Ξένια Καλπακτσόγλου: «Η λέξη ομόνοια είναι για μάς ένα πρόταγμα»
Το Νέο Ρεξ φιλοξένησε πριν από λίγες μέρες την πρώτη μέρα του διεθνούς Συνεδρίου της Σύναψης 2 της Μπιενάλε 2015-2017. Εμείς βρεθήκαμε εκεί και, αφού ακούσαμε με προσοχή τα όσα ελέχθησαν, συζητήσαμε με την συν-ιδρύτρια της Athens Biennale για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του θεσμού που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ταυτότητα της πόλης.
Εδώ και λίγους μήνες, η μαρκίζα «άντερ κονστράξιον» αποτελεί το σήμα κατατεθέν της πλατείας Ομονοίας. Μιλάμε βέβαια για τη φράση που κοσμεί το Μπάγκειον, το τετραώροφο ξενοδοχείο-κόσμημα που γνωρίσαμε το Νοέμβριο μέσα από τη Σύναψη 1 της 5ης Μπιενάλε της Αθήνας «OMONOIA 2015-2017». Το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα που δεσπόζει δυναμικά στη γωνία της οδού Αθηνάς είναι μια έπνευση του Τσίλλερ, ο οποίος λέγεται πως το σχεδίασε κατά το 1880. Έναν αιώνα μετά κι έχοντας σχεδόν τερματίσει τη φθορά και εγκατάλειψη, το ξενοδοχείο-ορόσημο της Ομόνοιας είναι και πάλι ανοιχτό προς το κοινό, φιλοξενώντας το μεγαλύτερο μέρος των δράσεων της διετούς Μπιενάλε και διεκδικώντας μια νέα θέση στον αρχιτεκτονικό χάρτη και τη συλλογική μνήμη της πόλης.
Με αυτό σαν αφετηρία, ξεκίνησε η κουβέντα μου με την Ξένια Καλπακτσόγλου, επιμελήτρια και συν-ιδρύτρια της Μπιενάλε της Αθήνας, του γεγονότος που εδώ και λίγες μέρες είναι και πάλι στο προσκήνιο λόγω της Σύναψης 2 που μόλις ξεκίνησε. Πρόκειται για τη δεύτερη κορύφωση της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ 2015-2017» που για το διάστημα 15-24 Απριλίου θα επιχειρήσει μέσα από διαλέξεις, συζητήσεις και δράσεις να κάνει μια κριτική στους θεσμούς, και μάλιστα από τη σκοπιά του Νότου, δεδομένου του momentum της συγκεκριμένης περιοχής τόσο λόγω της κρίσης όσο και εξαιτίας της έντονης καλλιτεχνικής δραστηριότητας και της αντίστοιχης θέσης που κατέχει πια στον διεθνή καλλιτεχνικό διάλογο.
Λίγο μετά τη λήξη του πρώτου μέρους του διεθνούς Συνεδρίου που εγκαινίασε τη Σύναψη 2, συναντώ την κα Καλπακτσόγλου στο φουαγιέ του Ρεξ και ξεκινάμε μια κουβέντα εφ’ όλης της ύλης για το «φαινόμενο Μπιενάλε» που παρότι εν ζωή από το 1895 (όταν έκανε την παρθενική του εμφάνιση στη πόλη-μάνα του, τη Βενετία) τις τελευταίες δεκαετίες βιώνει μια πρωτοφανή ανάπτυξη τόσο σε επίπεδο ποσότητας όσο και ποιότητας. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της εξέλιξης του θεσμού είναι άλλωστε η δική μας Μπιενάλε, η οποία με βασικούς πυλώνες τον πειραματισμό, τη σύζευξη και την παραγωγή γνώσης, λειτουργεί από το 2007 σαν καλλιτεχνικό εργαστήρι που «παντρεύει» ετερογενείς ανθρωπιστικές επιστήμες και γεννά ένα γόνιμο διαπολιτισμικό διάλογο γύρω από μια πληθώρα σύγχρονων θεματικών όπως ο οπτικός πολιτισμός, η ψηφιακή κουλτούρα, η κοινωνιολογία, το φύλο, η πολιτική θεωρία, η αυτοδιαχείριση και πολλά ζητήματα που κυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο.
