Μιλήσαμε με τον επιμελητή της αρχιτεκτονικής συνάντησης «Αφετηρίες»
Το Σάββατο 24 Οκτωβρίου το Μουσείο Μπενάκη φιλοξενεί έναν μαραθώνιο διάλογο με τη διεθνή αρχιτεκτονική, με 45 νέους Έλληνες αρχιτέκτονες που παρουσιάζουν έργα από όλο τον κόσμο. Το clcikatlife.gr μίλησε με τον διοργανωτή της ημερίδας, Γεώργιο Α. Πανέτσο, για την ελληνική αρχιτεκτονική, για τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα και για την όλο και λιγότερη ομορφιά της Αθήνας...
Η ημερίδα «Αφετηρίες» διοργανώνεται φέτος, για 3η φορά, στο Μουσείο Μπενάκη. Μπορείτε να μας «συστήσετε» τη δράση αυτή; Τι θα περιλαμβάνει η ημερίδα και ποιος ο στόχος της;
Πρόκειται για μια δράση που θέλει να αναδείξει τη σημασία της δημιουργίας των άλλων για τη δική μας δημιουργία, με άλλα λόγια τη σημασία τού να είναι κανείς δεκτικός σε επιρροές, που μπορούν στη συνέχεια να μεταπλάθονται σε νέο έργο, με αξιώσεις πρωτοτυπίας και, κυρίως, ουσιώδες νόημα. Δεδομένου ότι ενεργούμε με βάση μόνο ό,τι γνωρίζουμε, έχει σημασία το τι γνωρίζουμε και ο τρόπος με τον οποίο το γνωρίζουμε, ώστε μετά να το υπερβούμε ή απλά να το ακολουθήσουμε.
Προσκλήθηκαν 45 αρχιτέκτονες κάτω των 45 ετών να παρουσιάσουν με τον δικό τους τρόπο ένα έργο αρχιτεκτονικής που έχει αποτελέσει «αφετηρία» (εξ ου και ο τίτλος) δικής τους δημιουργίας και άλλοι 10, ωριμότεροι, διακεκριμένοι, να φωτίσουν μέσω σχολίων ιδιαίτερες όψεις από τα έργα που επέλεξαν και από τις παρουσιάσεις των νεότερων.
Στην ημερίδα συμμετέχουν 45 νέοι Έλληνες αρχιτέκτονες. Με ποιο κριτήριο έγινε η επιλογή των συμμετεχόντων;
Πρόκειται για μερικούς μόνο από τους αρκετούς νέους αρχιτέκτονες, ηλικίας κάτω των 45, των οποίων η πρόσφατη δραστηριότητα και το έργο, αρχιτεκτονικό, θεωρητικό ή άλλο, υπέπεσε στην αντίληψή μου, είτε λόγω της ιδιότητάς μου ως ακαδημαϊκού δασκάλου, είτε ως επιμελητή της διεθνούς αρχιτεκτονικής επιθεώρηση ‘Δομές’, ειδικά μέσω των υποψηφιοτήτων στα ετήσια ‘Βραβεία Δομές’ και μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα για τον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι νέοι αρχιτέκτονες σκέπτονται και δημιουργούν. Πιστεύω ότι αυτού του είδους η γνώση - γνώση και επεξεργασία μεθόδων και διαδικασιών- ενδιαφέρει σήμερα περισσότερο από ποτέ τους δημιουργικούς ανθρώπους, τους οποίους θέλω να ενθαρρύνω. Γι’ αυτό θα ήθελα να δοθεί η ευκαιρία στους προσκεκλημένους να ακουστούν και να συναντηθούν μεταξύ τους, αλλά και με όσους θα συμμετάσχουν στην εκδήλωση.
Ποια είναι η δική σας «αφετηρία» έμπνευσης;
Τα τελευταία χρόνια είναι ο τρόπος σκέψης και το έργο αρχιτεκτόνων, αλλά και δημιουργών άλλων ειδικοτήτων, που κινείται πέρα από την επικαιρότητα και που εκτιμώ, αλλά και τα εν εξελίξει αρχιτεκτονικά πειράματα των φοιτητών μου στην αρχιτεκτονική σχολή της Πάτρας. Παλιότερα τα πράγματα ήταν πιο συγκεκριμένα, πολύ ευκολότερα ταυτίσιμα.
