Τα βιβλία της εβδομάδας
6 βιβλία για την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου.
Υποδεχόμαστε τον Φεβρουάριο με προτάσεις από τις ελληνικές και μεταφρασμένες εκδόσεις που κυκλοφορούν στα ράφια των βιβλιοπωλείων και περιμένουν να τις ανακαλύψουμε.
Συγκινητική ιστορία. Στα πρόθυρα κατάρρευσης. Όλο αυτό το μίζερο, το καταθλιπτικό, το προκλητικό τους οικοδόμημα καταρρέει. Η αυτοκρατορία τους καταρρέει. Οι εργολαβίες τους, οι μίζες τους, οι επιδοτήσεις τους οι ευρωπαϊκές, το χρήμα που ροκάνιζαν στηρίζοντας τα θαλερά τηλεοπτικά κανάλια τους –αυτή τη φοβερή τερατογένεση, το δάσος με τις χίμαιρες–, οι ευγενικές τους τράπεζες –κυρίως αυτές, αυτά τα αθώα καταστήματα, οι αγνές ψυχές–, ο οδικός τους χάρτης, που στηρίχτηκε στο ψέμα, στην απάτη, στην ατιμωρησία, στο έγκλημα, τώρα καταρρέει. Και καταρρέει τώρα μαζί με το προσωπικό τους μακελειό, μαζί με το πολιτικό τους σύστημα. Και καταρρέει ο κόσμος τους, αυτή η μίζερη, αλαζονική, προκλητική ζωή, μαζί με το άδειο κέλυφος της ψυχής τους. Η ωραία τους αφήγηση, ο μύθος τους. Όλο αυτό θα καταρρεύσει και θα σωριαστεί, λοιπόν. Και για να μη σωριαστεί, χρειάζεται τώρα την υπογραφή του Αρχοντάκη. Είναι εύκολο αυτό, είναι πανεύκολο να το απαντήσει αυτό. Αλλά και ποτέ του, βέβαια, δεν είχε ξαναβρεθεί σε δυσχερέστερη θέση… Ένα μυθιστόρημα που ισορροπεί στα όρια του πολιτικού, κοινωνικού και αστυνομικού θρίλερ, και παράλληλα μια παραβολή για όσα έπρεπε να ειπωθούν και ποτέ δεν ειπώθηκαν, σε μια ζωή που φεύγει και σκορπιέται, χωρίς πραγματικά να τη ζούμε.
Γιατί ο Βίκτορ Αμπραβανέλ, διάσημος αυστριακός ιστορικός, είκοσι πέντε χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το λύκειο, αποφασίζει να καταγγείλει δημόσια το ναζιστικό παρελθόν των παλιών του καθηγητών; Και τι τον συνδέει με τον Μενασέ μπεν Ισραέλ, μαράνο (βίαια εκχριστιανισμένο εβραίο) που γεννιέται στη Λισαβόνα το 1604, υφίσταται τις ταπεινώσεις και τις απειλές της κοινωνίας της εποχής του, όπου επικρατεί ο θρησκευτικός φανατισμός και το μίσος κατά των Ιουδαίων, καταφεύγει στην Ολλανδία, ανακτά την εβραϊκή του ταυτότητα και γίνεται διάσημος ραβίνος και δάσκαλος του Σπινόζα;
Μ’ ένα επιδέξιο παιχνίδι αντικατοπτρισμών, ο Ρόμπερτ Μενάσε υφαίνει μια αριστουργηματική αφήγηση με συνεχή φλας μπακ, που συνδέουν τη μοίρα των μαράνων με τα ταμπού της σύγχρονης Αυστρίας. Οι αναλογίες ανάμεσα στους δύο ήρωες είναι πολλές, και ορισμένες φορές ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι αποτελούν ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο άνθρωπος του 17ου αιώνα φαίνεται να μετενσαρκώνεται σ’ εκείνον του 20ού, έστω κι αν οι ιστορίες, οι ρυθμοί και το ύφος διαφέρουν: και οι δύο ήρωες γίνονται προδότες, υιοθετώντας τους κώδικες και τη συμπεριφορά των διωκτών τους. Και οι δύο νιώθουν φόβο μπροστά στη βία των ισχυρών, και προσπαθούν να παραμείνουν αόρατοι για να αποφύγουν την οργή των άλλων.
