"Ο δικός μου Μπάουι" από τρεις φανατικούς του αγαπημένου ροκ σταρ
Τρεις φανατικοί του Ντέιβιντ Μπάουι καταγράφουν συναισθήματα και εμπειρίες, καταθέτουν σκέψεις και αναμνήσεις γράφοντας στο clickatlife για το δικό τους Μπάουι.
Ελένη Λέκκου
"Οh, you pretty thing"
Είμαι κι εγώ από τους τυχερούς και τις τυχερές με μεγαλύτερα αδέρφια, κι έτσι, από πολύ-πολύ μικρή ηλικία είχα πρόσβαση σε μουσικές που όχι μόνο με γαλούχησαν αλλά και τελικά καθόρισαν την μετέπειτα μουσική μου πορεία: Η μεγάλη μου αδερφή, η Μαρία, έχει πάθος με τη μουσική, κάτι που μου πέρασε με πολύ μεγάλη αγάπη. Στο σπίτι μας και στο πικάπ μας είχαμε δίσκους από τους Pink Floyd και τον David Bowie μέχρι τους Siouxsie and the Banshees και τους Iron Maiden.
Μέσα σε όλην αυτή τη γκάμα της ποπ/ροκ σκηνής εγώ αποφάσισα να πάρω τον πιο «σκληρό» δρόμο, επικεντρώνοντας τις επιλογές μου σε μπάντες που έμοιαζαν ή ταίριαζαν περισσότερο με τους Iron Maiden παρά τους πιο μελωδικούς Floyd. Ειδικά κατά τη διάρκεια της εφηβείας δεν «καταδεχόμουν» ούτε για πλάκα να ακούσω κάτι πιο «ελαφρύ» από Nine Inch Nails ή Alice in Chains ή Metallica ή Nirvana, κάτι που μπορούν να το πιστοποιήσουν τόσο οι ταλαίπωροι -ταλαιπωρημένοι από τον θόρυβο που έβγαινε σε μόνιμη βάση από το δωμάτιό μου- γονείς μου, όσο οι μέχρι και σήμερα φίλοι μου οι οποίοι αναρωτιούνται αν θα αλλάξω ποτέ γούστα. (απάντηση= όχι!)
O κατά γενική ομολογία καθόλου πολύχρωμος/όμορφος τοίχος μου ήταν γεμάτος από αφίσες, μαύρες στην πλειοψηφία τους, η βιβλιοθήκη μου ήταν γεμάτη μουσικά περιοδικά, τα βιβλία μου γεμάτα στίχους και λογότυπα, ενώ έγραφα μανιωδώς mixtapes από βινύλια και τις μοίραζα στο σχολείο και, όπως καταλάβαμε όλοι, η μουσική ήταν από τότε ένα τεράστιο μέρος της ζωής μου.
Κάπου μεταξύ όλων αυτών, πάντα, μα πάντα, είχε μία ειδική θέση στον τοίχο, τα βιβλία και τα βινύλιά μου, ο David Bowie. Κάπου, μεταξύ μαύρων και σκουρόχρωμων λογότυπων υπήρχε λίγο χρώμα. Κάπου, μέσα σε όλον αυτό τον «blackened» μικρόκοσμό μου, υπήρχε λίγος χώρος για glitter.
Γιατί μού κάλυπτε ένα κενό που μου άφηναν όλοι οι υπόλοιποι:
Γιατί, πίσω από όλες τις περσόνες που δημιουργούσε o Bowie έκρυβε μία πληθώρα συναισθημάτων, τάσεων, ιδεολογιών, προβληματισμών, πειραματισμών, κι ελευθερίας έκφρασης, κάτι που κανείς από τους άλλους καλλιτέχνες που παρακολουθούσα δεν είχε καταφέρει σε τέτοια έκταση. Εξάλλου, κανείς από την πλειοψηφία αυτών που άκουγα δεν θα υπήρχε ή δεν θα είχε εξελιχθεί όπως εξελίχθηκε αν δεν υπήρχε ο Bowie. Ακόμη και η grunge σκηνή έγινε ακόμη πιο γνωστή σε όλο τον πλανήτη από ένα και μόνο κομμάτι που ερμήνευσαν οι Nirvana στο πασίγνωστο Unplugged MTV session τους, το The Man Who Sold the World, του David Bowie.
