Α. Πανσέληνος: «δεν άλλαξε το μέγεθος των πολιτικών, το βλέμμα μας άλλαξε...»

a-panselinos-den-allakse-to-megethos-ton-politikon-to-blemma-mas-allakse

ΔΕΥΤΕΡΑ, 09 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2012

Ο Αλέξης Πανσέληνος στις «Σκοτεινές επιγραφές» αφουγκράζεται τον παλμό της Αθήνας και εξηγεί στο click@Life πώς εφαρμόζεται η θεωρία του χάους στις ανθρώπινες σχέσεις.

Το νέο μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου, οι «Σκοτεινές επιγραφές» (εκδ. Μεταίχμιο) δεν είναι μόνο ένα μυθιστόρημα πόλης, μια συναρπαστική χαρτογράφηση του αθηναϊκού τοπίου και των κατοίκων του. Είναι ένα ρέκβιεμ για τα ζωτικά ψεύδη και τη μοναξιά του έρωτα, μια καταγραφή του πικρού απολογισμού των παιδιών της μεταπολίτευσης που βρίσκονται πλέον στην «εφηβεία» της τρίτης ηλικίας. Ο συγγραφέας χτίζει συστηματικά έναν πολύπλοκο ιστό σχέσεων για να αποτυπώσει το χάος της ελληνικής πραγματικότητας. Με αφετηρία ένα αινιγματικό γκράφιτι σε κάποιον τοίχο της πόλης, ξετυλίγει το πολύχρωμο ψηφιδωτό μιας κοινωνίας που δοκιμάζεται από την ανασφάλεια και τη βία.

Στις «Σκοτεινές επιγραφές» συνδυάζετε διαφορετικά είδη: από το νουάρ, την κατασκοπική περιπέτεια και το μυθιστόρημα πόλης ως το ερωτικό αφήγημα. Έντονο επίσης είναι και το μεταφυσικό στοιχείο. Πώς καταλήξατε σε αυτή τη λογοτεχνική διαδρομή;

Το θέμα του μυθιστορήματος μου επέβαλε την πολυμέρεια των στυλ που χρησιμοποίησα ακριβώς επειδή επικεντρώνεται σε μια χαοτική πραγματικότητα. Οι «Σκοτεινές επιγραφές» διαδραματίζονται στο χαώδες κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα από το 2008 και μετά, όταν δηλαδή αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι ελέγχουμε ελάχιστα τις τύχες μας, γιατί οι αποφάσεις λαμβάνονται μακριά από εμάς. Υπάρχει μια διαδικασία αυτεπίγνωσης στο μυθιστόρημα και νομίζω ότι αποτελεί κοινό παρονομαστή για όλους, τόσο σε ιστορικό επίπεδο όσο και στον ατομικό μας βίο. Όσον αφορά στο κοινωνικό φόντο του βιβλίου, το πρωτοφανές τα τελευταία χρόνια, δεν είναι η ίδια η πραγματικότητα, αλλά η αντίληψή μας γι’ αυτή που έχει αλλάξει ριζικά.

Ποιοι παράγοντες συνέβαλαν σε αυτή την αλλαγή;

