Γ. Κιουρτσάκης: «Η δημιουργία μιας κοινής ζωής προϋποθέτει την αποδοχή της ετερότητας του άλλου»

kiourtsakis
ΔΕΥΤΕΡΑ, 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015

Στο καινούργιο του βιβλίο με τίτλο «Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου», ο Γιάννης Κιουρτσάκης, με αγάπη πάντα για τη χώρα του, μεταφέρει τους προβληματισμούς και τα ερωτηματικά που όλοι μας έχουμε σήμερα για την Ελλάδα, για το μέλλον της αλλά και το δικό μας μέλλον. Ο συγγραφέας μίλησε στο clickatlife.gr για την Ελλάδα, για την εξορία, για το αύριο αλλά και το χθες.

Το βιβλίο σας «Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου» μεταφέρει προβληματισμούς για την Ελλάδα, για το αύριο της χώρας αλλά και το δικό μας. Πώς βλέπετε εσείς το αύριο;

Θα απαντήσω με τον στίχο του ποιητή: «Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Οι μέρες που έρχονται θα είναι πολύ δύσκολες, δεν ξέρω για πόσα χρόνια. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται να αγωνιστούμε για να χτίσουμε πάνω στα ερείπια μια καλύτερη Ελλάδα, μια καλύτερη Ευρώπη, έναν καλύτερο κόσμο, που θα δίνει στους νέους την ελπίδα. Και τούτο απαιτεί να ξαναβρούμε τη χαμένη εμπιστοσύνη στον εαυτό μας.

Πόσο συνυφασμένη είναι η δική μας μοίρα με τη μοίρα του υπόλοιπου «παγκόσμιου χωριού» στο οποίο ανήκουμε;

Είτε μας αρέσει είτε όχι, η μοίρα της κοινωνίας μας είναι συνυφασμένη με το δράμα της ευρωπαϊκής Ιστορίας, τουλάχιστον από την εποχή που ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος (1830). Αυτό επαληθεύτηκε στον εικοστό αιώνα και επαληθεύεται πάλι στις μέρες μας. Πρόκειται άλλωστε σήμερα για την κοινή ιστορία όλων των λαών της γης, από τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός – δυτικός πολιτισμός έγινε παγκόσμιος. Έχουμε πια όλοι μπαρκάρει στο ίδιο καράβι. Γι’ αυτό, κάθε «εθνική» κρίση είναι ταυτόχρονα και αδιαίρετα «εσωτερική» και «εξωτερική».

Γιατί πιστεύετε ότι η σύγχρονη κοινωνία, όχι μόνο η ελληνική, θρέφει τον μηδενισμό, τη μισαλλοδοξία και τη βία;

Για τον απλό λόγο ότι, σε μια κοινωνία που θεοποιεί το χρήμα και τον αχαλίνωτο ατομικισμό, θεριεύουν ο εγωισμός και η αδιαφορία για τον άλλον. Και τούτα θρέφουν με τη σειρά τους, τον κυνισμό και τον μηδενισμό. Όσο για τη μισαλλοδοξία και τη βία, φουντώνουν μοιραία όταν όλο και περισσότεροι κάτοικοι του πλανήτη αισθάνονται ταπεινωμένοι, εξευτελισμένοι, καταπιεσμένοι, στερημένοι, αδικημένοι.

Πιστεύετε ότι υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα σε αυτόν που έχει ζήσει «εξόριστος» από τη χώρα του και εκείνον που δεν έχει φύγει ποτέ από αυτή, ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα της πατρίδας τους;

Σαφώς, γιατί ο ξενιτεμένος Έλληνας βλέπει με μια διαφορετική ματιά τον τόπο του, που του επιτρέπει να αντικρίσει, ίσως καθαρότερα από εκείνον που δεν έχει φύγει, τόσο τα καλά του όσο και τα στραβά του. Αυτή η απόσταση γεννάει συγχρόνως μέσα του μιαν αγιάτρευτη νοσταλγία και μιαν απέραντη συμπόνια για την πανέμορφη όσο και δύστυχη πατρίδα του, άρα και τον πόθο να βάλει το δικό του πετραδάκι στην προσπάθεια για την προκοπή της. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό ισχύει για πάμπολλους σημερινούς νέους μας, που αναγκάζονται να «εξοριστούν» από την Ελλάδα αναζητώντας δουλειά στα ξένα.

