Αμάντα Μιχαλοπούλου: «Όταν ξέσπασε η κρίση, ένιωσα παράφορα Ελληνίδα»

amanta-mixalopoulou-otan-ksespase-i-krisi-eniosa-parafora-ellinida-krisi-eniosa-parafora-ellinida

Η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου

ΔΕΥΤΕΡΑ, 23 ΜΑΙΟΥ 2011

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου εξομολογείται στο click@Life τι ανακάλυψε ανάμεσα στις διαδρομές Βερολίνου-Αθήνας.

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου αποφάσισε να φύγει από το Βερολίνο όπου έμενε τα τελευταία χρόνια για να επιστρέψει στην Ελλάδα της κρίσης, ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία από πολλούς συμπατριώτες της που αναζητούν διέξοδο στο εξωτερικό.

Από το Βερολίνο μας έφερε «δώρο» το πολυφωνικό μυθιστόρημά της «Πώς να κρυφτείς» (εκδ. Καστανιώτη) : μια φρέσκια ματιά στο ζήτημα της ταυτότητας. Ο κεντρικός ήρωάς της, ο Στέφανος, προσπαθεί να ξεπεράσει την τραυματική εμπειρία που ευθύνεται για τις τάσεις φυγής και τον εσωστρεφή χαρακτήρα του.

Σε ηλικία τεσσάρων ετών έπεσε θύμα απαγωγής από ένα ζευγάρι Γερμανών και μεγάλωσε στο δυτικό Βερολίνο. Οι γονείς του κατόρθωσαν να τον ανακαλύψουν λίγα χρόνια αργότερα, αλλά ο Στέφανος παρέμεινε διχασμένος ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Ο ήρωας της Αμάντας Μιχαλοπούλου ξεκινά ένα ταξίδι αυτογνωσίας με στόχο να ανακαλύψει τους απαγωγείς του. Με αυτή την αφορμή, η συγγραφέας μας μίλησε για το δικό της ταξίδι στη γερμανική κουλτούρα.

Ο Στέφανος αισθάνεται ότι οι δεσμοί αίματος με την οικογένειά του στην Ελλάδα δεν επαρκούν. Τι συγκροτεί τελικά την ταυτότητά μας;

Η ταυτότητά μας είναι ένας συνδυασμός εκπαίδευσης και προδιάθεσης. Μαθαίνουμε να είμαστε αυτό που είμαστε με την ίδια διαδικασία που μαθαίνουμε την μητρική μας γλώσσα. Είμαστε το άθροισμα των τραυματικών και των ευτυχισμένων μας στιγμών.

Στο βιβλίο σας μοιάζετε να διερευνάτε έναν νέο τύπο οικογένειας που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια. Οι αλλαγές αυτές κάποιους τους φοβίζουν ενώ άλλους τους χαροποιούν. Εσείς πώς τις σχολιάζετε;

Πιστεύω πώς η οικογένεια είναι πια ένα υβρίδιο, απαντάται σε πολλές μορφές και σίγουρα δεν είναι μόνο, δεν είναι πια, το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας που μάς έκανε να νιώθουμε άνετα σε παλιές οικογενειακές φωτογραφίες. Οικογένεια είναι επίσης ένας μοναχικός άνθρωπος με τον σκύλο του, μια παρέα φίλων, μια οποιαδήποτε μορφή συμβίωσης που βασίζεται στον αλληλοσεβασμό και την πίστη. Προσωπικά χαίρομαι που ο ορισμός της οικογένειας έχει διευρυνθεί για να μας χωρέσει όλους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, η Σεσίλια, η γερμανίδα σύντροφος του Στέφανου, η οποία μεγάλωσε σε ένα κοινόβιο μαζί με τη μητέρα της. Με ποιο τρόπο την επηρέασαν οι οικογενειακές της καταβολές, σε σχέση με τα παιδιά της; Και τι σας ώθησε να σκιαγραφήσετε τον συγκεκριμένο χαρακτήρα;