Αναρωτιέμαι αν το νέο, εργαστηριακού τύπου μοντέλο των Μπιενάλε είναι κάτι που επί της ουσίας «επιτάσσουν» οι ραγδαίες εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο της οικονομίας, της πολιτικής και τελικά της κοινωνίας. «Τα τελευταία 15 χρόνια υπάρχει μια πολύ έντονη κριτική για μεγάλα φεστιβάλ όπως η Μπιενάλε δεδομένου ότι εκπροσωπούν την κοινότητα που τα φιλοξενεί αλλά και το έργο των καλλιτεχνών και των επιμελητών. Όλη αυτή η αντιπολίτευση που βιώνουν οι επιμελητές και οι καλλιτέχνες ενσωματώνεται με κάποιο τρόπο στην επόμενη δουλειά τους». Αναγκάζεται δηλαδή ο δημιουργός να πολιτικοποιήσει την τέχνη του προκειμένου να είναι καλλιτεχνικά παρών; αναρωτιέμαι έχοντας υπόψιν την Μπιενάλε της Βενετίας 2015, η οποία θεωρήθηκε η πιο «πολιτικοποιημένη» διοργάνωση στην ιστορία του θεσμού. Αφορίζοντας την προπαγανδιστική τέχνη, η κα Καλπακτσόγλου μού απαντά κατηγορηματικά: «Η τέχνη για μένα είναι πάντοτε πολιτική, όπως οτιδήποτε κάνουμε στη ζωή μας».
Πώς προέκυψε όμως το εργαστηριακό μοντέλο που χαρακτήριζε εξαρχής τη Μπιενάλε της Αθήνας και που με τη διετή «ΟΜΟΝΟΙΑ» έφτασε στο αποκορύφωμά του; Ήταν κάτι που ακολούθησε τα πρότυπα του εξωτερικού ή διαμορφώθηκε βάσει του κοινωνικοπολιτικού πεδίου της Αθήνας; «Θεωρούσαμε» μού εξηγεί «πως εκείνη τη στιγμή (το 2007) υπήρχε μια γενεαλογία από Μπιενάλε που ενσωμάτωναν κάθε φορά δίπλα στο εκθεσιακό πρόγραμμα ή στη μεγάλη έκθεση, ένα θεωρητικό συνέδριο. Ήταν σαν να πρόσφεραν captions κι εξήγηση για τα έργα που έκαναν -και το ανάποδο. Εμείς είπαμε αυτό να το σπάσουμε χρονικά για να μην είναι συνδεδεμένο». Το αποτέλεσμα ήταν ένα θεωρητικό συνέδριο που προετοίμασε το έδαφος για το "Destroy Athens" (σς. την παρθενική, ρηξικέλευθη έκδοση της Μπιενάλε της Αθήνας) έξι ολόκληρους μήνες πριν την έναρξή του και ενόσω οι καλλιτέχνες βρίσκονταν ακόμη στη φάση της παραγωγής.
Το ισόγειο του Ρεξ που φιλοξένησε τα εγκαίνια της Σύναψης 2
Σχεδόν μια δεκαετία μετά, και έχοντας «απέναντι» μια ελληνική κοινωνία που βυθίζεται στα άδυτα της κρίσης, αναρωτιέμαι ποια είναι η θέση της Μπιενάλε στη σημερινή πραγματικότητα. «Σε μια Ελλάδα που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, αναπόφευκτα οι θεσμοί ακολουθούν» με προσγειώνει η κα Καλπακτσόγλου. Γι αυτό άλλωστε και η θεματική της Σύναψης 2 τοποθετεί στο επίκεντρο τον εν λόγω επαναπροσδιορισμό των θεσμών, και μάλιστα από την οπτική του βασανισμένου Νότου. «Οι συνθήκες καθορίζουν τον τρόπο που κινούμαστε και οι συνθήκες είναι αυτές που έχουν αλλάξει κατά πολύ τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Δεν είναι μια διαδικασία προσαρμογής απλά για να υπάρχουμε, είναι μια διαδικασία ωρίμανσης, μια διαδικασία απαραίτητη προκειμένου να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που θεωρήσαμε ότι μπορούμε να κάνουμε μαζί με την κοινότητα, την καλλιτεχνική κι ευρύτερα, και όχι μόνοι μας».