Στην Ελλάδα η πραγματικότητα ήταν αυτή όπως ακριβώς την αντιλαμβανόμαστε τώρα. Ήδη από το τέλος του Εμφυλίου ήμαστε μια χώρα μικρή στον παγκόσμιο χάρτη που δεν μπορούσε να παράγει και να συντηρηθεί μόνη της. Στο πολιτικό επίπεδο, ήταν έντονη η προσωπολατρεία. Οι πολιτικοί ήταν κατά κάποιο τρόπο μορφές πατρικές και προωθούσαν την προσωπολατρεία γιατί αναπλήρωνε τις περιορισμένες δυνατότητες που είχαν να διαμορφώσουν ανάλογα την πολιτική τους. Επακολούθησε η διεύρυνση της πληροφόρησης και είδαμε τα μεγέθη των πολιτικών να μικραίνουν όλο και περισσότερο, μέχρι που φτάσαμε στη σημερινή πλήρη απαξίωσή τους. Δεν άλλαξε το μέγεθός τους, το βλέμμα μας άλλαξε και ξεκαθάρισε. Ήταν ένα ξύπνημα, όπως όταν κάποτε βλέπεις ότι ακόμα και ο πατέρας σου ήταν ένας άνθρωπος κοινός, με αδυναμίες και ελαττώματα. Σε αυτή την πορεία συναντήσαμε και την οικονομική κρίση της Δύσης. Οι μεγάλες οικονομίες μπορούν να αντισταθούν περισσότερο και οι συνέπειες να είναι εκεί λιγότερο επώδυνες, αλλά οι πιο αδύναμες χώρες, όπως η Ελλάδα είναι σαν τους φτωχούς ή τους ασθενείς που μια επιδημία τους παίρνει πρώτους. Τα λέω αυτά γιατί διαπιστώνω ότι όλες αυτές οι εξωτερικές συγκυρίες, τελικά στραγγίζουν μέσα στα άτομα και επηρεάζουν τον καθένα μας.

Έχουμε ξεχάσει τη βαρύτητα που έχει το κοινωνικό πλαίσιο;

Οι προσωπικές ιστορίες δεν είναι ποτέ τόσο ξεχωριστές- όσο θέλουν να νομίζουν ότι είναι τα ίδια τα άτομα. Ό, τι συμβαίνει στον περίγυρο διαπερνά το περίβλημα των ατόμων και διαμορφώνει τις περιπέτειές τους. Στις «Σκοτεινές επιγραφές» συμβαίνει κάτι ανάλογο. Αποτυπώνονται προσωπικές ιστορίες με φόντο ένα χαοτικό, ανεξέλεγκτο περιβάλλον που τους παρασέρνει, είτε το συνειδητοποιούν, είτε όχι.

Επικεντρώνεστε και σε πρόσωπα της τρίτης ηλικίας γιατί καλούνται να κάνουν κάποιο είδος απολογισμού;

Πράγματι, αναφέρομαι στην τρίτη ηλικία. Έζησα και ο ίδιος μια εμπειρία οδυνηρής αυτεπίγνωσης πρόσφατα και αυτή πέρασε εύκολα στο βιβλίο. Υφίσταται όμως και ένα παρηγορητικό στοιχείο. Η ωριμότητα που συνήθως συνοδεύει αυτή την αυτεπίγνωση, μας βοηθά να καταλάβουμε ότι αυτή η μοίρα δεν είναι ατομική ήττα αλλά είναι η μοίρα όλων των ανθρώπων, είτε τους γνωρίζουμε, είτε όχι, είτε τους αγαπάμε ή τους μισούμε. Και αυτή η διαπίστωση μας επιτρέπει να ζούμε και να χαιρόμαστε τη ζωή, όποια δυσκολία και αν μας βρει. Στο μυθιστόρημα ο θάνατος μπορεί να είναι παρών αλλά η ζωή έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα.

Γράφετε ότι «το αίσθημα της απώλειας είναι μια άσκηση αυτογνωσίας». Πώς διαχειρίζονται το αίσθημα της απώλειας (είτε γιατί έχασαν κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, είτε γιατί διαψεύστηκαν οι προσδοκίες τους) οι ήρωες του βιβλίου σας;

