Βασίλης Αλεξάκης: «Διαπιστώνουμε τον σταδιακό εξευτελισμό της λέξης»
Ο Βασίλης Αλεξάκης σχολιάζει στο click@Life τη γλώσσα της εξουσίας, με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Η πρώτη λέξη» (εκδ. Εξάντας).
Μοιρασμένος ανάμεσα σε δύο διαφορετικές γλώσσες, την ελληνική και τη γαλλική, ο Βασίλης Αλεξάκης έμαθε να αφουγκράζεται τις λέξεις και τις ιστορίες που κρύβουν. Ουσιαστικά διατηρεί μια σχεδόν ερωτική σχέση με τις λέξεις. Τις έχει μετατρέψει σε ηρωίδες των μυθιστορημάτων του και εδώ και χρόνια ακολουθεί τις περίεργες διαδρομές τους: από τα προηγούμενα έργα του, τη «Μητρική γλώσσα» και τις «Ξένες λέξεις» ως το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Η πρώτη λέξη» (εκδ. Εξάντας). Το μικρόβιο της έρευνας χαρακτηρίζει τον ίδιο αλλά και τα πρόσωπα των βιβλίων του.
Στην «Πρώτη λέξη» (εκδ. Εξάντας), η αφηγήτρια προσπαθεί να ανακαλύψει την πρώτη λέξη του ανθρώπου προκειμένου να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία του αδελφού της, του Μιλτιάδη, που εργαζόταν ως καθηγητής συγκριτικής φιλολογίας στο Παρίσι. Κάπως έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται με ρυθμούς...αστυνομικού θρίλερ το μυστήριο της ανθρώπινης επικοινωνίας. Για τις ανάγκες του βιβλίου του ο Βασίλης Αλεξάκης άρχισε να μαθαίνει τη νοηματική γλώσσα, όπως είχε στραφεί παλιότερα στα αφρικανικά σάνγκο. Μαζί του μιλήσαμε λίγο πριν φύγει και πάλι για το Παρίσι.
Την πρώτη λέξη μπορεί να την ενέπνευσε μια οδυνηρή απουσία, αναφέρετε σε μια από τις θεωρίες του βιβλίου σας. Συμβαίνει κάτι αντίστοιχο και στα μυθιστορήματά σας;
Ναι, σε πολλά ισχύει. Στη «Μητρική γλώσσα», για παράδειγμα, η έρευνα περιστρέφεται γύρω από το μυστηριώδες έψιλον των Δελφών που κρεμόταν στην είσοδο του ναού. Κι αυτή η αναζήτηση επιτρέπει στον αφηγητή να μιλήσει για το θάνατο της μητέρας του. Σε ένα άλλο βιβλίο μου, στις «Ξένες λέξεις», κεντρική ηρωίδα είναι η γλώσσα «σάνγκο» της κεντρικής Αφρικής. Σταδιακά ανακαλύπτουμε ότι ο αφηγητής μέσα από την έρευνά του για τα «σάνγκο» θέλει να μιλήσει για το θάνατο του πατέρα του, κάτι που δεν μπορεί να το κάνει στα ελληνικά (που ήταν η γλώσσα του πατέρα), ούτε στα γαλλικά (επειδή δεν ήταν η γλώσσα του πατέρα). Και στο πιο πρόσφατο βιβλίο μου «Η πρώτη λέξη» ο θάνατος του αδελφού δικαιολογεί την γλωσσική έρευνα και της προσδίδει μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Είναι ένας τρόπος ώστε η αφηγήτρια, να συνεχίσει να μιλάει για τον αδελφό της. Όσο δεν βρίσκει την πρώτη λέξη, τον κρατάει «ζωντανό». Το βιβλίο μου είναι ένας τρόπος να θυμάμαι κάποιον που έφυγε.
Έχει δηλαδή αυτοβιογραφική χροιά;
Είναι αλήθεια ότι έχασα τον αδελφό μου λίγο πριν αρχίσω το μυθιστόρημά μου, αλλά ένιωθα ότι δεν ήμουν ικανός να μιλήσω για αυτό. Στο βιβλίο μου το πρόσωπο του αδελφού έχει στοιχεία φανταστικά, στοιχεία από τον εαυτό μου ή άλλα πρόσωπα, δεν κάνω ένα ρεαλιστικό πορτρέτο. Όμως ο πόνος που νιώθει η αφηγήτρια για τον χαμό του αδελφού της, είναι ένας πόνος που δεν έχει αποτελέσει το αντικείμενο πολλών μυθιστορημάτων. Έχουν γραφτεί πολλά για τον έρωτα, για τις σχέσεις γονιών –παιδιών, αλλά για τις αδελφικές σχέσεις δεν νομίζω ότι υπάρχουν τόσες πολλές αναφορές. Και ίσως αυτό το κενό προσπάθησα να καλύψω με το βιβλίο μου, γιατί η αδελφική αγάπη, είναι μια αγάπη άλλου είδους. Δεν είναι ερωτική, ούτε είναι η αγάπη των παιδιών προς τους γονείς, είναι κάτι άλλο. Αυτό το κάτι άλλο θέλησα να ψάξω με την «Πρώτη λέξη».