Ποιο είναι το πιο σημαντικό αρχιτεκτονικό έργο κατά τη δική σας γνώμη και γιατί;
Είναι ο Παρθενώνας, γιατί εκεί επετεύχθη μέσω της χρήσης προηγουμένων, δηλαδή αφετηριών, και συγκεκριμένα μέσα από τη σύζευξη δωρικού και ιωνικού ρυθμού, η παραγωγή μιας νέας και εξ αρχής τελειοποιημένης αρχιτεκτονικής μορφής, που φέρει μεστά νοήματα . Είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω καλά και από κοντά ως τέλειο οικοδόμημα, συμμετέχοντας για μερικούς μήνες ως φοιτητής στα έργα συντήρησης και αποκατάστασής του.
Και ποιον ή ποιους αρχιτέκτονες θα ξεχωρίζατε για το έργο και τη γενικότερη συμβολή τους;
Τον Μιχαή Άγγελο και τον Αντρέα Παλλάντιο.
Ποια είναι τα θεμελιώδη γνωστικά ή εμπειρικά εργαλεία που χρειάζεται ένας αρχιτέκτονας σήμερα;
Ο αρχιτέκτονας πρέπει πρωταρχικά να έχει ικανότητα αντίληψης και σύλληψης αρχιτεκτονικών εννοιών, concepts, τις οποίες πρέπει στη συνέχεια να επεξεργάζεται και να διατυπώνει κατά τρόπο εντελώς συγκεκριμένο σε σχέδια και σε κείμενα. Η παιδεία του αρχιτέκτονα, κατά τον Ρωμαίο Βιτρούβιο, οφείλει να συνδυάζει τόσο θεωρητικές, όσο και πρακτικές γνώσεις από πολλά πεδία, ώστε να μπορεί αυτός να συνδυάσει στοιχεία και να συντονίσει συντελεστές με διαφορετική προέλευση, τόσο κατά τον σχεδιασμό, όσο και κατά την υλοποίηση ενός έργου. Αναφέρει εμφατικά την ανάγκη γνώσεων σχεδίου, γεωμετρίας, ιστορίας, υγιεινής, δικαίου, μουσικής, φυσικής και, ακόμη, φιλοσοφίας ως μέσου ηθικής διαπλάσεως. O Βιτρούβιος θέλει τον αρχιτέκτονα διατεθειμένο να μάθει, ανοιχτό, και ακόμη ευγενικό, δίκαιο, έντιμο και όχι πλεονέκτη, ώστε να μπορεί να ανθίσταται στη διαφθορά, εξ αιτίας της οποίας κανένα έργο -όπως λέει- δεν μπορεί να γίνει σωστά.
Παρότι έκτοτε πέρασαν πάνω από 2000 χρόνια, αυτές οι απαιτήσεις δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο απαιτούμενος βαθμός οξύτητας αυτών των δεξιοτήτων, που πρέπει να είναι ανάλογος με την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου.
Τι μπορεί να καταστήσει ένα αρχιτεκτονικό έργο διαχρονικό;
Η συνεπής αρτιότητα της μορφής συνδυαζόμενη με την εγκυρότητα και τη σαφήνεια του νοήματος.
Ποια η θέση της ελληνικής αρχιτεκτονικής και των ελλήνων αρχιτεκτόνων στο παγκόσμιο σκηνικό;
Η ιστορική ελληνική αρχιτεκτονική στέκεται στο περίοπτο, αλλά απόμακρο, βάθρο της. Η νεώτερη αλλοιώνεται ή εξαφανίζεται. Η σύγχρονη μένει περιθωριακή. Οι όχι σπάνιες, αλλά πάντως μικρές διακρίσεις, δεν αρκούν για την ανάδειξη της ελληνικής αρχιτεκτονικής σε αναγνωρίσμο «προϊόν». Η Ελλάδα πέρασε τα χρόνια της σπατάλης παράγοντας δημόσια κτήρια, αυτά που ορίζουν τα στάνταρντς, υλικώς ευτελή και αρχιτεκτονικώς ασήμαντα. Όλη η έγνοια ήταν να δαπανηθούν τα διαθέσιμα κονδύλια, όχι να παραχθούν έργα με χρησιμότητα, αισθητική αξία και αντοχή, όπως π.χ. στην Ισπανία ή την Πορτογαλία. Οι Έλληνες αρχιτέκτονες ήταν ένα μικρό εξάρτημα σε αυτόν τον χονδροειδή εγχώριο μηχανισμό. Η κρίση ανάγκασε πολλούς δυναμικούς Έλληνες να βγουν στο εξωτερικό, διατηρώντας τη βάση τους στην Ελλάδα ή εκπατριζόμενοι. Μερικοί από αυτούς διακρίθηκαν και κάποιοι συμμετέχουν στις «Αφετηρίες».