Η κοινοβιακή ζωή ερέθιζε τη φαντασία μου από τότε που διάβαζα μυθιστορήματα του Αμος Οζ που διαδραματίζονταν σε κιμπούτς. Τόσο το εβραϊκό παράδειγμα, όσο και το ευρωπαϊκό του αντίστοιχο στις δεκαετίες του 60 και του 70, ήταν μορφές συμβίωσης που μού φαινόταν πολύ διαφορετικές και για αυτό ενδιαφέρουσες. Μίλησα με ανθρώπους που έζησαν σε κοινόβια στη Γερμανία και αξιοποίησα τις αναφορές για να φτιάξω ένα περιβάλλον για την ηρωίδα μου. Συμβαίνει κάτι παράξενο με τους ήρωες: οι μικρές προαποφασισμένες λεπτομέρειες προοικονομούν τον χαρακτήρα τους, όπως επίσης και ο χαρακτήρας τους τούς σπρώχνει σε συγκεκριμένες επιλογές. Η Σεσίλια μεγάλωσε υπερβολικά ελεύθερα στο κοινόβιο, αντίθετα η ίδια επέλεξε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, αρκετά προβλέψιμο, για να μεγαλώσει τα παιδιά της.

Μέσα από τους Βερολινέζους ήρωές σας (τον Μίχαελ, τη Σεσίλια, τη Μίριαμ) επιχειρείτε να μας συστήσετε σε όψεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής στη Γερμανία που είναι λιγότερο γνωστές;

Η πύλη του Βραδεμβούργου στο Βερολίνο

Αυτό δε γίνεται προγραμματικά. Όταν όμως περιγράφεις έναν ήρωα, όταν τον τοποθετείς σ’έναν τόπο και σε μια εποχή, μοιραία προβάλλουν τα συμφραζόμενα- ιστορικά και κοινωνικά. Ιδίως σε μια κοινωνία όπως η γερμανική, όπου η ιστορία και η ενοχή έπαιξαν τόσο καθοριστικό ρόλο.

Ποιες πλευρές της λογοτεχνικής ζωής στο Βερολίνο σας έκαναν εντύπωση; Έχουν μια ιδιαίτερη αναγνωστική κουλτούρα οι Βερολινέζοι, όπως φημολογείται;

Οι Βερολινέζοι, οι Γερμανοί γενικότερα, είναι οι ιδανικοί αναγνώστες. Κάθονται ακίνητοι στο κάθισμά τους για δύο ή τρεις ώρες, όσο διαρκεί μια βραδιά ανάγνωσης. Έχουν τρομερή υπομονή και αυτοπειθαρχία. Διαβάζουν πολύ και παντού. Γενικά στο Βερολίνο ο πολιτισμός εμποτίζει την καθημερινή ζωή μ’ έναν πρωτόγνωρο τρόπο. Υπαίθριες συναυλίες παντού, εργαστήρια όπερας για παιδιά, αναγνώσεις μετά μουσικής. Μοιάζει σαν να είναι η τέχνη το κέντρο της ζωής και όχι η περιφέρειά της, όπως έχουμε μάθει να πιστεύουμε.

Τι σας έκανε να φύγετε από την Ελλάδα για να μείνετε στο Βερολίνο; Και τι σας έκανε να επιστρέψετε πάλι πίσω ;

Έφυγα με μια υποτροφία για καλλιτέχνες, την ίδια που πήρε μακριά και άλλους Έλληνες καλλιτέχνες στη δεκαετία του 60 και του 70 –τον Βαλτινό, τον Κουμανταρέα, αλλά και τον Ψυχοπαίδη ή τον Ιάννη Ξενάκη. Ύστερα, κατά κάποιον τρόπο, ξέχασα να επιστρέψω. Αγάπησα το Βερολίνο, αγάπησα και τους ανθρώπους του και αποφάσισα να μεγαλώσω την κόρη μου εκεί. Ωστόσο όταν ξέσπασε η κρίση ένιωσα παράφορα Ελληνίδα. Αισθάνθηκα ότι πρέπει να επιστρέψω για να κατανοήσω αυτό που συμβαίνει και να συμμετέχω σε αυτό. Για πολλούς ήταν μια τρελή απόφαση, για μένα ήταν η μόνη που είχε νόημα: αν γράφεις για την νεοελληνική κατάσταση δεν μπορείς να τη ζεις επ’άπειρον από απόσταση.

