουλα που τα ‘φεραν με το σχολείο). Ο ναός σαν πλοίο, δονείται, τεντώνεται, πλέει, αν και ακίνητος, διασχίζοντας τους αιώνες. Είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι θυμόμουνα, με μεγαλύτερη συνοχή. Ίσως ξεθύμανε κάτι από τον νεανικό συναισθηματισμό που κάνει τα πράγματα μελαγχολικά. Τώρα που είμαι πενήντα, […] έχω γκρίζα μαλλιά κι η ζωή μου σχεδόν τελείωσε, μ’ αρέσει υποθέτω ό,τι έχει ζωντάνια, το λουλούδιασμα μπροστά στο θάνατο. Από κάτω η Αθήνα σαν σπασμένο τσόφλι, και τα γκριζόμαυρα θαμνώδη βουνά». (Πέμπτη 21 Απριλίου, Αθήνα [Ξενοδοχείο Ματζέστικ])