Αλέξης Σταμάτης: «Η Αθήνα είναι μια πόλη ειλικρινής»

aleksis-stamatis-i-athina-einai-mia-poli-eilikrinis

Ο Αλέξης Σταμάτης φωτογραφημένος από τη Δανάη Παπουτσή

ΔΕΥΤΕΡΑ, 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011

Ο Αλέξης Σταμάτης μοιράζεται με το click@Life τις σκέψεις του για μια περίεργη Κυριακή που έγινε μυθιστόρημα.

Το συγγραφικό ραντάρ του Αλέξη Σταμάτη κατέγραψε τα πρώτα σημάδια κινδύνου λίγο πριν πυκνώσουν τα σύννεφα της ελληνικής κρίσης. Το μυθιστόρημά του «Κυριακή» με φόντο την ημέρα των βουλευτικών εκλογών του 2009 ξεδιπλώνει το θρίλερ ενός τοκογλυφικού χρέους που ενώνει τις πορείες δύο μοναχικών ηρώων. Ο εσωστρεφής, 19χρονος Βασίλης προσπαθώντας να δώσει απαντήσεις στο οικογενειακό του δράμα, συναντά έναν απρόσμενο σύμμαχο στο πρόσωπο ενός μεσήλικα δημοσιογράφου. Στο γλωσσικό καλειδοσκόπιο του Αλέξη Σταμάτη, η νεανική αργκό συναντά την ποίηση του Καρούζου.

Πότε γράφτηκε το βιβλίο και με ποια διάθεση;

To βιβλίο γράφτηκε μεταξύ 7ης Οκτωβρίου 2009 και 21ης Ιανουαρίου 2010. Αφορμή ήταν η συνάντηση μου με έναν εσωστρεφή πιτσιρικά που μιλούσε με «πέντε» λέξεις, με τη γνωστή σλανγκ της ηλικίας του. Από τη μια η «διάλεκτος» αυτή ήταν μια επικοινωνιακή υπεκφυγή κι από την άλλη υπήρχε μια θαυμαστή συμπύκνωση. Σκέφτηκα τι θα γινόταν εάν έβαζα μια «αφηγηματική κάμερα» στο μυαλό του, όπου εκτιμούσα ότι θα γίνεται κοσμογονία... Πόσα θαυμαστά θα μου έδινε ο Βασίλης. Κάτι που μου συνέβη.

Η λογοτεχνία αντιγράφει τη ζωή ή το αντίθετο;

Ο Όσκαρ Ουάιλντ, στο δοκίμιο του «Η παρακμή του ψεύδους» είχε πει ότι «Η ζωή αντιγράφει (μιμείται) την τέχνη περισσότερο απ’ ότι η τέχνη αντιγράφει (μιμείται) τη ζωή». Αυτό οφείλεται στο ότι η ίδια η ζωή φέρει εγγενώς ένα στοιχείο μίμησης (αντιγραφής) άλλα και στο ότι το συνειδητός στόχος (η μάλλον φυσική τάση) της ζωής είναι να αναζητήσει, να βρει έκφραση. Εκεί λοιπόν έρχεται η τέχνη να προσφέρει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες μορφές και φόρμες μέσα από τις όποιες μπορεί κανείς να αφήσει την ενέργεια αυτή να εκλυθεί. Ως παράδειγμα ο Ουάιλντ παίρνει της ομίχλες του Λονδίνου, οι οποίες υπήρχαν φυσικά από αιώνες. Ωστόσο, οι άνθρωποι ουσιαστικά «είδαν» για πρώτη φορά αυτές τις υπεροχές καφέ ομίχλες που αναδύονταν από τα σοκάκια, που θόλωναν τις λάμπες του γκαζιού και μετέτρεπαν τα σπίτια σε σκιές, μόνον όταν οι ζωγράφοι και οι ποιητές τους έδειξαν την ομορφιά του αποτελέσματος αυτών των φυσικών φαινομένων. Ήταν πράγματα που βρίσκονταν ανέκαθεν εκεί, αλλά δεν «υπήρχαν», μέχρι που η τέχνη τα «εφηύρε», τα έφερε στο φως. Δυστυχώς όμως στις μέρες μας, η τέχνη που σταδιακά επιλέγει ο άνθρωπος για να αντιγράψει η να μιμηθεί στη ζωή του (ή η λογοτεχνία στην περίπτωση μας) είναι όλο και χαμηλότερου επιπέδου.

Δυσκολεύτηκες ως συγγραφέας να «μάθεις» τη γλώσσα του 19χρονου ήρωά σου;

Δεν υπήρξε θέμα μαθητείας. Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός. Άμα διαθέτεις ευήκοον ους οι φθόγγοι και οι σημασίες της είναι κόσμοι ολόκληροι. Η συνειρμική δύναμη πολλών από των φράσεων της νέας γενιάς είναι αξιοσημείωτη. Υπάρχουν φράσεις και λέξεις που είναι μπροστά από τα λεξικά. Θα μπουν αργότερα , άλλα αυτή τη στιγμή προηγούνται της καταγραφής. Κάθε μέρα γεννιούνται και θα γεννιούνται λέξεις γιατί τα πράγματα της ζωής και οι αποχρώσεις τους είναι αφάνταστα πιο πολύπλοκα και σύμπλοκα από οποιοδήποτε συνδυασμό 24 γραμμάτων που τα αποτυπώνει.