Ποια η συμβολή της αρχιτεκτονικής και του design στην καθημερινότητά μας;
Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε από το ένα, ούτε από το άλλο. Περιβαλλόμαστε αναπόδραστα από κτήρια και αντικείμενα που κάποιος έχει διαμορφώσει, άλλοτε με κατάλληλο και άλλοτε με πρόχειρο τρόπο. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη, έστω κι αν δεν το καταλαβαίνουμε άμεσα, από την καλή αρχιτεκτονική και το καλό design.
Και ως γνώστης του αστικού σχεδιασμού, τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει μια πόλη φιλική προς τους κατοίκους της;
Για κάθε θέση, το κατάλληλο μίγμα κτηρίων, υποδομών, ελεύθερων χώρων, ανθρώπων και δραστηριοτήτων, σε σωστή ποσότητα και σε σωστές αναλογίες, με την κατάλληλα επεξεργασμένη τελική μορφή. Πρέπει να ικανοποιούνται με επάρκεια όλες οι σύγχρονες ανάγκες και να παρέχεται μια επαρκής ποικιλία επιλογών για τον ελεύθερο χρόνο με σεβασμό της ατομικότητας. Με άλλα λόγια ο προσεκτικότερος προγραμματισμός και ο ευφάνταστος ανα-σχεδιασμός για όλους.
Σας αρέσει η Αθήνα ως πόλη;
Όλο και λιγότερο....Σε μερικά σημεία της ναι, στα περισσότερα πια όμως όχι. Είναι απογοητευτικό, ειδικά στο κέντρο, ότι η μοιραία υποβάθμιση, αλλά κυρίως οι ηθελημένοι βανδαλισμοί, δεν γίνονται καν προσπάθειες να επιδιορθωθούν, και κρίσιμες πρωτοβουλίες, όπως η ανάπλαση της Πανεπιστημίου, ακυρώνονται. Ωστόσο, παρεμβάσεις όπως η Διονυσίου Αρεοπαγίτου, με το Μουσείο Ακροπόλεως, ή το ανεγειρόμενο εν μέσω κρίσεως Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Νιάρχου δείχνουν ότι τα πράγματα μπορούν να βελτιωθούν εντυπωσιακά, όταν υπάρχει όραμα, γνώση, βούληση και διαχειριστική ικανότητα.
Τι είναι αυτό που θα μπορούσε να την κάνει πιο φιλική στους κατοίκους και τους επισκέπτες της;
Η εφαρμογή μιας πρότασης που είχα κάνει το 1996 στο 2o συνέδριο «Ενα όραμα για την Αθήνα» του Τεχνικού Επιμελητηρίου. Η πρόταση προέβλεπε τη σχεδιασμένη ανοικοδόμηση του χώρου του Ελληνικού και μερικών ακόμα αδόμητων εκτάσεων κρατικής ιδιοκτησίας με στόχο την εξασφάλιση πόρων για δημιουργία μικρών και μεγάλων πάρκων, κοινόχρηστων εγκαταστάσεων και υποδομών σε όσες περιοχές είχαν σχετικά ελλείμματα, δηλαδή στο μεγαλύτερο μέρος του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας. Η εναλλακτική είναι η διάθεση του Ελληνικού για την δημιουργία του ματαιόδοξου «μεγαλύτερου πάρκου της Ευρώπης», σε συγκριτικά προνομιούχα περιοχή, τη στιγμή που άλλες στερούνται βασικά πράγματα και δεν μπορούμε να συντηρήσουμε ούτε καν τις νησίδες των κεντρικών λεωφόρων.
Βάλια Κανελλοπούλου