Αποκλειστικό: Το νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου στο clickatlife.gr

love
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

Το clickatlife.gr εξασφάλισε αποσπάσματα από το νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου που θα κυκλοφορήσει στις 3 Απριλίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Ένα μυθιστόρημα όπου το ερωτικό στοιχείο πλέκεται ως αλληγορία με τις επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου. Ο έρωτας του Άνδη και της Θάλειας ξεκινά από την παιδική ηλικία, όμως μέχρι πού θα φτάσει; Δυο κόσμοι ολότελα διαφορετικοί, σμίγουν μέσα από μια ερωτική σχέση και συγκρούονται.

"Άμα στάξεις μια σταγόνα λάδι σε κρύο νερό, θα επιπλεύσει ολόσωστη. Όμως, αν στάξεις άλλη σε νερό που κοχλάζει, θα μοιραστεί σε δεκάδες μικρότερες. Τούτη ήταν κι η διαφορά της Θάλειας με τον Άνδη. Μέσα σε γυάλα περιοριζόταν ο κόσμος της, στους χίλιους ανέμους χόρευε εκείνου."

Ενα βιβλίο που μιλά για την επιφάνεια και τον βυθό, την ψυχή∙ το πάλεμα των εσωτερικών φωνών και τις έξωθεν συνθήκες που προδιαγράφουν την τύχη των ανθρώπων. Ενας έρωτας πυρκαγιά με πολλά εμπόδια να τον καταδυναστεύουν. Μια νεκροκεφαλή-μυστήριο, ο αυταρχικός πατέρας κι η υποταγμένη μάνα, πόρνες, αντιεξουσιαστές, ιδεολόγοι κι ανθρώπινα αγρίμια, η μέγγενη της οικογένειας και του κοινωνικού περίγυρου, η ζωή στον απόμακρο οικισμό, στην επαρχιακή πόλη και στην Αθήνα.

Οι δυο ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με διλήμματα που ξεπερνούν τις ψυχικές αντοχές τους. Ακολουθήστε στις σελίδες του βιβλίου τις διαδρομές της αλήθειας και αφήστε να αναδειχθεί η δύναμη της αγάπης μέσα από τις αντιθέσεις. Η εκρηκτική αφήγηση, η ευρηματική πλοκή, ο έντονος σαρκασμός, το χιούμορ, οι αναπάντεχες ανατροπές, ο στοχασμός και η σαγηνευτική γλώσσα κτίζουν ένα μυθιστόρημα-ωκεανό∙ του γλυκασμού και της αρμύρας, της σιωπής και της μελωδίας, των παθών και των παθημάτων.

Ένα βιβλίο για τον έρωτα και την αγάπη, που μέσα σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί ο εγωκεντρισμός και η ιδιοτέλεια έρχονται να μεταβολίσουν το «δικό μου» και να το κάνουν «δικό σου», εξού και ο τίτλος.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Γιάννης Καλπούζος γεννήθηκε στο χωριό Μελάτες της Άρτας το 1960. Έχει γράψει ποιητικές συλλογές, 70 στίχους τραγουδιών, διηγήματα και μυθιστορήματα. Με την ποιητική συλλογή Έρωτας νυν και αεί ήταν υποψήφιος στη βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2008, ενώ το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (Ε.ΚΕ.ΒΙ.) για το μυθιστόρημά του Ιμαρέτ.

Διαβάστε ένα απόσπασμα για τον έρωτα του Άνδη και της Θάλειας.

Τ’ ανοιχτά κι ελεύθερα πελάγη που οραματιζόταν η Θάλεια δέθηκαν με δίχτυα και αυστηρούς κανόνες ναυσιπλοΐας. Πέτυχε μεν να εισαχθεί στη Νομική της Αθήνας όμως δεν ήρθε μονάχη της στην πρωτεύουσα, καθότι μερίμνησε ο Χαρίδημος να την ακολουθήσει όλη η οικογένεια.

Βάζοντας λυτούς και δεμένους κατάφερε να τον μεταθέσουν στην Αθήνα, όπου παλιότερα είχε αγοράσει τριάρι διαμέρισμα στο Κουκάκι. Αγνοούσε μάλιστα η Θάλεια την ύπαρξή του κι απόρησε για την προέλευση των χρημάτων. Αυστηρές οικονομίες ετών και δάνειο, της εξήγησε.

Με τον Άνδη ανταμώθηκαν δεκαπέντε Οκτώβρη, προεόρτια των εκλογών. Την ώρα που πλήθη κατευθύνονταν προς την Πλατεία Συντάγματος μέσα σε έξαρση ενθουσιασμού και φωνάζοντας συνθήματα: Λαός, ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία και Αλλαγή, αλλαγή, λαϊκή συμμετοχή.