Θα ήταν άκαιρο δηλαδή να κάνατε μια απλή έκθεση αυτή τη στιγμή; τη ρωτάω. «Στη δική μας περίπτωση ναι. Και όχι μόνο θα ήταν άκαιρο, θα ήταν και άκομψο, θα ήταν και παράλογο με την έννοια ότι δε μπορούμε να προσφέρουμε στην παρούσα φάση εκθεσιακές συνθήκες σε κανένα. Άρα θα μπαίναμε σε επίπεδο διαπραγμάτευσης για τη διαμόρφωση ενός πράγματος το οποίο δε μπορούμε να υποστηρίξουμε. Ήδη μεταμορφωνόμαστε σε κάτι άλλο».
Πράγματι, η Μπιενάλε της Αθήνας μεταμορφώνεται σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ξεκίνησε, γεγονός που φαίνεται και από τη διάρκεια της πέμπτης version της. Σε αντίθεση με τη φύση του θεσμού που τον καθιστά παρών κάθε δύο χρόνια, στην περίπτωση της Μπιενάλε της Αθήνας μιλάμε για ένα μεγάλης κλίμακας και διάρκειας εργαστήριo που έθεσε σαν προσωπικό στοίχημα τη διετή παρουσία του στο αθηναϊκό πεδίο. Μέσα σε αυτό το διάστημα, η σύγχρονη τέχνη, απαλλαγμένη από κάθε ψήγμα ελιτισμού, καλεί το κοινό σε μια γόνιμη διαδικασία εμπλοκής και διαλόγου, τα αποτελέσματα της οποίας θα πάρουν σάρκα και οστά το 2017.
Έτσι, μέσα στην ευρύτερη κοινωνικο-οικονομική επανατοποθέτηση που λαμβάνει χώρα κάθε 24ωρο, η Μπιενάλε της Αθήνας καλείται να είναι παρούσα προκειμένου προβεί σε μια κατασκευή «νέων κόσμων». Για να γίνει αυτό η συνέργεια θεωρείται απαραίτητο συστατικό. «Το θετικό είναι ότι υπάρχει πολύ έντονη καλλιτεχνική δημιουργία με την έννοια της παντρειάς. Το ότι είμαστε δηλαδή στο Εθνικό Θέατρο σήμερα, το ότι οι διευθυντές του εθνικού θεάτρου και της πειραματικής σκηνής αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ανάμεσά μας κοινός στόχος και δεν αποτελεί απλώς ένα χώρο προς ενοικίαση –γιατί σε καμία περίπτωση δεν είναι κάτι τέτοιο –είναι σημαντικό. Το ότι η τέχνη χρησιμοποιεί χώρους που είναι περίεργοι όπως το Χρηματιστήριο (το 2013) ή παλαιότερα μια παλιά σχολή στην πλατεία Θεάτρου και τώρα το Μπάγκειον, αυτό είναι κλασική τακτική μας. Η σύγχρονη τέχνη που δεν έχει στέγη πάντα ψάχνει τρόπους να προσδιορίζεται και αρχιτεκτονικά και γεωπολιτικά μέσα σε ένα σχήμα. Υπάρχει φοβερή δημιουργία, υπάρχει ένα έντονο performative κομμάτι σε όλα αυτά με αποτέλεσμα οι τέχνες να ενώνονται και όχι να χωρίζονται».
Με αυτό κατά νου, η συμβολική επιλογή της λέξης ομόνοια για τη θεματική της πέμπτης Μπιενάλε μού ακούγεται ιδανική. «Tα τελευταία χρόνια, το βασικό ζήτημα, νομίζω, που χαρακτηρίζει τη χώρα μας είναι η διχογνωμία. Υπάρχει δηλαδή μια έντονη αντιπαράθεση αυτή τη στιγμή, το έδειξε ξεκάθαρα και το δημοψήφισμα αλλά και πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις. Η λέξη «ομόνοια» είναι για μάς ένα πρόταγμα. Είναι ένα σημείο πολλών δραστηριοτήτων, ένα κοινωνικό όριο και, ταυτόχρονα, ένα σημείο transit που συμπυκνώνει πάρα πολλά, από την τοποθεσία και το γεγονός ότι παλιά αποτελούσε το ιστορικό κέντρο μέχρι το ότι είναι μια πλατεία τετράγωνη που δεν μπορείς να τη γυρίσεις γύρω γύρω και το ότι ξαφνικά έχει αρχίσει να κατοικείται, το ότι είναι μέρος για αγοραπωλησίες, το ότι έχει πάρα πολλά κτίρια που είναι κλειστά αυτή τη στιγμή… Χίλια πράγματα οποία μάς ορίζουν και έχουν αρχίσει να ενσωματώνονται και σε πρότζεκτ».
