Τα Χριστούγεννα 10 συγγραφέων όπως τα έζησαν οι ίδιοι
10 συγγραφείς μοιράζονται μαζί μας τις αναμνήσεις τους από τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής τους!
Οι παρακάτω ιστορίες είναι γραμμένες από εννιά Έλληνες συγγραφείς και περιγράφουν τις γιορτές εκείνες που τους εντυπώθηκαν εντονότερα. Με περιστατικά της φαντασίας ή από την πραγματικότητα, από την παιδική ηλικία των συγγραφέων ή από την μετέπειτα ζωή τους, με γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην πόλη ή σε χωριό, οι παρακάτω ιστορίες είναι γραμμένες αποκλειστικά για το clickatlife και εσάς, τους αναγνώστες του!
Κάθε Χριστούγεννα μπαίνω στη φάτνη μου, από παιδί. Από τη τζαμαρία κοιτώντας τα φώτα στο δρόμο που κόβει το βουνό, τα αυτοκίνητα λαμπιόνια στα σύννεφα. Συνήθως ξεκινώ καινούργιο βιβλίο κάθε Χριστούγεννα ή αφήνω να αφηνιάσει μέσα μου εκείνο που προϋπάρχει, το δικό μου παλιό. Τα πιο όμορφα Χριστούγεννα, όμως, τα περνώ, τα πέρασα με την Νεφέλη. Την Νεφέλη την γνώρισα από το ίντερνετ, στο μπλογκ του μπαμπά της να παίζει πιάνο και να κάνει ακροβατικά. Με επέλεξε για νονά της κι εγώ ακολούθησα ένα κοριτσάκι δεκατριών μηνών να μεταμορφώνεται σε νεράιδα Νεφ- Νεφ και να γίνεται η δική μου παραμυθούλα. Τα πρώτα παραμύθια μου της τα χρωστώ, για το χατίρι της έβαλα κόκκινα γυαλιά και χορέψαμε μαζί στην πλατεία. Τα δικά μας Χριστούγεννα φτιάξαμε για πρώτη φορά τα πρώτα μας ροζ κουλούρια: καρδιά, ανθρωπάκι, αστέρι και δέντρο και τα ζυμώσαμε καλά καμαρώνοντας τα σχήματα η καθεμιά στης άλλης το χέρι. Τα ψήσαμε και φάγαμε τα πρώτα μετά χορεύοντας μαζί – τσάτρα πάτρα εγώ- την λίμνη των κύκνων. Από το μπαλκόνι ξεπρόβαλε Χριστουγεννιάτικο άστρο η Ακρόπολη.
Το δέντρο αυτής της χρονιάς είχε για στολίδια εμάς, να χορεύουμε, να κάνουμε ότι πίνουμε τσάι ή καφέ και να πλάθουμε τα κουλούρια. «Τα αστεράκια είμαστε εμείς», δεν θυμάμαι ποια το είπε απ’ τις δυο, την θυμάμαι με εκείνο το ζαχαρί τούλι πρίμα μπαλαρίνα. Η Νεφέλη τώρα μεγάλωσε, πηγαίνει Τετάρτη δημοτικού αλλά τα δικά μας Χριστούγεννα είναι πάντοτε εκεί, κι έχουν για φάντη εμάς, τα παραμύθια και τα βιβλία, τα ροζ κουλούρια και τη δική μας αληθινή ιστορία. Περίπου Χριστούγεννα, εξάλλου, κυκλοφόρησαν όλα τους κατά σειρά: «Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα», «Η Νεφέλη στο νησί του Παντός», «Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας», «Η ζωγραφιά που ταξιδεύει» και «Οι μουσικές της Αρασέλης». Κάθε Χριστούγεννα γεννιέμαι παιδί, ξανά και ξανά, με το μαγικό ραβδί της Νεφέλης.