Ωστόσο –μας λέει ο συγγραφέας–, παρά τις ομοιότητες, η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ποτέ. Οι δύο ήρωες διαφοροποιούνται, τελικά, από τον τρόπο με τον οποίο σπάζουν τη σιωπή τους, ενώ και ο Μενάσε διαφοροποιεί τους αφηγηματικούς του τρόπους: χρησιμοποιεί τους κώδικες της κωμωδίας όταν μιλά για τον Βίκτορ, αλλά δεν το κάνει ποτέ, όταν εξιστορεί τη ζωή του Μενασέ. Έστω κι αν υπάρχει πνευματική, ανθρώπινη, διανοητική συγγένεια, αυτή σταματά στα μύχια σύνορα του προσώπου, στην ικανότητά του να μιλά, να φωνάζει ή να αφηγείται ιστορίες, προκειμένου να αντισταθεί στα οδυνηρά συμβάντα της Ιστορίας.
Η επιστολική νουβέλα που επαναφέρει, στη σύγχρονη πραγματικότητα της ματαιωμένης αντίστασης, με χιούμορ, στοχαστικότητα και ζωντάνια, την ανάγκη απελευθέρωσης της πολιτικής επιθυμίας. Δεκέμβριος 1999: Η κυρία Σαλταπήδα, γνωστή τηλεοπτική σταρ, αναγκάζεται από άγνωστους επιστολογράφους, να δωρίσει ως «αντίποινα» για το δημοφιλές πρόγραμμά της, μεγάλη ποσότητα από αναγκαία βιβλία σε δημοτικές βιβλιοθήκες· παρομοίως, ένας ασυνείδητος πανεπιστημιακός γιατρός που εισπράττει κανονικά τα «φακελάκια» του, απειλείται ότι, αν δεν επιστρέψει τα χρήματα στους ασθενείς του, όλο το αμφιθέατρο της Ιατρικής θ’ ακούσει μαγνητοφωνημένο ντοκουμέντο από τις παράνομες συναλλαγές του· στο μεταξύ, ένας χρηματισμένος εφοριακός βλέπει ανήμερα Χριστουγέννων ν’ αρπάζει φωτιά το σαλόνι της καινούργιας μεζονέτας του, ενώ ένας διεφθαρμένος βουλευτής του «Λοιπού Αττικής», κάτω από την πίεση σοβαρών απειλών, υποχρεώνεται να χρηματοδοτήσει ό,τι μισεί περισσότερο: οργανώσεις που προστατεύουν άγρια ζώα.
