Πέθανε ο εμβληματικός συνθέτης Ennio Morricone
Ο Ιταλός μουσικός που συνέδεσε το όνομα του με τα spaghetti western του Sergio Leone «έφυγε» στην ηλικία των 91 ετών.
Ένας από τους πιο γνωστούς κινηματογραφικούς μουσικοσυνθέτες, ο βραβευμένος με Όσκαρ Ennio Morricone, πέθανε στην ηλικία των 91 ετών. Ο Ιταλός μουσικός, ο οποίος συνέδεσε το όνομα του με τα spaghetti western του Sergio Leone και έγραψε την μουσική για πάνω από 500 ταινίες, πέθανε στην Ρώμη από επιπλοκές μιας πτώσης το περασμένο φθινόπωρο, όταν και έσπασε το πόδι του.
Ο «Maestro», όπως είχε γίνει γνωστός στον χώρο του θεάματος, είχε τιμηθεί με ένα τιμητικό Όσκαρ το 2008 για την «υπέροχη και πολύπλευρη συνεισφορά του στην τέχνη της κινηματογραφικής μουσικής» και άλλο ένα Όσκαρ για το soundtrack του «Οι μισητοί οκτώ» του Quentin Tarantino το 2015, ενώ είχε υποψηφιότητες για την μουσική που έγραψε για τα «Ημέρες ευτυχίας» του Terrence Malick, «Η αποστολή» του Roland Joffé, «Οι αδιάφθοροι» του Brian De Palma, «Bugsy» του Barry Levinson και «Μαλένα» του Giuseppe Tornatore.
Γεννημένος στις 10 Νοεμβρίου του 1928 στην «Αιώνια Πόλη», ο Morricone άρχισε να παίζει τρομπέτα και να γράφει μουσική από την ηλικία των έξι ετών. Γνώρισε τον Sergio Leone στο σχολείο όταν ήταν οκτώ ετών (με τον οποίο θα ξαναέσμιγε δύο δεκαετίες αργότερα) και σπούδασε στο Ωδείο Santa Cecilia υπό τον σπουδαίο Ιταλό συνθέτη Goffredo Petrassi. Μετά τις σπουδές του άρχισε να γράφει μουσική για ραδιοφωνικά δράματα και έπαιζε σε ορχήστρα που ειδικευόταν στα soundtrack ταινιών.
Ο ίδιος θεωρούσε πως η μουσική των ταινιών της εποχής στις ήταν «πολύ άσχημη» και ότι μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα, αρκεί να έβρισκε την κατάλληλε ευκαιρία. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η βιομηχανία κινηματογράφου στην Ιταλία άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία και ο Morricone συνεργάστηκε με τους Mario Lanza, Paul Anka, Charles Aznavour, Chet Baker ως ενορχηστρωτής στα στούντιο της RCA και τον σκηνοθέτη Luciano Salce σε ορισμένες παραστάσεις. Όταν ο Salce χρειάστηκε συνθέτη για την κωμωδία «Ο φασίστας», στράφηκε στον Morricone.
Ακολούθησαν περίπου δέκα άλλες ταινίες, μέχρι να συνεργαστεί με τον πρώην συμμαθητή του, τον Sergio Leone, στο πρώτο του western, το «Για μια χούφτα δολάρια» με τον Clint Eastwood, όπου άρχισε να χτίζει την φήμη του ως μουσικοσυνθέτης.
Η εμβληματική μουσική του Morricone συνδέθηκε με τις ιταλικές παραγωγές western των δεκαετιών του 1960 και 1970, χάρη στις πολλές συνεργασίες του με τον Leone σε κλασικές ταινίες του είδους, όπως τα «Μονομαχία στο Ελ Πάσο», «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», «Κάποτε στη Δύση» και «Κάτω τα κεφάλια».
«Η μουσική είναι απαραίτητη, επειδή οι ταινίες μου θα μπορούσαν ουσιαστικά να είναι βουβές ταινίες, ο διάλογος έχει σχετικά λίγη σημασία, οπότε η μουσική τονίζει την δράση και τα συναισθήματα περισσότερο από τον διάλογο» είχε δηλώσει Leone, συμπληρώνοντας πως σε ορισμένες περιπτώσεις είχε ζητήσει από τον Morricone να γράψει την μουσική μιας ταινίας πριν καν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, θεωρώντας την ως αναπόσπαστο κομμάτι του σεναρίου.
Ο Morricone μπορούσε να εστιάσει μαεστρικά σε ένα μουσικό όργανο – όπως το σόλο τρομπέτας στο «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» – και αγαπούσε τον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας και της εβραϊκής άρπας. Η μουσική του ξεχώρισε για την χρήση μη συμβατικών μουσικών οργάνων για τα soundtrack ταινιών, όπως σφυρίχτρες, καμπάνες, μαστίγια, ουρλιαχτά κογιότ, τιτιβίσματα πουλιών, τον χτύπο ρολογιών, πυροβολισμούς και φωνές των γυναικών.
«Οι ήχοι όλων των ειδών μπορούν να χρησιμεύσουν για την μεταφορά συναισθημάτων, είναι μουσική που αποτελείται από τον ήχο της πραγματικότητας» είχε δηλώσει ο ίδιος για την τεχνική του.
Αν και το όνομα του έγινε συνώνυμο με τα spaghetti western (έναν όρο τον οποίο ο ίδιος απεχθανόταν) και τις συνεργασίες του με τον Leone, ο Morricone συνεργάστηκε με ένα ευρύ φάσμα σκηνοθετών όπως τους Gillo Pontecorvo («Η μάχη του Αλγερίου»), Bernardo Bertolucci («1900»), John Boorman («Εξορκιστής ΙΙ: Ο Αιρετικός»), Edouard Molinaro («Το κλουβί με τις τρελές»), John Carpenter («Η απειλή»), Pedro Almodóvar («Δέσε Με»), Franco Zeffirelli («Άμλετ»), Wolfgang Petersen («Η δεύτερη ευκαιρία»), Mike Nichols («Wolf») και Warren Beatty («Μπούλγουορθ»).
Παρά το γεγονός ότι του είχε ζητηθεί αρκετές φορές, δεν συνεργάστηκε ποτέ με τον Clint Eastwood ως σκηνοθέτης, με τον ίδιο να ομολογεί πως μετανιώνει, ενώ έχασε την ευκαιρία να γράψει την μουσική για το «Κουρδιστό πορτοκάλι» του Stanley Kubrick επειδή σύμφωνα με τον Leone είχε φορτωμένο πρόγραμμα και δεν προλάβαινε (κάτι το οποίο τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ίσχυε).
Ως τεράστιος θαυμαστής των spaghetti western, ο Quentin Tarantino χρησιμοποίησε ορισμένες συνθέσεις του Morricone σε ταινίες του όπως τα «Kill Bill», «Django, ο Τιμωρός» και «Άδωξοι μπάσταρδη». Σε συνέντευξη του το 2016, Ο Morricone είχε χαρακτηρίσει την συνεργασία του με τον Tarantino «τέλεια», επειδή «δεν μου έδωσε οδηγίες. Έγραψα την μουσική χωρίς να ξέρει ο Quentin Tarantino τίποτα για αυτή, πήγα στην Πράγα όπου την ηχογράφησα και ήταν πολύ ευχαριστημένος. Η συνεργασία ήταν βασισμένη στην εμπιστοσύνη και μια τεράστια ελευθερία για μένα».