Είχε φύγει ο Χαρίδημος για την Άρτα, προκειμένου να συνδράμει στην προεκλογική εκστρατεία της καταρρέουσας Νέας Δημοκρατίας, κι ως εκ τούτου άφησε ελεύθερο το πεδίο. Συνάμα στο σπίτι δεν πρόλαβε να εγκριθεί τηλεφωνική σύνδεση, ώστε να την ελέγχει μακρόθεν, και πήρε μαζί του την Αυγούλα, μη χαθεί ούτε μία ψήφος.

Η Θάλεια μακάριζε τον νομοθέτη που όρισε να ξεκινά το δικαίωμα ψήφου από την ηλικία των είκοσι ενός ετών. Τηλεφώνησε το μεσημέρι στην ταβέρνα του Μπαρμπα-Γιάννη, μια κι ο Άνδης ισχυριζόταν ότι δε διαθέτει γραμμή στην γκαρσονιέρα λόγω της συγκατοίκησής του με τη Μαρίνα, και συναντήθηκαν στην οδό Μακρυγιάννη, ένα τετράγωνο απ’ το σπίτι της.

Άλλη επιλογή δεν είχε. Κάτεχε απ’ την Αθήνα μόνο το δρομολόγιο του τρόλεϊ μέχρι την Πανεπιστημίου, το οποίο όμως απέκλεισε η προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Στεκόταν στη γωνία Μακρυγιάννη και Διονυσίου Αρεο-παγίτου όταν τον αντίκρισε να έρχεται απ’ τα στενά της Πλάκας. Το πρόσωπό της λαμποκόπησε, η καρδιά της σπαρταρούσε, τα πόδια της λύθηκαν. Ωστόσο έψαχνε αριστερά και δεξιά μην τη δουν.

Ποιος τη γνώριζε; Ποιος νοιαζόταν;

«Καλώς την! Επιτέλους ελεύθεροι!» αναφώνησε ο Άνδης μόλις πλησίασε κι έσκυψε να τη φιλήσει. «Στη μέση του δρόμου;» αντέδρασε κι ας ποθούσε τόσο κείνο το φιλί.

«Εδώ δεν είναι Άρτα να μας ξέρουν».

«Ίσως περνά κάποιος απ’ την πολυκατοικία».

«Κανένας δε νοιάζεται. Αυτό είναι το καλό, μα και το κακό της Αθήνας. Θα συνηθίσεις με τον καιρό».

«Καλύτερα να προσέχουμε…»

Ο Άνδης αγνόησε τις επιφυλάξεις της. Την έπιασε απ’ τη μέση και πορεύτηκαν κατά την Πλάκα. Ως διά μαγείας χάθηκε ο φόβος. Ένιωθε το χέρι του να την αγκαλιάζει, ήμερος κυματισμός να τη λούζει, και θωρούσε τριγύρω εκστασιασμένη. Μαγαζιά, φώτα, μικροπωλητές, ζευγάρια, μπουλούκια τουριστών, καλοαναθρεμμένα σκυλιά, όλα έμοιαζαν σαν πανηγύρι. Θαρρείς και κάποιος έστησε ιδανικό σκηνικό μόνο για κείνους.

Στην οδό Κυδαθηναίων κάθισαν σ’ ένα καφέ της πλατείας.

«Ταξίδια είναι τα μάτια σου», είπε ο Άνδης, κι η Θάλεια βυθιζόταν στα δικά του.

Χανόταν στις μαύρες λίμνες των ματιών του. Γινόταν φωτεινό κατάρτι, μια κοντυλιά στον χάρτη τους.

«Πώς σου φαίνεται η Αθήνα;»

Σαγηνευτική, ήθελε ν’ αποκριθεί. Μαγικό καράβι. Ιστιοφόρο που ταξιδεύει στα πέλαγα. Γιατί όπου βρίσκεσαι συ, βρίσκονται κι οι ομορφιές του κόσμου όλου. Γιατί τότε ανθίζει η ζωή μου κι ονειρεύομαι.

Όμως δεν άρθρωσε λέξη. Μέλωσε απ’ τη γλύκα του και κλειδώθηκε, χάθηκε η μιλιά της.

«Σε τρομάζει;»

«Τίποτε δε με τρομάζει άμα είσαι πλάι μου», κατόρθωσε ν’ αρμαθιάσει επιτέλους μια πρόταση.