Όλα αυτά συμβαίνουν στο Δεδομένα της Ζωής μας επειδή κάποιοι συνταξιούχοι σε όλη την Ελλάδα, παίρνουν την περίπου τρελή απόφαση να εκφοβίζουν διεφθαρμένους πολιτικούς, πολεοδόμους, εφοριακούς, γιατρούς, σταρ των μίντια κ.ά., στέλνοντάς τους απειλητικές επιστολές με τις οποίες απαιτούν τα «δεδουλευμένα», όπως τα αποκαλούν, πολιτών που έχουν υποφέρει απ’ αυτούς. Ένας από αυτούς τους συνταξιούχους γράφει χαρακτηριστικά σε μια επιστολή του, υποχρεώνοντας τον σύγχρονο αναγνώστη να κάνει αυτομάτως τον παραλληλισμό με το σήμερα:
Δεν ξέρω, αλλά αυτοί οι σημερινοί νεόπλουτοι είναι πολύ προκλητικοί: τσαλαβουτάνε με την ίδια άνεση στην απατεωνιά και τη δημοκρατία. Oι δεξιοί εκείνα τα χρόνια ήταν καθαροί. Στυγνοί εγκληματίες σ’ εμάς, και ραγιάδες στους ξένους, πλην ξεκάθαροι· δεν τους μπέρδευες με κάτι άλλο. Eτούτοι εδώ δουλεύουν με τη νομιμότητα, είναι σαν την αμερικάνικη μάφια που ξεπλένει τα κέρδη της σε καθόλα νόμιμες επιχειρήσεις. Γι’ αυτό θαρρώ πως βρίζουμε σ’ αυτά τα γράμματα, δεν αντέχεται αυτή η σχιζοφρένεια της νομιμότητας που σκοτώνει τη ψυχή…
Και κάποιος άλλος θα προσθέσει εντελώς προφητικά για το τερατώδες σήμερα (ήδη από το 2000 που είναι η πρώτη γραφή του βιβλίου): Mπαίνουμε σε καινούργια εποχή βαρβαρότητας· αλλά κανείς δεν τολμάει να την ονομάσει έτσι. Σχεδόν κανείς. H εποχή τρέχει πολύ, δεν προλαβαίνει να κοιταχτεί στον καθρέφτη· αν το κάνει θα ουρλιάξει με τρόμο: δεν είμαι εγώ αυτό το τέρας! Nα μεταλλάζεις σε τέρας και να μην το καταλαβαίνεις, αυτή είναι η μεγαλύτερη δυστυχία, χειρότερη κι από την πανώλη στον Μεσαίωνα…
Ο πικρός ρεαλισμός και η δηκτική σάτιρα των Δεδομένων της Ζωής μας προφητικά απεικονίζουν μια κοινωνία σε κρίση αξιών πολύ πριν την οικονομική κρίση. Κι αν οι ιδιόμορφοι πρωταγωνιστές (και δεινοί επιστολογράφοι) των Δεδομένων της Ζωής μας με την εκκεντρική ψυχολογία τους ενόχλησαν κάποιους συντηρητικούς αναγνώστες στις αρχές του 21ου αιώνα, σήμερα ενδεχομένως να γεννούν, ακόμα και σ’ αυτούς, τη συμπάθεια.
Ένα μελαμψό αγόρι κείτεται νεκρό στο παγωμένο χώμα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ο ετεροθαλής Ταϊλανδός αδερφός του έχει εξαφανιστεί. Μήπως είναι αναμεμειγμένος στον φόνο ή απλώς φοβάται για τη ζωή του και κρύβεται; Ενώ οι υποψίες ότι το κίνητρο της δολοφονίας είναι ρατσιστικό εντείνονται, η αστυνομία λαμβάνει αναφορές ότι ένας υποτιθέμενος παιδόφιλος κυκλοφορεί στην περιοχή.
Η έρευνα του επιθεωρητή Έτλεντουρ θα ξεσκεπάσει την ένταση που σιγοβράζει κάτω από την πολιτισμένη και πολυπολιτισμική επιφάνεια της ισλανδικής κοινωνίας ενώ θα τον φέρει αντιμέτωπο με μια τραγωδία από το παρελθόν του.
Πρόζα διαυγής και ρωμαλέα… Αιχμηρή γραφή.
Independent
Ένα έξοχο δείγμα αστυνομικού μυθιστορήματος… Ο Indridason ενδιαφέρεται τόσο για τη σκιαγράφηση χαρακτήρων και σχέσεων όσο και για το μυστήριο καθαυτό.
Sunday Telegraph
Η ανθρωπιά και η αποκαλυπτική του δύναμη είναι πραγματικά αξιοσημείωτες.