Διαβάστε για το έργο της Ελένης Γκίκα εδώ
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και μικρές νιφάδες χιονιού στροβιλίζονταν στον αέρα έξω από το σπίτι μας. Τηρώντας όπως κάθε χρόνο το έθιμο, είχαμε βγει μαζί με τον αγαπημένο μου πατέρα στην αυλή, κρατώντας ένα ρόδι και περιμένοντας την αλλαγή του έτους. Το κρύο τσουχτερό, τρύπωνε μέσα από τα πανωφόρια μας. Ήμουν σε εκείνη την ηλικία που η μαγεία κινδυνεύει να χαθεί, που είχα αρχίσει να υποπτεύομαι πως τα δώρα δεν έρχονται στο τζάκι από τον Άγιο Βασίλη, αλλά από τους γονείς μου. Σαν χθες θυμάμαι τον μπαμπά μου να μου ψιθυρίζει στο αυτί: «Κάνε λιγάκι ησυχία, μήπως και τον ακούσουμε…». Αυτό ήταν! Ο χρόνος σταμάτησε και κάθε αμφιβολία είχε μεμιάς σβηστεί. Την επόμενη κιόλας στιγμή, ακούστηκαν κουδούνια από έλκηθρο που σταματούσε δίπλα στην καμινάδα και μια λάμψη φώτισε τα παιδικά μου μάτια, με γέμισε πίστη και ελπίδα. Η ευτυχία εκείνων των Χριστουγέννων ζέστανε την παιδική μου ψυχή και θα συνεχίζει να το κάνει για πάντα!
«Μαγικές σακούλες», Θοδωρής Καραγεωργίου
Μερικές σακούλες με καραμέλες, σοκολάτες, γλειφιτζούρια, κουλουράκια και μικρά παιχνίδια είναι οι πρώτες εικόνες που έρχονται στο μυαλό μου από τα Χριστούγεννα εκείνα. Αρχικά να τα ψωνίζουμε μαζί με τους γονείς μου, να τα φορτώνουμε στο αυτοκίνητο και να νομίζω πως είναι όλα δικά μου. Έπειτα να ακούω έκπληκτος τη μητέρα μου να μου εξηγεί πως όλοι μαζί θα πηγαίναμε σε ένα μέρος και θα τα χαρίζαμε σε κάποια παιδάκια που τα χρειάζονταν περισσότερο από εμένα. Και τέλος οι χαρές, οι φωνές, τα μάτια που έλαμπαν από ευτυχία…. Και εγώ να μην καταλαβαίνω, απλά να κοιτάω μαγκωμένος… Και τώρα πια να ξέρω, να είμαι σίγουρος πως τα Χριστούγεννα εκείνα θα τα έχω για πάντα χαραγμένα μέσα στην καρδιά μου!
Τα βιβλία των Λία Ζώτου και Θοδωρή Καραγεωργίου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
«Οι μύθοι είναι το μόνο βάλσαμο στις πληγές του χρόνου», Πάνος Καρνέζης
Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα: τα μάτια μου έπεσαν πάνω στους δείκτες του ρολογιού στο κομοδίνο. Τι με είχε ξυπνήσει; Πρέπει να ήταν ο θόρυβος της πόρτας, όπου μια σκιά στεκόταν στο λιγοστό φως που ερχόταν απ’ τα άλλα δωμάτια του σπιτιού. Έμεινα κάτω απ’ τις κουβέρτες, ακίνητος, βουβός, δίχως να φοβάμαι. Στο σπίτι μας ο Άι Βασίλης ερχόταν παραμονή Χριστουγέννων και όχι Πρωτοχρονιάς, όπως είναι η παράδοση στην Ελλάδα, μια οικογενειακή πρωτοτυπία εμπνευσμένη απ’ την ολιγόμηνη παραμονή του πατέρα μου στην Αγγλία στα φοιτητικά του χρόνια. (Δεν ήταν η μόνη συνέπεια εκείνου του αξέχαστου ταξιδιού του στη δεκαετία του ’60. Η αγγλοφιλία που αργότερα θα με έφερνε στη χώρα της Βόρειας Ευρώπης όπου τώρα ζω οφείλεται επίσης σ’ αυτόν.)
Εν πάση περιπτώσει, ο ερχομός του Άι Βασίλη στο σπίτι εκείνη τη νύχτα ήταν αναμενόμενη. Αυτό που με παραξένεψε ήταν πως δεν φορούσε την παραδοσιακή κόκκινη στολή που ήξερα από εικόνες και ταινίες, αλλά τη ρόμπα φλις του πατέρα μου. Η μόνη εξήγηση ήταν πως ο άγιος την είχε δανειστεί για να μου φέρει απαρατήρητος τα δώρα (τα πακέτα που κρατούσε στα χέρια του), όπως ένας κομάντο φοράει στολή παραλλαγής σε επιχείρηση. Αφού άφησε τα πακέτα στα πόδια του κρεβατιού, η σκιά έφυγε κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της.