Οι ήρωες για διαφορετικούς λόγους αισθάνονται ηττημένοι από την εξέλιξη της ζωής τους. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκαν ότι δεν την ελέγχουν και ως ένα βαθμό παραιτήθηκαν από αυτήν. Ο Γιάννης, για παράδειγμα, δεν κατόρθωσε να γίνει ζωγράφος, όπως ήθελε. Επιπλέον έχει χάσει τη σύζυγό του, τη Χλόη και τρέφει απέναντί της αυτό το αίσθημα που συχνά έχουμε απέναντι στα αγαπημένα μας πρόσωπα: νιώθουμε ότι δεν έχουμε κατορθώσει να τους κατακτήσουμε ολοκληρωτικά, ότι ο άλλος είναι ένα σύμπαν αδιαπέραστο, όσο και αν βρίσκεται κοντά μας. Ο Πίπης, από την άλλη πλευρά, έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του μια ιστορία μισογυνισμού και καταλήγει να ζει με μια γυναίκα την οποία ουσιαστικά περιφρονούσε αλλά νιώθει εξαρτημένος από αυτή. Ο Στάθης, έχει χάσει και αυτός τη γυναίκα του και είχε άλλου είδους φιλοδοξίες. Ονειρευόταν να γίνει ιστορικός ή φιλόσοφος και κατέληξε ένας απλός διαφημιστής. Προσπαθεί να αναπληρώσει τις ελλείψεις του γράφοντας μιας πραγματεία που δεν πρόκειται να τελειώσει αλλά αποτελεί το καταφύγιο και το άλλοθί του.

Η στάση των ηρώων σας αντανακλά ενδεχομένως και μια πικρία που χαρακτηρίζει μια ολόκληρη γενιά;

Δεν το αποκλείω, αν και στην ίδια γενιά μπορείτε να βρείτε και ορισμένους που πέτυχαν σπουδαία πράγματα. Ενδεχομένως υπάρχει εντύπωση για τους σημερινούς εξηντάρηδες και άνω, ότι θα μπορούσαν να είχαν πάει καλύτερα τα πράγματα γι’ αυτούς. Πάνω στο ξεπέταγμά της αυτή η γενιά έπεσε πάνω στη δικτατορία, που πολλά φτερά έκοψε. Ακόμη και το Πολυτεχνείο δεν το διαχειρίστηκε όσο καλά έπρεπε. Οι ηλικίες παίζουν σημαντικό ρόλο και στο μυθιστόρημά μου επισημαίνω ότι οι φυλές των ανθρώπων προσδιορίζονται τελικά περισσότερο από την ηλικία, παρά από οτιδήποτε άλλο. Στα είκοσι πιστεύεις ότι θα αλλάξεις τον κόσμο, μετά αρχίζουν οι συμβιβασμοί γιατί πρέπει να εργαστείς και να υποστείς ορισμένες περικοπές στις φιλοδοξίες σου. Και στην τρίτη ηλικία βλέπεις τα λάθη σου…

Γράφετε για την Αθήνα ότι είναι «η πόλη της αμαρτίας και ποια αμαρτία είναι χειρότερη από την ασχήμια;». Όμως το αστικό αθηναϊκό τοπίο κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο σας.

Είναι μια πόλη που την έζησα και την παρακολούθησα από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα, σε όλες τις μεταλλάξεις της. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν πάει προς το καλύτερο, όμως διατηρεί μια γοητεία, μια γλύκα αυτή η πόλη και ακόμη και σήμερα κατορθώνει να σου δίνει ανάσες. Όμως μεγαλώνει διαρκώς και μαζί με τον όγκο της μεγεθύνεται και η ασχήμια της.

Ποια γεγονότα σφράγισαν την ανθρωπογεωγραφία της Αθήνας;

Η εισροή ανθρώπων από όλη την Ελλάδα οι οποίοι δεν ένιωσαν ποτέ την Αθήνα σαν πατρίδα τους αλλά αρπάχτηκαν από πάνω της, σαν τους ναυαγούς σε μια σχεδία, γιατί εκεί βρίσκονταν τα νοσοκομεία, τα πανεπιστήμια ή οι πολιτικοί που θα τους βόλευαν σε μια θέση. Η μετανάστευση από άλλες χώρες δεν θεωρώ ότι έκανε πιο άσχημη την Αθήνα από ό,τι η εσωτερική μετανάστευση. Και οι μεν και οι δε εξίσου το ίδιο δεν μπορούν να αγαπήσουν αυτή την πόλη. Η Αθήνα μοιάζει σαν μια γυναίκα παντρεμένη με κάποιον που δεν την αγαπάει.