Σε ποια σημεία πιστεύεις ότι ο νεαρός Βασίλης αντανακλά τη νέα γενιά;

Σε πάρα πολλά. Μένει με τους γονείς του (με τη μάνα του), έχει μια περιστασιακή δουλειά, έχει απομυθοποιήσει από νωρίς ένα σωρό πράγματα, έχει την εσωστρέφεια του περήφανου, δεν εκφράζεται εύκολα συναισθηματικά, δεν έχει ερωτευτεί – τουλάχιστον στην αρχή του βιβλίου – είναι «απολιτίκ», δεν έχει όραμα, έχει σταθερή παρουσία στο δίκτυο. Ωστόσο μέσα στο νου, στη ψύχη του υπάρχουν φοβερές ανέκφραστες δυνάμεις που αν ήξερε πως -ή αν τον αφήναν- να τις αφήσει ελεύθερες, θα «ούρλιαζαν και θα τάραζαν τον κόσμο όλο», που έλεγε κι ο Λόρκα.

Ποδόσφαιρο, τηλεόραση, facebook, χλιδάτες φαντασιώσεις απασχολούν τον Βασίλη στο πρώτο μέρος του βιβλίου σου. Οι ασχολίες αυτές αντικατοπτρίζουν πλέον το σύνολο του ελεύθερου χρόνου μας ;

Μια λεπτομέρεια: η μοναδική χλιδάτη φαντασίωση – το αυτοκίνητο- είναι η απόλυτη εξαίρεση. Δεν είναι η χλίδα που τον αφορά είναι το «φάντασμα στη μηχανή». Τα υπόλοιπα είναι μεταθέσεις, η φαντασιακή προβολή του επίκαιρου έτσι όπως περιβάλλει έναν οποιοδήποτε άνθρωπο –νέο η μη- που ζει στον 21ο αιώνα. Ο παραπληρωματικός, -εικονικός ή μη- κόσμος που τον καλύπτει σαν σκιά. Κάτι που δεν ισχύει πλέον μόνο για τους νέους ανθρώπους. Είναι αυτό το αναδυόμενο cloud computing, η νέα cloud ζωή που θα βιώνουμε με τις δεκάδες εκατοντάδες αυτές παραπληρωματικές ενασχολήσεις, χόμπι, ανάγκες, προβολές , φαντασιώσεις να μας περιβάλλουν ως postmodern άλως, σαν μετα-πλατωνικές σκιές, αντίγραφα μιας κατασκευασμένης πραγματικότητας που εκφράζεται, όχι ως ένας κόσμος παραισθήσεων η αυταπάτης, αλλά ως συντεταγμένες ταυτοποίησης μας ως υποκειμένων κατανάλωσης. Εκείνο που η εντέλει θέλουμε από την τεχνολογία είναι απλό: γνώση, επικοινωνία και τον απλούστερο τρόπο χειρισμού της. Η μελλοντική άυλη οθόνη και η χειρονομιακή χρήση ελπίζω να λύσει το θέμα οριστικά.

Ο Βασίλης ανήκει στους οργισμένους των γεγονότων του Δεκεμβρίου. Πώς στέκεσαι απέναντι σε αυτή την οργή;

Ο Βασίλης δεν είναι συλλογικά οργισμένος. Είναι προσωπικά οργισμένος. Φίλτραρε τον Δεκέμβρη μέσα από το προσωπικό του πρόβλημα με τον πατέρα του κι έκανε μια κίνηση μόνος του. Το γιατί το έκανε αυτό έχει προοικονομηθεί αρκετά μέσα στο βιβλίο και είναι σύμφωνο με τον χαρακτήρα του έτσι όπως παρουσιάζεται και εξελίσσεται. Έκανε κάτι εντελώς συγκεκριμένο. Ο Βασίλης δεν ανήκει πουθενά - ούτε καν στην ομάδες όσων δεν ανήκουν. Περισσότερα στο βιβλίο…

Πολύ εύστοχα περιγράφεις με τρεις λέξεις τη διαδρομή ενός «επιτυχημένου»: Διαδήλωση, έντεχνο, τζιπ. Τι μας κληροδότησε η δεκαετία του ΄80;

Ο καθένας βιώνει το παρελθόν του αλλιώς. Γιατί και το παρελθόν «βιώνεται». Αν κάνω ένα flash back σε προσωπικό επίπεδο, η δεκαετία αυτή άρχισε μαγικά και κατέληξε τραγικά. Τώρα, για τη χώρα, ήταν η αρχή μιας ασυλλόγιστης, ναρκισσιστικής, αμετροεπούς, μεγαλομανούς πορείας προς την απόλυτη φθορά. Νομίζω πως το δεύτερο μισό της ειδικά, έβαλε τις βάσεις για μια σαπίλα που θα πληρώνουμε για πολύ ακόμα.