Πρέπει να ήμουν πέντε ή έξι χρονών και ίσως να ήταν η τελευταία χρονιά που πίστευα στο Άι Βασίλη. Πρόσφατα, πάνω από σαράντα χρόνια αργότερα και καθώς πλησιάζουν οι γιορτές, θυμήθηκα αυτό το περιστατικό ενώ είχα πάρει σβάρνα τους δρόμους, ένας ακόμα παράφρονας καταναλωτής κραδαίνοντας το γράμμα στον Άι Βασίλη ενός μικρού παιδιού που λένε πως μου μοιάζει. Σε λίγες μέρες, εκεί γύρω στα μεσάνυχτα, θα περπατήσω στις μύτες των ποδιών για να αφήσω τα δώρα στο δωμάτιό του, ώστε να τα βρει μόλις ξυπνήσει. Και καλού κακού θα φοράω κόκκινο κουστούμι με σκούφο και άσπρη γενειάδα. Οι μύθοι είναι το μόνο βάλσαμο στις πληγές του χρόνου.
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Πάνου Καρνέζη Οι φυγάδες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Τα «Χαρούμενα Χριστούγεννα» για μένα ήταν ένα σχήμα οξύμωρο, καθώς η εορταστική αυτή περίοδος του χρόνου, μου δημιουργούσε μια ακαθόριστη μελαγχολία. Οι υποχρεωτικές προετοιμασίες, το στόλισμα, τα ψώνια, οι προσδοκίες, οι αναμενόμενες συνευρέσεις και η ψυχαναγκαστική διασκέδαση με έβγαζαν από τον ρυθμό μου, γι’ αυτό και φρόντιζα πάντα να βρίσκομαι κάπου αλλού, να γεμίζω τις μέρες αυτές με άλλα ερεθίσματα ώστε να αποφεύγω τις σκέψεις και τους απολογισμούς εν όψει της νέας χρονιάς. Μέχρι που τα τελευταία χρόνια συνειδητοποίησα πως τα Χριστούγεννα δεν είναι απαραίτητα μια καταναλωτική γιορτή, αλλά μπορεί να γίνει μια ευκαιρία να «γεμίσεις» με τη χαρά που προσφέρεις, να χαρείς τη συντροφιά ανθρώπων που μέσα στη χρονιά δεν πρόλαβες να χαρείς, αλλά και για να εκφράσεις την αγάπη σου σε όσους παρέλειψες πρόλαβες να την εκδηλώσεις. Είναι μια ευκαιρία να ανοίξεις το σπίτι σου, να μαζέψεις σε μια άκρη τα χαρτιά και τα βιβλία, να μαγειρέψεις και να φας με τους αγαπημένους σου. Τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή αγάπης και δεν είναι απαραίτητο να είναι πολυδάπανη, αυτό που χρειάζεται είναι να έρθεις σε επαφή με τα συναισθήματά σου, να επικεντρωθείς στους ανθρώπους που έχουν σημασία για σένα και να δημιουργήσεις τις συνθήκες ώστε να μοιραστείτε κάποιες καλές στιγμές που όλοι τις έχουμε ανάγκη αυτόν τον καιρό.
