Πιέρ Λεμέτρ: «Ένα βιβλίο που αρέσει σε όλους είναι ένα πολύ κακό βιβλίο»
Το βιβλίο του βραβευμένου γάλλου συγγραφέα Πιέρ Λεμέτρ, με τίτλο «Καλή αντάμωση εκεί ψηλά» κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες από τις εκδόσεις Μίνωας, γνωρίζοντας ήδη μεγάλη επιτυχία. Ο συγγραφέας μίλησε στο clickatlife.gr για το μυθιστόρημά του, τη συγγραφή αλλά και την επιτυχία που του έχει αλλάξει τη ζωή.
Το νέο σας μυθιστόρημα «Καλή αντάμωση εκεί ψηλά» κυκλοφόρησε πρόσφατα και στην Ελλάδα. Πρόκειται για την ιστορία δύο στρατιωτών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στη Γαλλία μετά τον πόλεμο. Γιατί αποφασίσατε να γράψετε μια τέτοια ιστορία;
Έγραψα ένα μυθιστόρημα όχι για τον πόλεμο, αλλά για το τέλος του πολέμου, που ήταν μια στιγμή διαφορετική και πολύ ιδιαίτερη στην Ιστορία. Αυτός ο πόλεμος δεν είχε προηγούμενο, ήταν μοναδικός. Στη μνήμη του ανθρώπου δεν θα υπάρξει ποτέ κάτι αντίστοιχο. Είναι μέρος του πολιτισμού μου και της ιστορίας μου, όπως άλλωστε είναι μέρος και της κουλτούρας κάθε Γάλλου. Πρόκειται για μια ανεξάντλητη πηγή ιστοριών κι ασκεί ιδιαίτερη έλξη στους μυθιστοριογράφους. Από τότε άλλωστε, έχει διαμορφωθεί και η Ευρώπη που βλέπουμε σήμερα.
Ξεκίνησα λοιπόν, με μια ιστορία σε εμβρυακή μορφή (γυρνώντας από τον πόλεμο, δύο νέοι στρατιώτες δυσκολεύονται να ενσωματωθούν στην κοινωνία τους και να συμμετάσχουν στις ψεύτικες πολεμικές εκδηλώσεις και τα μνημεία) και τα υπόλοιπα ήρθαν κατά τη διάρκεια της συγγραφής.
Ανατρέξατε σε ιστορικές πηγές πριν ξεκινήσετε να γράφετε την ιστορία σας; Θα μπορούσατε να αγαπήσετε το επάγγελμα του ιστορικού;
Δεν ήθελα τόσο πολύ να τεκμηριώσω ιστορικά το βιβλίο μου. Ενημερώθηκαν για την εποχή εκείνη και διάβασα πολλές εφημερίδες της περιόδου. Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας άλλωστε, έχει αμέτρητες εφημερίδες και δημοσιεύματα και μπορεί να προσφέρει ανεκτίμητη βοήθεια σε όποιον το επιθυμεί.
Εγώ όμως, είμαι αποκλειστικά μυθιστοριογράφος κι όχι ιστορικός. Άλλωστε, το «Καλή αντάμωση εκεί ψηλά» δεν είναι ένα ιστορικό βιβλίο αλλά κυρίως, ένα πικαρέσκο μυθιστόρημα γραμμένο με τα εργαλεία που διαθέτω από το αστυνομικό μυθιστόρημα. Χρησιμοποίησα απλά τα δικά μου «όπλα». Ήθελα να γράψω για μια εποχή κρίσης (εκείνη της περιόδου του ’20) και θυμήθηκα ότι το πικαρέσκο μυθιστόρημα, τον 17ο αιώνα στην Ισπανία κυρίως (με τον Lazarillo), ήταν το κατεξοχήν μυθιστόρημα της κρίσης.
Περιγράφει την ιστορία ενός χαρακτήρα που γεννήθηκε στις φτωχότερες κοινωνικές τάξεις και που αντιμετώπισε την αδικία, ο οποίος αναγκάζεται να γίνει ανέντιμος για να επιβιώσει. Αν ήθελα να κάνω ένα ιστορικό μυθιστόρημα θα ήμουν πολύ ακριβής και σχολαστικός με την περίοδο την οποία περιγράφω. Για παράδειγμα, θα έπρεπε να μιλήσω για την ισπανική γρίπη που αποδεκάτισε την Ευρώπη, την εποχή που περιγράφω στο μυθιστόρημα, αλλά η λέξη «γρίπη» δεν εμφανίζεται ούτε μια φορά στο βιβλίο μου.
Το βιβλίο σας αυτό απέσπασε το βραβείο Goncourt 2013. Πώς νιώθετε για αυτό;
Πολύ άνετα αλλά και πολύ ευτυχισμένος.
Έχει αλλάξει κάτι στη ζωή σας μετά το βραβείο;
Σχεδόν τα πάντα: η προβολή μου ως συγγραφέα, η φήμη μου στο εξωτερικό, οι προτάσεις που με κάνουν χαρούμενο, οι νέες γνωριμίες. Ναι, σχεδόν τα πάντα.