Θυμάστε ακόμη την πρώτη γαλλική λέξη που σας συγκίνησε;
Όταν ήμουν δεκαεπτά ετών πήρα μια υποτροφία για να πάω στη Γαλλία. Δεν ήξερα τότε πολύ καλά γαλλικά και θυμάμαι, όταν έφτασα στο σταθμό της Λυών με το τρένο, κάποιος με ρώτησε τι ώρα είναι. Αντί να του απαντήσω «μεσημέρι», του είπα κατά λάθος «μεσάνυχτα». Αυτός με διόρθωσε με τη σωστή λέξη και μου είπε ότι «τα μεσάνυχτα είναι η ώρα του εγκλήματος». Ξέρετε τι σήμαινε αυτή η φράση για κάποιον που σε αυτή τη νεαρή ηλικία ονειρεύεται να γράψει μυθιστόρημα; Το βρήκα καταπληκτικό και το θυμάμαι ακόμη, παρότι έχουν περάσει πενήντα χρόνια.
Είστε μοιρασμένος ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Νιώσατε ποτέ το φόβο, όπως ο Μιλτιάδης, ότι μπορούν να σας απομακρύνουν τα γαλλικά από τα ελληνικά;
Ένιωσα αυτόν τον φόβο τα πρώτα χρόνια της παραμονής μου στη Γαλλία. Ήταν η περίοδος της δικτατορίας, γύριζα σπάνια στην Ελλάδα, η σύζυγός μου ήταν γαλλίδα και εργαζόμουν σε γαλλικές εφημερίδες. Την ανησυχία ότι μπορεί να έχανα την εθνική μου γλώσσα τη διηγούμαι λιγάκι στο «Τάλγκο», σε ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο: η μητέρα του πρωταγωνιστή τον ακούει στο κασετόφωνο να δίνει μια συνέντευξη σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό στη Γαλλία και δεν αναγνωρίζει τη φωνή του. Του λέει «καλή η συνέντευξη, αλλά εσύ πότε θα μιλήσεις;» Αυτή είναι πραγματική σκηνή, την είχα ζήσει με την μητέρα μου και είχα κοντέψει τότε να βάλω τα κλάματα. Αναρωτήθηκα: τι είδους άνθρωπος έχω γίνει αφού ούτε η μητέρα μου δεν μπορεί να με αναγνωρίσει; Ήταν ένα τρομερό σοκ και αποφάσισα να ξαναβρώ τα ελληνικά. Αυτό δεν ήταν εύκολο, όχι μόνο γιατί είχα απομακρυνθεί από τη γλώσσα αλλά και επειδή η γλώσσα είχε αλλάξει. Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα θέματα του βιβλίου μου: οι γλώσσες εξελίσσονται διαρκώς, χάνουν λέξεις και δημιουργούν καινούργιες.
Σας ανησυχούν αυτές οι αλλαγές;
Όχι.Οι άνθρωποι κάποιας ηλικίας μονίμως κατηγορούν τους νέους ότι έχουν φτωχό λεξιλόγιο και ότι προδίδουν τα ελληνικά. Στην ουσία όμως δεν προδίδουν παρά τα ελληνικά που οι μεγαλύτεροι έμαθαν στο σχολείο τους. Και τα παιδιά που αλλάζουν τώρα τη γλώσσα τα ίδια ακριβώς θα λένε στα εγγόνια τους. Αλλά έτσι η γλώσσα παραμένει ζωντανή. Αν δεν συνέβαινε αυτό θα έπρεπε να θορυβηθούμε. Δεν πρέπει να είμαστε ούτε φοβικοί, ούτε υπέρμετρα εθνικιστές σε αυτόν τον τομέα.
Το Facebook, τα blog, το διαδίκτυο, έχουν επαναφέρει κατά κάποιο τρόπο το ενδιαφέρον για τον γραπτό λόγο;
Αγνοώ παντελώς όσα μου λέτε. Δεν έχω ούτε κινητό τηλέφωνο και γράφω με το μολύβι. Με χαροποιούν όμως τα νέα συστήματα επειδή μπορούν να χρησιμοποιηθούν ενάντια σε νοσηρά καθεστώτα. Επιτρέπουν στους νέους να κλείσουν ταχύτατα ένα ραντεβού, να οργανώσουν κάτι πριν προλάβει η αστυνομία να το πάρει είδηση. Με αυτά τα ηλεκτρονικά μέσα ο χώρος της δημοκρατίας διευρύνθηκε. Επιπλέον η νέα γενιά με αυτόν τον τρόπο νομίζω ότι έρχεται πιο κοντά στον γραπτό λόγο και αυτό είναι θετικό. Δεν με πειράζει, ας κάνουν ορθογραφικά λάθη. Άλλωστε η ορθογραφία έχει αλλάξει πάρα πολύ από την εποχή που ήμουν μαθητής και αυτό διόλου δεν με θλίβει.