Γιατί, κατά τη διάρκεια της σχεδόν 50ετούς (!) καριέρας του ο Bowie όχι μόνο τόλμησε να συνεργαστεί με καλλιτέχνες από την Tina Turner, τον Iggy Pop και τους Queen μέχρι τους Pet Shop Boys, τους Placebo και τους Nine Inch Nails, αλλά με τον κάθε έναν από αυτούς κατάφερε να βγάλει έργα που το κάθε ένα από αυτά είναι πλέον αναφορά στη μουσική Ιστορία του πλανήτη!
Γιατί όσο πειραματιζόταν ο ίδιος σαν καλλιτέχνης, σαν μουσικός, σαν ηθοποιός, σαν περσόνα, τόσο άνοιγαν οι ορίζοντές μου, τόσο στρογγύλευαν οι γωνίες μου, τόσο περισσότερο δεκτική γινόμουν σε νέους πειραματισμούς κι εγώ η ίδια.
Γιατί, η φωνή του είχε μία μοναδική χροιά. Γιατί καλά τα brutal vocals και τα growling της metal σκηνής αλλά μερικές φορές θέλεις και κάτι να σε ηρεμήσει και να σου αγκαλιάσει την ψυχή και να αποκοιμηθείς γλυκά.
Από την Κυριακή το βράδυ ο κόσμος είναι φτωχότερος από τον άνθρωπο που επέλεξε να κάνει έργο ακόμη και τον ίδιο του τον θάνατο. Κι από εκείνη τη στιγμή που το έμαθα βρίσκομαι σε Άρνηση*. Δεν μπορώ να πιστέψω πως δεν θα μου ξαναδοθεί η ευκαιρία να τον ξαναδω live, δεν μπορώ να το πιστέψω. Γιατί κάποιοι άνθρωποι θες να πιστεύεις πως θα είναι εκεί για πάντα.
*Άρνηση, Θυμός, Διαπραγμάτευση, Κατάθλιψη, Αποδοχή. Αυτά είναι τα 5 στάδια του πένθους σύμφωνα με την ψυχίατρο Elizabeth Kübler-Ross.
Το 7ιντσο «Let’s Dance» που αγόρασα 1.700 δρχ από το Happening της Χαριλάου Τρικούπη και το εισιτήριό μου από τη συναυλία που έγινε την 1η Ιουλίου του 1996 στο γήπεδο της Λεωφόρου.
"Ο David Bowie πέθανε όπως έζησε, φτιάχνοντας τέχνη"
Την περασμένη Παρασκευή έβαλα να ακούσω στο γραφείο για πρώτη φορά τη νέα δουλειά του David Bowie (όχι και οι καλύτερες συνθήκες, αλλά οι χρόνοι είναι περιορισμένοι και το Spotify σώζει). Ο δίσκος μου άρεσε πολύ και λάτρεψα την περιπετειώδη πολυπλοκότητά του, όμως μετά από ένα σημείο συνειδητοποίησα ότι έδινα όλο και περισσότερη βάση στη μουσική παρά στη δουλειά που είχα και εν τέλει άρχισαν να περνούν από το μυαλό μου διάφορες βαθυστόχαστες σκέψεις γύρω από τη ζωή, ώστε να κλείσω το άλμπουμ πριν τελειώσει. Το ίδιο βράδυ συζητούσα με την κοπέλα μου για την επιστροφή του Bowie στη δισκογραφία με τα «The Next Day» και «Blackstar» και τι ήταν αυτό που τον παρακίνησε να βγάλει νέα μουσική στα 65φεύγα του και ενώ είχε παίξει ουσιαστικά τα πάντα στη ζωή του. Σαν ξεχωριστές δουλειές, το «The Next Day» διακατέχεται από κάτι το γαλήνιο ενώ το «Blackstar» είναι σκοτεινό και ασφυκτικό, σαν επιτάφιος. Αυτό το αίσθημα επιτείνεται με τα βίντεο που κυκλοφόρησαν μέσα από αυτό, σίγουρα όμως δεν περίμενα σε καμία περίπτωση ότι θα ήταν προπομπός της είδησης που διάβασα με το που σηκώθηκα από το κρεβάτι το πρωί της Δευτέρας 11 Ιανουαρίου. Ο David Bowie πέθανε όπως έζησε, φτιάχνοντας τέχνη.
Δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν η πρώτη φορά που άκουσα συνειδητά David Bowie. Πιθανότατα η επαφή μου μαζί του να ξεκίνησε έμμεσα μέσω των Nirvana. Το πρώτο μεγάλο κόλλημα της εφηβείας μου ήταν ο μύθος του Kurt Cobain που παρά το γεγονός ότι είχε πεθάνει ήδη εδώ και δέκα χρόνια, αυτό δε με εμπόδισε καθόλου από το να ταυτιστώ μαζί του σε διάφορα επίπεδα και να νιώσω μέσα από τη μουσική του. Στο περίφημο unplugged για το MTV οι Nirvana ερμήνευσαν το «The Man Who Sold the World» και κάπως έτσι ξεκίνησε η σχέση μου με τον Bowie, η οποία εξελίχθηκε τόσο γρήγορα σε λατρεία ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα σνόμπαρα επιτυχίες όπως τα «Let’s Dance» και «Gasoline» ως πολύ mainstream.
Μια από τις μεγαλύτερες φοβίες μου είναι μήπως μεγαλώνοντας χάσω την αίσθηση του τι είναι επίκαιρο στην εποχή του και αναλωθώ στην εύκολη ζεστασιά που προσφέρει η νοσταλγία. Σε αυτή την αγωνία μου, οδηγό είχα ανέκαθεν τον Bowie. Είναι ο μόνος μουσικός της παλιάς γενιάς που συνέχισε να είναι επίκαιρος σε κάθε δεκαετία και αυτό επειδή αφουγκραζόταν την εκάστοτε εποχή. Σε μια συνέντευξή του είχε δηλώσει πως όλος ο κόσμος κλείνει τα 20 και μετά συνεχίζει να μεγαλώνει αφήνοντάς τα πίσω, κάτι που ο ίδιος ποτέ δεν κατάφερε αφού μέχρι το τέλος ένιωθε πως κατά βάθος ήταν ένας ενθουσιώδης εικοσάχρονος. Έτσι θα τον θυμόμαστε τον Bowie και δεν έχει να κάνει με νεκρολογία. Αυτές διαρκούν μόνο μέχρι να έρθει ο επόμενος θάνατος κάποιου διασήμου. Ο David Robert Jones (όπως ήταν το κανονικό όνομά του) έγινε ήρωας για μια ζωή ζώντας την κάθε μέρα ξεχωριστά και με τους δικούς του κανόνες και αυτό είναι το πιο ισχυρό μήνυμα που μπορεί να περάσει η μουσική. Γιατί τόσο απλά, ο Bowie ήταν, είναι και θα είναι η μουσική.
Στο περίφημο unplugged για το MTV οι Nirvana ερμήνευσαν το «The Man Who Sold the World» και κάπως έτσι ξεκίνησε η σχέση μου με τον Bowie, η οποία εξελίχθηκε τόσο γρήγορα σε λατρεία.
So bye bye love….
Εκείνο το πρωί πήγαινα στη δουλειά και ξαφνικά ακούω στο ραδιόφωνο να μιλούν για μία φήμη που κυκλοφορεί στα sites και στα social media, η οποία όμως δεν είχε επιβεβαιωθεί ακόμη, ότι ο David Bowie πέθανε… Γέλασα προς στιγμήν για το αδύνατο του πράγματος στο μυαλό μου, αλλά ταυτόχρονα πάγωσα στην ιδέα ότι μπορεί να είναι αλήθεια. Άρνηση.
Μέχρι να φτάσω στο γραφείο είχε επιβεβαιωθεί… Και εγώ απέμεινα να κοιτάζω την οθόνη του υπολογιστή, καθώς όλα τα μέσα πλημμύριζαν με φωτογραφίες και αφιερώματα. Και αναρωτιόμουν «μα καλά… είναι δυνατόν να στεναχωριέσαι τόσο πολύ; » Κι όμως είναι..