Πόσο επίκαιρη αλλά και αναγκαία είναι σήμερα η έννοια της Δημοκρατίας, της Κοινωνίας και του Πολίτη κατά τη γνώμη σας;

Πιο επίκαιρη και αναγκαία από ποτέ, ακριβώς γιατί και η Δημοκρατία και η Κοινωνία και ο Πολίτης δοκιμάζονται σήμερα σκληρά. Σ’ έναν κόσμο όλο και πιο πολύπλοκο και κατακερματισμένο όπου οι πολλοί παρασέρνονται τόσο εύκολα από τη δημαγωγία και την παραπληροφόρηση, η Δημοκρατία πάει να πει η αληθινή κυριαρχία του Δήμου (του λαού) στο κράτος, γίνεται όλο και πιο δύσκολη – φαντάζει σχεδόν μια ουτοπία. Όμως μόνο αυτή η ουτοπία είναι ικανή να μας προσφέρει μια πυξίδα στην πορεία μας προς ένα πιο ανθρώπινο μέλλον. Και η Δημοκρατία δεν είναι μονάχα υπόθεση εκλογών, πολιτικών και κομμάτων, αλλά έργο όλου του συλλογικού σώματος, ολόκληρης της κοινωνίας και, φυσικά, του πολίτη. Όταν ο καθένας από εμάς γίνεται ιδιώτης, χρειάζεται επιτακτικά να αφυπνίσει μέσα του τον πολίτη.

Έχετε μελετήσει πολύ και μέσα στο βιβλίο σας προσπαθείτε να κατανοήσετε την αιτία της σύγχρονης κρίσης μας. Που θα τοποθετούσατε εσείς τα αίτια της σημερινής κατάστασης;

Το υπαινίχθηκα πρωτύτερα: τα αίτια είναι αχώριστα εσωτερικά και εξωτερικά.
Εσωτερικά: ο αδύναμος παραγωγικός ιστός της οικονομίας μας, η ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης, το πελατειακό πολιτικό σύστημα, η διαφθορά, η διαπλοκή – όλες οι γνωστές «παθογένειες» της κοινωνίας μας, τόσα και τόσα άλλα.
Εξωτερικά: η ελαττωματική κατασκευή του ευρώ που, αντί να βοηθάει τη σύγκλιση του ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, προκαλεί αντίθετα τη δραματική απόκλιση των οικονομιών τους.
Πιο γενικά: η σημερινή τυραννία μιας «οικονομίστικης» φιλοσοφίας που θεωρεί την οικονομία – και δη τη χρηματοπιστωτική – ως αυτοσκοπό, θάβοντας αλύπητα το όραμα μιας γνήσια δημοκρατικής πολιτικής Ευρώπης. Και ακόμα γενικότερα: ο σύγχρονος μηδενισμός των ισχυρών του κόσμου που διαχέεται ανεμπόδιστα σε κάθε γωνιά της γης.

Και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για να βγούμε επιτέλους στο φως;

Δεν υπάρχουν συνταγές. Πιστεύω, όμως, πως αν κάνουμε όλοι λίγο καλύτερα τη δουλειά μας – ο καθείς εφ’ὠ ετάχθη – τα πράγματα θα ήταν πιο ευοίωνα. Ο στόχος είναι ένας για όλους: να δημιουργήσουμε εμείς οι Έλληνες, εμείς οι Ευρωπαίοι, εμείς οι άνθρωποι ένα γόνιμο νόημα κοινής ζωής, πασχίζοντας πρώτα πρώτα να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον στην ετερότητά του – ακόμα κι αν αυτή μας φαίνεται απειλητική. Κι αυτό προϋποθέτει – το είπα παραπάνω – να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, ξεπερνώντας τα συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας που μας βασανίζουν. Σ’ αυτό το ζητούμενο βλέπω, τουλάχιστον εγώ, τη δουλειά μου ως συγγραφέα.

Τέλος, τι θα θέλατε να ευχηθείτε εσείς για το αύριο που έρχεται;

Να αναζητήσουμε αυτό το κοινό νόημα μέσα μας, που σημαίνει ακόμα στην παράδοση και στον πολιτισμό που ο καθένας από εμάς, άνθρωπος ή λαός, κουβαλάει. Έτσι μονάχα θα αρχίσουμε να χτίζουμε μαζί τον καινούργιο οικουμενικό πολιτισμό που λείπει πικρά από το σπαρασσόμενο «παγκόσμιο χωριό» μας.

Βάλια Κανελλοπούλου