Η Λευκή Ρεβάνς της Αργυρώς Μαντόγλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Ως γνήσιο παιδί της πόλης Αθήνα δεν έχω αναμνήσεις από Χριστούγεννα σε χωριό με χιόνια στα καμπαναριά ή στα έλατα. Γι αυτό και οι χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις μου ως παιδί , όταν τις ανακαλώ, δεν παρουσιάζουν τίποτα ενδιαφέρον, εκτός από την προσμονή κάθε χρόνο τέτοια εποχή για μελομακάρονα, προσμονή που ακόμα έχω. Αργότερα, μεγαλώνοντας, καθώς άρχισα να ταξιδεύω, η πιο γλυκιά ανάμνηση που έχω είναι Πρωτοχρονιά στην Κωνσταντινούπολη. Είναι το υπέροχο ταξίδι με το τρένο Αθήνα- Θεσσαλονίκη-Πόλη, η διάσχιση του Έβρου ξημερώματα, 40-50 επιβάτες όλοι κι όλοι, στο μοναδικό βαγόνι-καφέ, στο τέλος γίναμε φίλοι, βγήκαν οι κιθάρες κι άρχισε το γλέντι. Η Πόλη ντυμένη γιορτινά μεγαλοπρεπής όπως πάντα γιορτάζει την πρωτοχρονιά με άπειρα πάρτι στα μπαρ πέριξ της Ιστικλάλ . Σαμπάνιες ατομικές, αρλεκίνοι, Νταλάρας, Αλεξίου και Γλυκερία παντού και μια αίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς, μιας βεβαιότητας για μια φιλία ανθρώπων και μια ένωση λαών που έρχεται αλλά τελικά δεν καταφτάνει ποτέ. Το πρωί , ξημερώματα του νέου έτους μας βρίσκει να παίζουμε 31 στο roof garden του ξενοδοχείου, στα πόδια μας όλη η Κωνσταντινούπολη να λάμπει από τα λαμπιόνια , ο Κεράτιος κόλπος και ο Βόσπορος , καράβια περνάνε ασταμάτητα φωταγωγημένα κι εμείς, αντί για χρήματα, ποντάρουμε την Αγιά Σοφιά, τον Ιππόδρομο, το Φανάρι, το Πέρα και το Μπλε τζαμί σε μια παρτίδα μάταιη, που κανείς ποτέ δεν θα κερδίσει.
Διαβάστε για το έργο του Δημήτρη Οικονόμου εδώ.
Τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων ήταν λιτά αλλά ζεστά. Η οικογένεια μαζευόταν γύρω από το γιορτινό τραπέζι και με πειράγματα και γέλια τιμούσαμε το φαγητό και το γλυκό της μάνας. Η μαγειρική της ήταν κάτω του μετρίου, αλλά ποιος έδινε σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες. Το θέμα ήταν να υπάρχει φαγητό στο τραπέζι, αγάπη, και μια ενωμένη οικογένεια. Κι από αυτά είχαμε και περίσσευμα. Μα τα καλύτερα Χριστούγεννα που θα θυμάμαι για πάντα, ήταν αυτά του 1983. Στο δικό μου πλέον σπιτικό, μαζί με τον σύζυγό μου, βγάζαμε τις πρώτες φωτογραφίες κάτω από το στολισμένο δέντρο, με το πιο όμορφο στολίδι της ζωής μας. Την κόρη μας. Πως περάσανε τα χρόνια…
Και να που τα Χριστούγεννα του 83, έρχονται να συγκριθούν με τα φετινά. Με έναν άλλον ρόλο, αυτόν της γιαγιάς θα κρατήσω κάτω από το στολισμένο δέντρο μου το πιο πολύτιμο στολίδι μου. Τον εγγονό μου.
Κι είναι όμορφο να βλέπεις να μεγαλώνει το δέντρο της ζωής σου και να δίνει καρπούς. Γιατί τα ωραία Χριστούγεννα, δεν είναι η χρυσόσκονη που μάθαμε να βάζουμε αυτές τις μέρες για να τις ομορφύνουμε. Είναι οι μοναδικές στιγμές που μοιραζόμαστε με τα άτομα που αγαπάμε και μας αγαπούν. Εύχομαι σε όλο τον κόσμο, τα φετινά Χριστούγεννα να είναι τα καλύτερα! Καλές γιορτές με υγεία και χαρά!
Τα βιβλία της Πένυς Παπαδάκη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Στο χωριό οι χειμωνιάτικες γιορτές δεν έχουν γούστο. Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά δεν λαχταράς να έρθουν, σε αντίθεση με το Πάσχα. Εκείνη τη χρονιά του ταλαίπωρου Μιλένιουμ, ήμουν και για να με κλαίνε οι ρέγγες. Ή έτσι νόμιζα. Είχε τελειώσει η σχολή, είχε τελειώσει και η τζάμπα μαθητεία σε μεγάλο αθηναϊκό, ραδιοφωνικό σταθμό και το μέλλον στο μυαλό μου φάνταζε ζοφερό. Θα γινόμουν δημοσιογράφος ή θα ξαναγύρναγα στο χωριό για πάντα; Να βλέπω τις πορτοκαλιές και τις μανταρινιές του αργολικού κάμπου να στολίζουν εορταστικά τον τόπο…
Τα Χριστούγεννα ήταν τα πιο δυστυχισμένα μου μέχρι τότε. Άδηλο παρακάτω. Παίζανε τα ρεβεγιόν στην απαστράπτουσα τηλεόραση του τέλους του ’99, τότε που το Χρηματιστήριο βοούσε από λεφτά, κι εγώ νεαρή, επίδοξη δημοσιογράφος έκλαιγα τη μοίρα μου για τη δουλειά που δεν ερχόταν. Οι μέρες πίεζαν αφόρητα. Όλοι περίμεναν την τάχα μου καταστροφή του κόσμου ή έστω μια εντυπωσιακή αλλαγή του, πλην εμού. Με το αυτί κολλημένο στο ραδιοφωνάκι της εποχής, σαν τους παππούδες που αφουγκράζονται την παλιά τους ζωή, έτσι πέρασαν εκείνες οι γιορτές. Χωρίς να το ξέρω, περίμενα την καινούρια μου. Ζωή.