Αθάνατος είναι η λέξη που έρχεται στο μυαλό μου όταν ακούω το όνομα του Bowie..Ο ΡΟΚ ΣΤΑΡ που δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ, ο καλλιτέχνης που δεν μπορεί να μπει σε κατηγορία και κάτω από την «ταμπέλα» κάποιου μουσικού genre, υπεράνω όλων… Αυτός που άλλαξε τα δεδομένα στη ροκ μουσική σκηνή, επηρέασε τόσους καλλιτέχνες και ανθρώπους στο πέρασμά του και ένωσε άλλους τόσους.
Στον κόσμο μου και γενικά στις περισσότερες περιόδους της ζωής μου η μουσική έπαιζε και εξακολουθεί να παίζει κυρίαρχο ρόλο, κάτι σαν ενότητες από soundtrack (δεν είναι τυχαίο που είχα λατρέψει το High Fidelity γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο) και είναι κάτι που φροντίζω να περνάω και στο νεοαφιχθές μέλος της οικογένειας. Πόσα βράδια έχουμε περάσει νανουρίζοντάς το και σιγοτραγουδώντας του το Heroes και το Space Oddity, περιγράφοντάς του κόσμους μακρινούς, ήρωες και ταξίδια. Και πόσες φορές του ψιθύριζα ότι ανυπομονώ να μεγαλώσει λίγο για να πάμε μαζί να δούμε live τον άνθρωπο που μοιάζει να ήρθε από άλλο κόσμο.. για να κάνει το δικό μας λίγο καλύτερο. Και αυτός θα ήταν ίδιος και απαράλλαχτος στη σκηνή... Δεν θα πέρναγε ποτέ από το μυαλό μου η σκέψη ότι θα μπορούσε να φύγει… Είναι ανεξίτηλος και τόσο εντυπωμένος στις αναμνήσεις και τις εμπειρίες μου, που θεωρούσα ότι αυτός θα συνεχίζει, ενώ ο χρόνος θα επηρεάζει μόνο εμάς.
Με κάποιο περίεργο τρόπο τον θεωρούσαμε πολύ οικείο γιατί βρίσκεται πάντα εκεί. Ζει σε εκείνη τη γωνιά του σπιτιού, ανάμεσα στα βινύλια και τα cd, με τη μουσική του να ακούγεται σε κάθε περίσταση και την φωνή του να μας συντροφεύει σε τόσες πολλές στιγμές. Φίλος μας..
Για πολύ κόσμο, ανάμεσα σε αυτούς και εγώ, η αγάπη για τον Bowie άρχισε να διαμορφώνεται από την παιδική ηλικία. Πόσες φορές είδαμε το Labyrinth, όπου σαν βασιλιάς των Γκόμπλιν μας μάγευε αλλά ταυτόχρονα μας έκανε να χορεύουμε σαν τρελά με το Magic Dance. Με πόσα τραγούδια του μεγαλώσαμε μαζί, διασκεδάσαμε, ξενυχτήσαμε, ερωτευτήκαμε, κλάψαμε και ονειρευτήκαμε. Είχε ένα μοναδικό τρόπο να διαμορφώνει ολόκληρους κόσμους γύρω από κάθε του τραγούδι, καθώς οι στίχοι του ήταν πάντα τόσο αφηγηματικοί. Και κάθε φορά μπορούσες να διαλέξεις τον κόσμο που θέλεις και να ταξιδέψεις σε αυτόν.
Και τώρα ταξιδεύει αυτός. Αλλά πριν φύγει φρόντισε να αφήσει στον κόσμο που τον αγάπησε ένα πολύ μεγάλο δώρο, λέγοντας το τελευταίο αντίο με το δικό του μοναδικό τρόπο. Το Blackstar… Αφήνοντας μας σε σκέψεις για το θάνατο, τον παράδεισο, την ύπαρξη και την καθημερινότητα.
«Look up here, I'm in Heaven! (…) I’ll be free, Just like that bluebird», τα τελευταία του λόγια σε μας.
Τουλάχιστον μπορούμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς που ζήσαμε και μεγαλώσαμε στην εποχή του και για το ότι αποτέλεσε έναν από τους βασικούς ήρωες της νιότης μας.
The earth will miss you… now that the stars have you…