«Θέλω ν’ αλητέψω στο κορμί σου!» ψιθύρισε ο Άνδης.

Σάματις κείνη δεν το 'θελε; Τούτο δεν ονειρευόταν μέρα νύχτα για χρόνια; Να σμίξουν όπως οι φλόγες της φωτιάς. Ν’ ανάψει και να σβήσει στην αγκαλιά του. Μα την ξάφνιασε ο τρόπος του. Ήσαν φουντωμένα μέσα της κι όλα τ’ αγκάθια των πατρικών νουθεσιών κι οι ηθικές αναστολές, και κλάδεψε τους βλαστούς του πόθου της.

«Μήπως βιάζεσαι λίγο;»

Τον είδε να σκυθρωπιάζει και μαράζωσε κι η ίδια. Γιατί να του απαντήσει ότι βιάζεται και να μην αφεθεί στο κύμα του; Γιατί ν’ ανακόψει την ορμή του; Γιατί να μην πει: «Πάρε με, κάνε με ό,τι θες, αλήτεψε στο κορμί μου»;

«Όταν στεναχωριέσαι, τα μάτια σου εκπέμπουν μια μελένια σκοτεινιά!» ψιθύρισε ο Άνδης.

«Σαν τη γλυκάδα της αστροφεγγιάς!»

Φτερούγισε πάλι η καρδιά της. Άρα δεν του κακοφάνηκε. Δεν της θύμωσε.

«Οι πολλοί πάνε στον Παπανδρέου. Προτείνω να τραβήξουμε κατά την Ακρόπολη, κόντρα στο ρεύμα. Οτιδήποτε εξελίσσεται σε ρεύμα είναι επικίνδυνο, να το ξέρεις».

Για τη Θάλεια ο μόνος κίνδυνος ήταν εκείνος. Γλυκός κίνδυνος, επιθυμητός, κατεβασιά που παρακαλούσε να την παρασύρει.

Ανηφόρισαν προς τ’ Αναφιώτικα μες από στενά και δαιδαλώδη σοκάκια. Σε κάποια μόλις χωρούσαν να διαβούν. Τα σπίτια, με τις μικροσκοπικές αυλές, σκαρφάλωναν στα βορειοανατολικά του Βράχου της Ακρόπολης. Παράταιρα μα και κατά έναν τρόπο ταιριαστά με την αισθητική του τοπίου. Μια σταλιά σπίτια, σχεδόν όλα ασβεστωμένα και μπόλικα με γαλάζια χρώματα στα παραθύρια και στις πόρτες. Θύμιζαν κυκλαδίτικα χωριά.

«Τα έφτιαξαν μάστορες απ’ την Ανάφη για να μένουν, όταν έκτιζαν τ’ ανάκτορα του βασιλιά Όθωνα, τη σημερινή Βουλή. Αργότερα εγκαταστάθηκαν και Μικρασιάτες πρόσφυγες», εξήγησε ο Άνδης.

Κει που τέλειωναν τα γραφικά σπιτάκια κι υψωνό-ταν πια το ελεύθερο από κτίσματα κομμάτι του Ιερού Βράχου, στάθηκαν. Αντίκρυ φαινόταν ο Λυκαβηττός, στο βάθος η Πάρνηθα και η Πεντέλη, ανατολικά ο Υμηττός κι ανάμεσα, στο λεκανοπέδιο, απλωνόταν χαώδης η πρωτεύουσα.

«Την αρχαία Αθήνα…» πήρε να λέει ο Άνδης και συγχρόνως έδειχνε, θαρρείς κι η Θάλεια γνώριζε τα μέρη «περιέκλειαν τείχη, όπως και επί Πελασγών. Στον Κεραμεικό βρισκόταν η διπλή πύλη, το Δίπυλον, να εκεί κάτω! Τραβούσαν τα τείχη προς το Θησείο, το Αστεροσκοπείο, τον Λόφο Φιλοπάππου, γραμμή προς τον Ιλισό και πίσω απ’ τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, το Ζάππειο, που φυσικά δεν υπήρχε τότε, διέσχιζαν τον Εθνικό Κήπο, έστριβαν λοξά κατά τη Σταδίου, ξανά στην Κλαυθμώνος προς την Αιόλου και κατέληγαν στο Δίπυλο. Μικρότερα σε μήκος ήταν τα τείχη επί Οθωμανοκρατίας, τα λεγόμενα Σερπεντζέ επειδή έμοιαζαν με φίδι, κι εδώ από κάτω είχαν προμαχώνα και διεξήχθησαν φοβερές μάχες. Τα γκρέμισαν τη δεκαετία του χίλια οκτακόσια εβδομήντα».