Ανήμερα Πρωτοχρονιάς –εργάσιμη μέρα για τους δημοσιογράφους- χτύπησε απρόσμενα το τηλέφωνό μου και οι πιο δυστυχισμένες μου γιορτές, έγιναν οι πιο ευτυχισμένες. Ήταν ένα από κείνα τα κινηματογραφικά-μυθιστορηματικά τηλέφωνα της ζωής. Για δουλειά.
Το μυθιστόρημα Γραφείον ο φόβος της Σταυρούλας Σκαλίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
«Μακριά από τους ανθρώπους, κοντύτερα στον εαυτό μου»,
Τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής μου τα πέρασα μόνος μου. Το σπίτι ήταν ζεστό, το στρώμα στο κρεβάτι σε προσκαλούσε να ξεφύγεις από την πραγματικότητα και μερικά εκλεκτά εδέσματα περίμεναν να εξαφανιστούν ιεροτελεστικά πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Κανείς δε μου χτύπησε την πόρτα και κανέναν δε θέλησα να δω, τριγυρνούσα στην παγωμένη πόλη με ένα όραμα για το επερχόμενο μέλλον, μια ελπίδα άσβηστη και παρούσα. Στο σαλόνι ποτέ δεν στήθηκε κανένα δέντρο και όταν από τα διπλανά διαμερίσματα ακούγονταν φωνές και γέλια, εγώ πάσχιζα να χτίσω μέσα μου έναν κόσμο με έναν ήρωα και πολλές μαριονέτες να τον περικυκλώνουν. Αργά τη νύχτα, εμφανίστηκε στο σπίτι ένα άγνωστο πρόσωπο, δε θυμάμαι αν ήταν αληθινό, στερέωσε τους αγκώνες του στο ανοιχτό παράθυρο και έμεινε εκεί μέχρι το πρωί, ενώ εγώ ήμουν πια βέβαιος ότι τίποτα δε θα ήταν ίδιο την επόμενη μέρα. Κανείς δεν μπορεί να αισθανθεί το μέγεθος της ευφορίας που βίωσα εκείνα τα Χριστούγεννα, μακριά από τους ανθρώπους και κοντύτερα στον εαυτό μου, σα να πήγα διακοπές σε ένα μέρος αόρατο και ανέγγιχτο, μία χώρα σαν όνειρο. Χρόνια πολλά σε όλους.