Το βιβλίο σας έχει μεταφραστεί σε 30 γλώσσες. Γιατί πιστεύετε ότι έχει αγαπηθεί από πολλούς σε πολύ διαφορετικές χώρες;
Αρχικά, δεν έχει αγαπηθεί από όλους. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό… Σε ορισμένες χώρες είχε τεράστια αποδοχή, ενώ σε άλλες πιο χλιαρή. Αυτό είναι φυσιολογικό όμως, σε κάθε μυθιστόρημα. Διαφορετικά, ένα βιβλίο που θα άρεσε σε όλο τον κόσμο θα ήταν ένα… πολύ κακό βιβλίο. Στις χώρες που τον υποδέχτηκαν με ιδιαίτερη θέρμη, δεν είναι εύκολο να βρούμε την αιτία πίσω από αυτό: αυτό συμβαίνει ίσως επειδή το αναγνωστικό κοινό έχει ανάγκη από ένα βιβλίο περιπέτειας, ίσως επειδή ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει βαρύνουσα σημασία ή επειδή αντίθετα, λίγοι τον έχουν στο μυαλό τους και οι μνήμες του είναι μακρινές.
Πώς αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;
Ξεκίνησα να γράφω στα 18 μου (ανάμεσα στην απλή συγγραφή και στα δημοσιευμένα βιβλία υπάρχει ένα χάσμα που χωρίζει τον ερασιτέχνη από τον επαγγελματία). Παρακολουθούσα πολύ τη λογοτεχνία. Υπάρχει ένα σημείο που η ανάγνωση γίνεται αντιπαραγωγική σε σχέση με την επιθυμία να γράψεις. Αν είσαι φανατικός αναγνώστης, είναι πολύ δύσκολο να βρεις το δρόμο σου σε σχέση με τους μεγάλους συγγραφείς. Όταν μέσα σε 20 χρόνια έχεις ανακαλύψει τα μεγαλύτερα κλασικά αριστουργήματα, τους πιο μεγάλους σύγχρονους συγγραφείς, όπως τον Garcia Marquez ή τον Gunther Grass για παράδειγμα, αναζητάς έναν τρόπο για να ανακαλύψεις κάτι νέο, αλλά θα ήταν και μεγάλη αλαζονεία να πιστέψεις ότι υπάρχει χώρος και για σένα. Αρκετά σύντομα απαλλάχτηκα από αυτή την ιδέα. Τότε άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί από την ίδια τη ζωή, τις επαγγελματικές μου δραστηριότητες, ενώ παρέμεινα ένας φανατικός αναγνώστης κι άφησα την λογοτεχνία στο κέντρο της δουλειάς μου ως δάσκαλος. Αλλά επιχείρησα τελικά, να δημοσιεύσω.
Προσπάθησα ακόμη να δημοσιεύσω δύο βιβλία από τα νεανικά μου χρόνια, ένα μυθιστόρημα κι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά και τα δύο ήταν παταγώδεις αποτυχίες. Όταν μάλιστα ξαναδιάβασα το ένα, το πέταξα. Και τότε γνώρισα τη γυναίκα της ζωής μου. Μου τα άλλαξε όλα και χάρη σε αυτή, ξαναέγινα μυθιστοριογράφος.
Τι αγαπάτε περισσότερο στα βιβλία σας;
Την απόλαυση που παίρνω όταν γράφω.
Τα αστυνομικά σας μυθιστορήματα έχουν αγαπηθεί πολύ και αυτά σας έκαναν ευρύτερα γνωστό στο διεθνές κοινό. Γιατί επιλέξατε τώρα, ένα άλλο αφηγηματικό είδος για το βιβλίο σας;
Αρχικά να αναφέρω ότι απλά απεχθανόμουν την ιδέα ενός θρίλερ που συμβαίνει στα χαρακώματα. Έχω 22 εκδοχές του πρώτου κεφαλαίου, από τις οποίες οι 7 ή 8 είναι η αρχή ενός θρίλερ. Αυτό φυσικά δεν λειτούργησε. Έτσι, έπεισα τον εαυτό μου ότι είτε θα συνέχιζα έτσι και το αποτέλεσμα δεν θα ήταν ένα καλό θρίλερ ή θα κρατούσα την ιστορία και αυτό δεν θα ήταν ένα θρίλερ. Καθώς η ιστορία αυτή μου άρεσε, συνέχισα να τη γράφω. Έτσι έκανα μια διπλή κίνηση. Αρχικά, δεν είχα πια τους περιορισμούς ενός θρίλερ και ανακάλυψα μια αφηγηματική ελευθερία που δεν γνώριζα μέχρι τότε: ξεκίνησα την ιστορία μου όπως μου άρεσε, χωρίς να είμαι υποχρεωμένος να σκέφτομαι να εφευρίσκω ίντριγκες που θα σε κρατούν σε αγωνία στο τέλος κάθε κεφαλαίου για παράδειγμα, τον αναγνώστη μου. Την ίδια στιγμή, η δεύτερη κίνηση ήταν ότι επέστρεψα τελικά σε αυτούς τους περιορισμούς, χωρίς όμως να μου είναι μια ακόμα υποχρέωση. Σκεφτόμουν γιατί να μην δημιουργήσω αγωνία σε αυτό το σημείο ή στο άλλο. To δικό μου αυτό είδος θρίλερ λοιπόν, λειτούργησε καλά. Θα ήταν λάθος να με σταματήσει αυτός ο περιορισμός.
Σκέφτεστε να ταξιδέψετε στην Ελλάδα στο μέλλον;
Αγαπώ πολύ την Ελλάδα και θα ήθελα πολύ να την επισκεφθώ. Θα ήταν επίσης μεγάλη μου χαρά να μοιραστώ την επιτυχία του βιβλίου μου με το ελληνικό κοινό. Αλλά δεν ξέρω αν αυτό θα γίνει σύντομα. Αυτή είναι μια ερώτηση που πρέπει να απαντήσει η γυναίκα μου: αυτή φτιάχνει την ατζέντα.
Βάλια Κανελλοπούλου