Sunday Times
Κάτι τρέχει με τους Σκανδιναβούς. Εδώ και χρόνια μας προσφέρουν αστυνομικά μυθιστορήματα που μας παγώνουν το αίμα και μας κρατούν καθηλωμένους. Παρ’ όλα αυτά, ένας ισλανδός συγγραφέας ξεχωρίζει χάρη στην εξαιρετικά ρεαλιστική αποτύπωση δραματικών καταστάσεων και σασπένς με ύφος λιτό αλλά γοητευτικό. Πρόκειται για τον Arnaldur Indridason, μία από τις λαμπρότερες πένες στο διεθνές στερέωμα της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Mirror
Ένας δημοσιογράφος βρίσκεται δολοφονημένος στο κατάλευκο, παγωμένο τοπίο μιας βόρειας σουηδικής πόλης. Η Άνικα Μπένγτζον, ρεπόρτερ μιας εφημερίδας της Στοκχόλμης, σχεδίαζε να τον συναντήσει προκειμένου να ανταλλάξουν πληροφορίες για την υπόθεση μιας παλιάς τρομοκρατικής επίθεσης στην αεροπορική βάση της περιοχής και τώρα υποπτεύεται ότι ο θάνατός του συνδέεται με αυτό το γεγονός.
Παρά τις ρητές διαταγές του αφεντικού της, αρχίζει να ερευνά την υπόθεση. Σύντομα ακολουθούν και άλλοι φόνοι. Η Άνικα ξέρει ότι οι δολοφονίες συνδέονται μεταξύ τους. Παράλληλα, αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο άντρας της κάτι κρύβει. Πλέον τίποτα δεν μπορεί να απαλύνει τη μοναξιά που έχει τρυπώσει στη ζωή της. Και, πίσω απ’ όλα αυτά, παραμονεύει η μυστηριώδης φιγούρα της Κόκκινης Λύκαινας. Τελικά η Άνικα θα πρέπει να ανακαλύψει την αλήθεια όχι μόνο για τους φόνους αλλά και για τα μυστικά που διαλύουν την οικογένειά της.
Το είπαμε, πάσχαν όλοι οι Κολωνιώτες από αυτήν, όλα τα παιδιά του Οιδίποδα, μούργοι και νοικοκυραίοι, αχαμνοί και τρανοί και τη μεταδίδαν και στους επισκέπτες. Εκεί που τους έβλεπες εργώδεις, αεικίνητους, παθιασμένους να συζητούν για δουλειές, για πολιτική, για ποδόσφαιρο και βόλεϊ και να σχεδιάζουν το επόμενο προσεκτικό βήμα προς τη νίκη, εκεί την αμόλαγε κάποιος, «πωπώ, ένα ούζο, μπερεκέτι» ή «πιάσε έναν κεφτέ, Βαγγέλη» ή «ο Γώγος έφερε καϊναρίσιο, άντε γεια μας». Κι αμέσως μεταδιδόταν η αρρώστια της ανεμελιάς με αστρική ταχύτητα και την πέφταν όλοι στο ούζο, στα πειράγματα και στο «να πεθάνει ο θάνατος, τ’ αρχίδια μας τα δυο κουνιούνται στο καμπαναριό». Κι αμέσως ξεχνιόνταν οι μεγαλόπνοοι σχεδιασμοί και τα καθήκοντα και πιάναν στο φτερό τον καλαμπά.
Λένε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα ή ως τραγωδία. Κάποτε στον Κολωνό, στον Λόφο, οι Κολωνιώτες έδωσαν άσυλο στον μιαρό φυγάδα Οιδίποδα που είχε σκοτώσει τον πατέρα του κι είχε παντρευτεί τη μάνα του. Τώρα ένας ξυπόλυτος και τυφλός μαύρος –που ισχυρίζεται ότι είναι βασιλιάς– εμφανίζεται με τον υπασπιστή του και αναζητούν την κόρη του τυφλού, που έχει πέσει θύμα τράφικινγκ. Όχι μόνο για να τη σώσουν, αλλά και για να την παντρευτεί ο πατέρας της, ώστε να επανακτήσει το βασίλειό του από τους στασιαστές.
Τι θα κάνουν οι σύγχρονοι Κολωνιώτες; Θα λειτουργήσουν ρατσιστικά ή θα υπερισχύσει τελικά η παράδοση της φιλοξενίας;