Το βιβλίο Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ του Δημήτρη Σωτάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Ήμασταν ακόμη στο κρεβάτι με τ’ αδέλφια μου όταν άρχιζαν τα νταούλια. Ο πατέρας μου ανέβαζε στο σπίτι τους γύφτους για να μας πουν τα κάλαντα. Η μουσική βαρούσε κατευθείαν στο στομάχι, ύστερα ο ήχος του κλαρίνου έσκιζε τη γλυκιά θαλπωρή κάτω από τις κουβέρτες, μια ζεστασιά δύσκολα αποκτημένη γιατί θυμάμαι έκανε πολύ κρύο όταν πέφταμε να κοιμηθούμε. Απότομα ο πατέρας μου άνοιγε την πόρτα του δωματίου μας, το πρόσωπό του κίτρινο από έξαψη. Ελάτε, ελάτε. Ξυπόλητη με το νυχτικό μου προχωρούσα στον μακρύ διάδρομο. Αντίκριζα ένα άλλο σπίτι, το γιορτινό πρόσωπο του σκυθρωπού Ιανού, τα σαλόνια ανοιχτά, τα φωτάκια του δέντρου να αναβοσβήνουν, τα γλυκά που χρύσιζαν στον μπουφέ, τη μητέρα μου απασχολημένη και αόμματη σε ό,τι συνέβαινε, την υπηρέτρια που περνούσε σαν σαϊτιά. Πίσω μου έρχονταν τα αδέλφια μου μισοκοιμισμένα, ο αδελφός μου έσερνε το μαξιλάρι του. Τα νταούλια κροτούσαν, ο λυγμός του κλαρίνου πισωγύριζε, λιποψυχούσε, φούντωνε πάλι. Στο άνοιγμα της πόρτας πρόβαλαν τα μελαχρινά ιδρωμένα τους πρόσωπα, τα πονηρά μαύρα μάτια. Καλήν ημέρα άρχοντες. Ένα γυφτάκι με βραχνή φωνή κοίταζε εκστατικό το εσωτερικό του σπιτιού, καμιά φορά το βλέμμα μας διασταυρωνόταν. Εν τω σπηλαίω τίκτεται. Τίκτεται, τίκτεται. Τόσο μικροί, τόσο αθώοι για την πανωλεθρία που μας περίμενε, σκέφτομαι τώρα. Οι γύφτοι μασούσαν τα τελευταία λόγια. Βιάζονταν να πάνε αλλού.
Το τελευταίο μυθιστόρημα της Έρσης Σωτηροπούλου Τι μένει από τη νύχτα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Είναι λίγο δύσκολο να διαλέξω. Είχα την τύχη κάποτε να βρεθώ στην Βιέννη, και μια βόλτα με οδήγησε στην νυχτερινή χριστουγεννιάτικη λειτουργία στον Άγιο Στέφανο. Το θρησκευτικό με το αισθητικό είχαν ένα μοναδικό πάντρεμα: Το καθηλωτικό εκκλησιαστικό όργανο με τις χρυσές καμινάδες του, η μπάσα βουή από τους χαμηλόφωνους ψαλμούς των παρευρισκομένων, ο ξερός παγωμένος αέρας της Βιέννης, η παράλογη μεγαλοπρέπεια του ναού, όλα συνέθεταν μια μυσταγωγία πολύ διαφορετική από ότι είχα βιώσει ως τότε.
Όμως δύσκολα μπορώ να το βάλω πάνω από τις γνώριμες μυρωδιές δίπλα στο οικογενειακό τζάκι στην Εύβοια. Κάπου εκεί εντοπίζω τα Χριστούγεννα, σε μια ιδιαίτερη γωνιά κοντά στην Κύμη όπου τα χωριά αποκλείονται από το αφράτο χιόνι, ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα και σκόρπιες εικόνες ζεστασιάς και παιδικών αναμνήσεων, και σε μια αγαπημένη συνήθεια να βάζει η γιαγιά μου σε αλουμινόχαρτο πάνω στη σόμπα κομμάτια από την γέμιση των λουκάνικων.
Αν πρέπει όμως να διαλέξω, θα διαλέξω τα Χριστούγεννα του 2007. Ήμουν φοιτητής, μοίρασα τις διακοπές μου στην Πάτρα, την Αθήνα, την Εύβοια, πέρασα τα Χριστούγεννα όπως πρέπει να περνάει ο καθένας τα Χριστούγεννα: Ανέμελα, ξέγνοιαστα, χαρούμενα. Τι αξιοσημείωτο είχαν τα Χριστούγεννα του 2007; Τίποτα το πολύ ιδιαίτερο. Αλλά τα επόμενα ήρθαν με ένα κόμπο στο λαιμό, ένα κόμπο που οχτώ χρόνια μετά ακόμα δεν έχει λυθεί και ίσως δεν πρέπει και να λυθεί, εάν δεν βρεί κάποτε μια λύση. Τα Χριστούγεννα από τότε μέχρι σήμερα, έρχονται πάντα με μια υπενθύμιση: Υπάρχει μια συνωμοσία απέναντι στην ξεγνοιασιά και την ανεμελιά. Είναι καλό να μην ξεχνιόμαστε. Με θερμές ευχές και πίστη, ότι θα επιστρέψουμε στις ανέμελες και ξέγνοιαστες ημέρες, ακόμα και στην καρδιά του χειμώνα.
Το βιβλίο του Πάνου Τσερόλα Ασημένια Θάλασσα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Χριστίνα Χρυσανθοπούλου
[email protected]