Οι γκραφιτάδες και οι σκέιτερ είναι μερικές μόνο από τις νεανικές «φυλές» της Αθήνας. Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε ώστε να τους συμπεριλάβετε στις «Σκοτεινές επιγραφές»;

Με γοητεύει το γεγονός ότι αυτά τα παιδιά προσπαθούν να βρουν δικούς τους τρόπους έκφρασης. Βλέπεις μια γενιά που λέει δεν θέλουμε να είμαστε σαν εσάς και προσπαθεί με τα τατουάζ, τα σκουλαρίκια και τα ρούχα να κάνει τα πάντα προκειμένου να διαφοροποιηθεί από τους μεγάλους. Βεβαίως, ο ήρωάς μου δεν μπορεί παρά να αισθάνεται δέος και αμηχανία, όπως αισθάνονται εξάλλου οι περισσότεροι μεγάλοι απέναντι στα παιδιά. Για τον Γιάννη αποτελούν ένα μέρος του τρομαχτικού σκηνικού της πόλης. Γενικότερα και η ίδια η ζωή έχει αρχίσει να τον τρομάζει.

Ο ήρωας του μυθιστορήματός σας αποκτά εμμονή με μια αινιγματική επιγραφή γκράφιτι. Σας έχει τύχει κάτι ανάλογο με ένα γκράφιτι που είδατε τυχαία;

Υπήρχε κάποιο γκράφιτι το οποίο έβλεπα-και βεβαίως δεν απέκτησα την εμμονή του ήρωά μου με αυτό-αλλά συνειδητοποίησα ότι μυθιστορηματικά θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Όταν οι άνθρωποι περνούν έντονες κρίσεις στη ζωή τους γαντζώνονται από διάφορα πράγματα ακόμη κι αν δεν έχουν σχέση με το πρόβλημά τους. Άλλοι στρέφονται στη θρησκεία, άλλοι γίνονται συλλέκτες, άλλοι τάσσονται σε ένα σκοπό ή αποκτούν μονομανίες. Ο Γιάννης αρπάζεται από μια επιγραφή σε ένα τοίχο και αποδίδει σε αυτή όλες τις δυστυχίες και τις ατυχίες του. Πιστεύει ότι το γκράφιτι αποτελεί τη λύση ενός γρίφου. Δεν καταφέρνει να μάθει τι σημαίνει, γιατί δεν σημαίνει τίποτα απολύτως. Όπως δεν σημαίνουν και τίποτα τα περισσότερα πράγματα από τα οποία γαντζωνόμαστε στη ζωή μας.

Με αλλεπάλληλα φλας μπακ ξετυλίγετε στο βιβλίο σας τον έρωτα του Γιάννη και της Χλόης αλλά και τις επαφές τους με μια σειρά προσώπων. Όλο αυτό το ψηφιδωτό σχέσεων αποδεικνύει ότι οι άλλοι μας επηρεάζουν περισσότερο από όσο νομίζουμε;

Εκτός από τους ανθρώπους που επηρεάζουν εμφανώς τη ζωή μας, υπάρχουν και άλλοι τους οποίους ποτέ δεν γνωρίσαμε και όμως έχουν ασκήσει καταλυτική επίδραση πάνω μας. Είναι λίγο σαν μια εκδοχή της Θεωρίας του Χάους. Για παράδειγμα, κάποιος βήχει στη Θεσσαλονίκη και αυτό μπορεί να καταλήξει στο δικό σου θάνατο μέσα από μια αλληλουχία συμπτώσεων. Είναι μια αίσθηση που γίνεται όλο και πιο έντονη στον σύγχρονο άνθρωπο. Δεν φτάνει μια ζωή για να παρακολουθήσεις όλα τα νήματα που καταλήγουν τελικά σε εσένα και ξεκινούν από άτομα που γνωρίζεις ή δεν γνωρίζεις, και ίσως να έχουν παίξει σημαντικό ρόλο εν αγνοία σου. Η διαπίστωση αυτή είναι τρομαχτική και γοητευτική.

Πληροφορίες: «Σκοτεινές επιγραφές» του Αλέξη Πανσέληνου, εκδ. Μεταίχμιο.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