«Πού τα ξέρεις όλα αυτά;» ρώτησε απορημένη.

«Ιστορικός δε σπουδάζω;» απάντησε με μια δόση έκπληξης.

Πλέον η Θάλεια σιγουρεύτηκε. Ο Μίμης τον συκοφάντησε όταν υποστήριζε πως δεν πέτυχε στις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο.

«Κοίτα στα μάτια μου πώς καθρεφτίζεται η Αθήνα», άλλαξε ρότα ο Άνδης.

Όλος ο κόσμος εκεί καθρεφτίζεται, ήθελε ν’ αποκριθεί. Ωστόσο δε μίλησε και σίμωσε να παρατηρήσει.

Ο Άνδης έσκυψε απότομα και τη φίλησε στα χείλια. Παθιασμένα, λαίμαργα. Καθώς ξεπετιέται ο καταρράκτης και ορμά στο κενό. Κι ένιωθε να χάνεται στη δίνη του. Να υπερίπταται της Αθήνας και να στροβιλίζεται ανάμεσα σ’ εκατομμύρια λουλούδια, κομμένα απ’ τους κρεμαστούς κήπους τ’ ουρανού.

Χωρίς ν’ ανακοπεί η ερωτική μέθη κίνησαν αγκαλιασμένοι και περπατούσαν με συνεχή σκουντουφλήματα στον ανισοϋψή κι ακανόνιστο δρομίσκο που πλευροκοπούσε τον βράχο πάνω απ’ τ’ Αναφιώτικα.

«Πού πάμε;»

«Θα δεις».

Ήδη έπαιρνε να σουρουπώνει κι άναβαν σταδιακά μυριάδες φώτα. Μεταβολιζόταν η τσιμεντούπολη σε μήτρα και γεννοβολούσε γήινα άστρα. Σάμπως να κατέβηκε ο ουράνιος θόλος στη γη. Ν’ αντιστράφηκε η συμπαντική τάξη των πραγμάτων.

Όπως προχωρούσαν, ο Άνδης αράδιαζε τη μια πληροφορία μετά την άλλη: «Αυτή είναι η εκκλησία Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, όπου ασκήτε-ψε η Αγία Παρασκευή· εδώ λειτούργησε το πρώτο πανεπιστήμιο το χίλια οκτακόσια τριάντα επτά· εκεί πέρα έθαψαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο».

Ο δρόμος πλάταινε μετά την εκκλησία του Σωτήρος κι έσμιξαν μ’ άλλους περιπατητές.

Συνέχισαν σφιχταγκαλιασμένοι, θαρρείς κι έπαψαν να βλέπουν τα μάτια του κόσμου, ώσπου έφτασαν σ’ ένα βραχώδες σύμπλεγμα. Ανέβηκαν τη σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στο κατά κάποιο τρόπο πλάτωμα της κορυφής και στάθηκαν.

«Ο Άρειος Πάγος!» εξήγησε ο Άνδης. «Ο λόφος χρωστά την ονομασία στον θεό Άρη. Εδώ λειτουργούσε η βουλή του Αρείου Πάγου. Εδώ κήρυξε κι ο Απόστολος Παύλος τον χριστιανισμό και φέρεται ως πρώτος προσηλυτισθείς Αθηναίος ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης».

Κάμποσα ζευγάρια ερωτοτροπούσαν εδώ κι εκεί στον μακρόστενο βράχο. Κρατώντας την απ’ το χέρι εντόπισαν απόμερο σημείο, κάθισαν κι ατένιζαν τη λαμπυρίζουσα Αθήνα. Όλα φάνταζαν μαγικά στα μάτια της, συνωμοσία των αγγέλων και ζύμωμα γλυκασμών.

Πρόσθετε κι ο φωτισμένος Παρθενώνας από ψηλότερα ζέση υπερκόσμια, μυστηριακή.

«Μέσα στην Ακρόπολη ζούσαν τετρακόσιες πενήντα οικογένειες Οθωμανών, εξισλαμισμένοι Έλληνες επί το πλείστον, που τουρκικά δεν ήξεραν. Ήταν γεμάτος σπίτια ο χώρος.»