Άλλαξε καθόλου η ματιά σας μόλις επιστρέψατε από το Βερολίνο;

Νομίζω πώς το βλέμμα μου, στην αρχή τουλάχιστον, ήταν πιο καθαρό. Εκτίμησα μικροπράγματα που περνούσαν κάποτε στα ψιλά. Συνέχισα βέβαια να αισθάνομαι ξένη, αλλά αυτή είναι πάντα η δική μου κατάσταση, μια αίσθηση ότι δεν κατανοώ τη σκέψη της πλειοψηφίας και την εκδήλωση της ελληνικής αυτοκαταστροφής.

Νιώσατε εν μέρει μετέωρη όπως ο ήρωάς σας απέναντι στην Ελλάδα και τη Γερμανία;

Μετέωρη, αυτή είναι η σωστή λέξη. Αλλά και πάλι, όχι περισσότερο μετέωρη απ’ό,τι παλιότερα. Ο Έλληνας είναι πάντα μετέωρος, επειδή ο ίδιος ο τόπος δεν του προσφέρεται, οι ευκαιρίες δεν του προσφέρονται και οι αξίες δεν είναι δεδομένες. Αυτό σε αποτρελαίνει.

Κινούμενη μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας, ανακαλύψατε ποια στερεότυπα τρέφουν οι Γερμανοί για εμάς και εμείς για τους Γερμανούς;

Οι Γερμανοί μας αγαπούσαν πολύ ως τη στιγμή της κρίσης. Και τότε δε σταμάτησαν απότομα να μάς αγαπούν και να μάς θαυμάζουν, απλώς επιστράτευσαν το αντανακλαστικό τους να κουνάνε το χέρι μπροστά στο πρόσωπο εκείνου που δεν συμμορφώνεται. Κι ενώ πάντα θαύμαζαν την γενναιοδωρία μας, το πλούσια στρωμένο ελληνικό τραπέζι, ξαφνικά όλες οι αρετές μας έγιναν πηγή μύριων κακών, επειδή έτσι τους είπαν. Αλλά ασφαλώς μιλάω ως Ελληνίδα: ακόμη κι η φράση που χρησιμοποιώ –«έτσι τους είπαν»- δείχνει ότι τους θεωρώ πειθαρχημένους σε βαθμό βλακείας.

Πόσο σας αγγίζει το ζήτημα της πολύπλευρης ελληνικής κρίσης, τόσο ως συγγραφέα όσο και ως πολίτη;

Όσο αγγίζει όλους μας. Υποφέρω κι εγώ από τις συνέπειες μιας ευρωπαϊκότητας που συνδέθηκε μόνο με εύκολη πρόσβαση στον πλούτο και όχι με τις αξίες του δυτικού πολιτισμού. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί και πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και αν μπορούμε να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο.

Είστε επίσης και συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Μου έκανε εντύπωση ότι στην πιο πρόσφατη παιδική έκδοση «Διακοπές στο σπίτι με τον Ισίδωρο» (εκδ. Πατάκη) γράφετε για ένα αγόρι που εξαιτίας της οικονομικής κρίσης δεν θα πάει διακοπές με τους γονείς του. Πιστεύετε ότι δεν πρέπει να «προστατεύουμε» τα παιδιά από την πραγματικότητα ακόμη και όταν είναι δυσάρεστη;

Ασφαλώς και δεν πρέπει. Ο ρόλος του γονιού είναι να εκθέτει το παιδί του στην πραγματικότητα, όσο δύσκολη κι αν είναι αυτή. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να του προσφέρει ελπίδα και παρηγοριά. Οι γονείς του Ισίδωρου τον ενθαρρύνουν να μετατρέψει το δωμάτιό του σε νησί, τον σπρώχνουν δηλαδή μακριά από την μοιρολατρία.

Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;

Γράφω ένα θεατρικό έργο για παιδιά και επεξεργάζομαι μια σειρά διηγημάτων. Κάνω ψιλοβελονιές πριν σκεφτώ κάτι πιο μεγάλο.

Πληροφορίες: «Πώς να κρυφτείς» της Αμάντας Μιχαλοπούλου, εκδ. Καστανιώτης.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