Πώς σας φαίνονται τα γαλλικά του Σαρκοζί;
Δεν μου αρέσουν καθόλου. Γιατί αυτά που εκφράζει, η ξενοφοβία έναντι των τσιγγάνων, των αφρικανών και όλων των ξένων μου είναι τελείως ακατανόητη. Είναι τελείως ξένα προς τη γαλλική παράδοση, εφόσον η Γαλλία είναι η πατρίδα των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Με θλίβουν οι λόγοι του Σαρκοζί που αποδεικνύουν απλώς ότι οι γλώσσες δεν έχουν δική τους προσωπικότητα. Αντίθετα με τους μύθους που υπάρχουν ότι η τάδε γλώσσα είναι ευφυής, η άλλη φιλελεύθερη κ.τ.λ. Στην πραγματικότητα οι γλώσσες δέχονται τον καθένα, είτε είναι ακροδεξιός, είτε θεοφοβούμενος, αγράμματος ή οτιδήποτε άλλο. Οι γλώσσες τού προσφέρουν τα εργαλεία που χρειάζεται για να εκφραστεί. Ένας αλγερινός συγγραφέας, που έχει πεθάνει, ο Κατέμπ Γιασίν, μού έλεγε ότι εμείς χρησιμοποιήσαμε τη γαλλική γλώσσα για να διώξουμε τους Γάλλους από την Αλγερία. Μακάρι η πολιτική εξουσία να αντιλαμβανόταν ότι η γλώσσα είναι πιο φιλόξενη από τους πολιτικούς.
Οι πολιτικοί καλλιεργούν μύθους γύρω από τη γλώσσα;
Οι πολιτικοί που εκφράζουν κάποιου είδους εθνικισμό επιμένουν να εκμεταλλεύονται τις γλώσσες και αυτό συμβαίνει σε πολλές χώρες. Στην Ελλάδα υπάρχουν άπειροι ανόητοι οι οποίοι ισχυρίζονται μέσω του διαδικτύου, ότι τα ελληνικά είναι η παλαιότερη γλώσσα στον κόσμο-που είναι στην πραγματικότητα μια γλώσσα λίγων χιλιάδων ετών, ενώ μιλήσαμε πριν πενήντα χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον-και ισχυρίζονται επίσης ότι ο πρώτος άνθρωπος ήταν Έλληνας. Παρόμοιες θεωρίες έχουν ισχυριστεί και οι Τούρκοι, οι Δανοί, οι Φλαμανδοί κ.τ.λ. Φαίνεται ότι όλοι οι λαοί θέλουν να φαίνονται παλαιότεροι και ουσιαστικά σπουδαιότεροι από τους άλλους…
Ίσως επειδή μένετε στη Γαλλία να είστε πιο παρατηρητικός για το πώς έχει εξελιχθεί η γλώσσα εξουσίας στην Ελλάδα.
Η εμφάνιση της λέξης «λαϊκισμός» δεν υπήρχε όταν ήμουν παιδί. Αυτό σημαίνει κάτι. Θυμάμαι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου προχώρησε σε πολλές γλωσσικές καινοτομίες όταν πήρε την εξουσία, σαν να ήθελε να σημαδέψει ακόμη και την ίδια τη γλώσσα με την παρουσία του. Βεβαίως όλα τα κοινωνικά φαινόμενα αντικατοπτρίζονται στη χρήση της γλώσσας. Για παράδειγμα η λέξη «πολιτικός», έχει πλέον μια έννοια πολύ λιγότερο σεβαστή από ό, τι στο παρελθόν. Διαπιστώνουμε τον σταδιακό εξευτελισμό της λέξης «πολιτικός», έτσι δεν είναι; Η διαδρομή αυτής της λέξης είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και σε άλλες γλώσσες: στα σάνγκο για παράδειγμα, στην Κεντρική Αφρική η λέξη «πολιτικός» πέρασε προφανώς μέσω των Γάλλων. Επειδή όμως έγινε απαράδεκτη χρήση αυτής της λέξης στη χώρα τους, έχει καταντήσει να σημαίνει «απατεώνας». Δεν είναι μια μεταφορική έννοια. Ο ορισμός που δίνεται στο λεξικό είναι αυτός: πολιτικός σημαίνει απατεώνας. Δηλαδή αν έχεις δει τρεις απατεώνες στο δρόμο θα πεις «είδα τρεις πολιτικούς στο δρόμο».
Πληροφορίες: «Η πρώτη λέξη» του Βασίλη Αλεξάκη, εκδ. Εξάντας.
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