Έκαναν τον Παρθενώνα οι χριστιανοί ναό της Αγίας Σοφίας κι ύστερα της Παναγίας, με εικόνες στους τοίχους του Αγίου Πλάτωνα και άλλων αγίων με ονόματα αρχαίων φιλοσόφων· οι Φράγκοι λατινική εκκλησία κι οι μουσουλμάνοι τζαμί. Το δε Ερέχθειο το μετέτρεψαν σε εκκλησία οι Βυζαντινοί, οι Φράγκοι σε ανάκτορο των δουκών, οι Οθωμανοί σε χαρέμι κι ο Γκούρας εγκατέστησε εκεί τη φαμίλια του. Αυτά είναι της Ιστορίας τ’ ανακατώματα. Μήπως είναι βαρετά όσα λέω; Τ’ αναφέρω γιατί έτσι αγαπά και δένεται κανείς με τους τόπους, όταν γνωρίζει την ιστορία τους».

«Μ’ αρέσουν. Μ’ αρέσει και ν’ ακούω τη φωνή σου».

Ο Άνδης άρχισε πάλι να εξιστορεί κι όπως φώλιασε στην αγκαλιά του πήρε να της χαϊδεύει το πρόσωπο, τα χέρια, τα πόδια.

Η Θάλεια σαν σε όνειρο πια μάθαινε ότι οι Αθηναίες της αρχαιότητας ζούσαν περιορισμένες στον γυναικωνίτη, ωστόσο έβαζαν πάτους από φελλό στα παπούτσια για να φαίνονται ψηλότερες. Κι ακόμα για την προίκα που έδιναν να παντρευτούν, για τα Μεγάλα Παναθήναια και πόσα άλλα.

Φανταζόταν και να συμμετέχει στην Πομπή των Παναθηναίων. Να είναι μια απ’ τις ευγενείς Ατθίδες παρθένες με τα κάνιστρα στο κεφάλι, γιομάτα κριθάρι, μέλι και μικρές πίτες. Κι ανάμεσά τους να υψώνεται ο ιερός πέπλος της Αθηνάς απάνω σε τριήρη που κυλούσε με τροχούς προς την Ακρόπολη. Ν’ ακολουθούν και νέοι με μυρσίνες στα χέρια, οπλίτες, πλήθος κόσμου και ν’ αχολογούν παντού μουσικές.

Όμως σιγά σιγά, καθώς το χέρι του Άνδη προχωρούσε όλο και ψηλότερα στους μηρούς της, αλώνοντας τα τρυφερά κι αμάλαγα μέρη του κορμιού της, κι άλλοτε βυθιζόταν κάτω απ’ την μπλούζα της, έσβησαν οι εικόνες κι απόμειναν μονάχα οι ήχοι· μελωδίες, σταλάγματα του παραδείσου. Έσβησε σταδιακά κι η φωνή του Άνδη κι ορθώθηκε απόλυτος κυρίαρχος ο πόθος.

«Πάμε στο σπίτι μου», τόλμησε να ξεστομίσει. Ούτε καν ερώτηση δεν απηύθυνε. Αυτή, η μετριοπαθής και μετρημένη σε όλα. Το 'φερε ως τετελεσμένο γεγονός. Κι όταν την επισκέφτηκαν οι πρώτες αμφιβολίες, στα μισά της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, δεν μπορούσε να υπαναχωρήσει. Πάσχισε μόνο να λάβει όλα τ’ απαραίτητα μέτρα μην τυχόν και τους αντιληφθεί κανείς. Μπήκε με προφυλάξεις στην πολυκατοικία, ανέβηκε στον τρίτο όροφο με το ασανσέρ κι ακολούθησε ο Άνδης απ’ τις σκάλες.

Έτσι ανέβαινε λίγο αργότερα και στο κορμί της, απ’ τις σκάλες. Αργά κι αισθησιακά, εξανεμίζοντας την αμηχανία και τον φόβο της πρώτης φοράς.

Φιλούσε τις πατούσες και τους αστραγάλους της. Έσερνε τη γλώσσα του στις γάμπες, στα γόνατα κι όπισθεν στις τρυφερές κοιλότητες. Έσπερνε φιλιά στο εσωτερικό των μηρών κι ολόγυρα. Και πέρασε κατόπιν στην κοιλιά, σαν να βουτούσε απαλά το δάχτυλο στο μέλι και τ’ άπλωνε στο δέρμα της.

Μυρμήγκιασε το κορμί της ολόκληρο, απογειώθηκε. Κι όταν έπιασε να περιθάλπει με τη γλώσσα τις ρώγες της, διακτινίστηκε. Σε κράμα πόνου και ηδονής μοιράστηκε το βάπτισμά της σε γυναίκα κι ύστερα γίνηκε ψιχίο στο σύμπαν της αγκαλιάς του μέχρι το πρωί.

Πληροφορίες: Το νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου "Ότι αγαπώ είναι δικό σου" θα κυκλοφορήσει στις 3 Απριλίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.