Έχεις μια πολύ πετυχημένη σελίδα στο Facebook. Πόσο έχει επηρεαστεί η γραφή και η θεματολογία σου από το διαδίκτυο;

Καθόλου. Το διαδίκτυο είναι μια άλλη υπόθεση. Ο συγγραφέας όταν γράφει είναι μόνος μπροστά σε μια οθόνη word, όχι Facebook. Εκείνο που μπορεί να βοηθήσει το διαδίκτυο είναι σε κάποια πραγματολογικά στοιχεία, όταν το χρησιμοποιήσει ως αρχείο η ως εγκυκλοπαίδεια. Η σελίδα μου στο Facebook http://www.facebook.com/Alexis.Stamatis.gr είναι ένας τόπος επικοινωνίας και, ελπίζω, διάδρασης.

Διανθίζεις το μυθιστόρημά σου με στίχους του Νίκου Καρούζου. Γιατί επέλεξες τον συγκεκριμένο ποιητή;

Τα ποιήματα του Καρούζου δεν «διανθίζουν» το βιβλίο. Συνδέονται οργανικά μαζί του. Δεν τον επέλεξα εγώ, τον επέλεξε άλλος, είναι ο αγαπημένος ποιητής του δεύτερου ήρωα της «Κυριακής», του μεσήλικα δημοσιογράφου Πέτρου. Ένας άνθρωπος σαν τον Πέτρο, έτσι όπως ζούσε στα νιάτα του, θα είχε αρκετές πιθανότητες να έχει γνωρίσει τον Καρούζο. Κι αν έχεις γνωρίσει αυτόν τον άνθρωπο, φαντάζομαι ότι δεν τον ξεχνάς. Είναι ένας από του μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα και υπήρξε μια συνταρακτική προσωπικότητα.

Φαίνεται ότι σου αρέσει να εισβάλλεις στις χαοτικές σκέψεις των ηρώων σου. Ο εσωτερικός μονόλογος αποτελεί πρόκληση για σένα;

Ένα μέρος του βιβλίου έχει να κάνει με τις σκέψεις του Βασίλη άλλα και του Πέτρου. Είναι όμως ένας εσωτερικός μονόλογος, «πειραγμένος» με τέτοιο τρόπο ώστε η ροή της συνείδησης να διαχωρίζεται με την καθημερινή γλώσσα από μια λεπταίσθητη μεμβράνη. Μια ροή της συνείδησης που από τον «πρωταγωνιστή» «περνάει» και στον αφηγητή και αποζητά να αυτομολήσει, να γίνει εξωστρεφής, να δημιουργήσει μια αφηγηματική γλώσσα. Μια συνείδηση που δεν ανακαλύπτει νέα πράγματα αλλά ερμηνεύει αδιάκοπα αυτά που ήδη ξέρει, φωτίζοντάς τα υπό διαρκώς πιο αναπάντεχες οπτικές. Φυσικά, η συγγραφή είναι η διόρθωση του αρχικού «παραληρήματος» και όχι το «παραλήρημα» καθαυτό. Χρειάζεται και άλγεβρα και φωτιά.

Το αθηναϊκό τοπίο δεσπόζει στην ιστορία σου. Έχεις δει κάποιο σύνθημα γραμμένο που σε άγγιξε;

Το αθηναϊκό τοπίο είναι ένα πολλαπλά τραυματισμένο αλλά και ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Η Αθήνα είναι μια πόλη, αν μη τι άλλο, ειλικρινής. Δεν αποκρύπτει το παρελθόν της και δεν εξωραΐζει το παρόν της. Δεν είναι σε θέση να υποδυθεί τίποτα, εξόν από αυτό που είναι. Σήμερα είναι μια χαίνουσα πληγή, φαίνονται τα πάντα. Όσο για τα συνθήματα είναι πια τόσο πολλά που το ένα επικαλύπτει το άλλο. Ο τοίχος έχει χάσει πια την ιστορία του και γέμισε ατάκες. Έγινε ένας wiki-wall. Κάποτε αυτή η σημειολογία είχε άξια γιατί ήταν μοναδική. Η κάθε χειρονομία επί τοίχου ήταν μοναδική. Εξ ου και ακόμα και «λυρικορομαντικές» ατάκες μας άγγιζαν. Σήμερα ένα σύνθημα σε έναν τοίχο δε μου λέει και πολλά. Συνήθως τα μαζεύουν κατά καιρούς οι δημοσιογράφοι και κάνουν αφιερώματα με όμορφες φωτογραφίες με θραύσματα τοίχων γεμάτα «σοφίες» η μη. Σήμερα δεν θα θελα κανένα σύνθημα. Θα ήθελα ανθρώπους να δρουν και να αισθάνονται. Πράξεις και σχέσεις.

Πληροφορίες: «Κυριακή» του Αλέξη Σταμάτη, εκδ. Καστανιώτη.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