Συζητώντας για τις ετερόκλητες δραστηριότητες της ιστορικής πλατείας, η συζήτηση φτάνει αναπόφευκτα στο Μπάγκειον, τον κύριο χώρο δράσης της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ 2015-2017». Η φράση «άντερ κονστράξιον» που κοσμεί τη μαρκίζα του είναι απολύτως εύστοχη αφού συνοψίζει την υπό ανέγερση τρέχουσα κοινωνική συνθήκη και την επίσης υπό ανέγερση λειτουργία του πρώην ξενοδοχείου ως σύμβολο-μνημείο που επιχειρεί να ζωντανέψει και να επανεργοποιήσει το χώρο δημιουργώντας έναν πυρήνα δράσεων και αντιδράσεων. Αυτό άλλωστε δεν επιδιώκει τόσα χρόνια και η ίδια η Μπιενάλε;
«Tο Μπάγκειο είναι σημείο αναφοράς καθώς έχει μια ιστορία κατοίκησης από καλλιτέχνες στο υπόγειό του -το οποίο ήταν ένα καμπαρέ, λίγο χαμαιτυπείο- στο οποίο σύχναζαν πολύ ενδιαφέροντες λογοτέχνες οι οποίοι δεν είχαν να κάνουν τόσο πολύ με την υποστήριξη ενός συγκεκριμένου αφηγήματος για την ελληνική ιστορία αλλά λειτουργούσαν στις παρυφές αυτού, με παραβατικές πολλές φορές συμπεριφορές». Κάνοντας αντιπαραβολή στο παρόν, αναφέρεται με ενθουσιασμό και υπερηφάνια στους 19 συμμετέχοντες που έχουν «καταλάβει» το Μπάγκειο, στο οποίο ζουν και εργάζονται. «Πηγαίνουμε πέρα από τη λογική της κατάληψης ή της μόνιμης κατοίκησης καθώς για εκείνους είναι μια προέκταση του studio τους -αν όχι το ίδιο τους το studio – αλλά και μέρος πρόβας και παρουσίασης».
Στιγμιαία νιώθω ανακούφιση στη σκέψη πως η σύγχρονη τέχνη μπορεί μέσα από bottom-up πρακτικές όπως αυτές της Μπιενάλε να άρει τις προκαταλήψεις και να επαναπροσδιορίσει στον κοινό νου το ιστορικό κέντρο που εδώ και χρόνια παραπαίει. «Η σύγχρονη τέχνη πηγαίνει πάντα εκεί που υπάρχει ένα ζήτημα που θέλει να το αναδείξει. Από κει και πέρα το κατά πόσο μπορεί να το επουλώσει -δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις έχουμε δει να χρησιμοποιούνται παρεξηγήσιμες πρακτικές με πολιτική κατεύθυνση- θα σου έλεγα ότι θα δείξει. Ο τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα έχει αντιμετωπίσει τον προγραμματισμό που είναι μακροπρόθεσμος και όχι κοντοπρόθεσμος μάς έχει αποδείξει ότι κίνδυνοι που έχουν εμφανιστεί σε ευρωπαϊκά κράτη για τη χρήση ή την εργαλειοποίηση των καλλιτεχνών δεν είναι ακριβώς παρόντες. Πρέπει να έχεις πολύ ανοιχτά μάτια κι έντονα αντανακλαστικά ώστε να μην πέσεις σε μια λογική γλώσσας που είναι λίγο περίεργη και μπορεί να σε παγιδέψει».
Το ίδιο ανοιχτά μάτια κι έντονα αντανακλαστικά πρέπει να έχει και το κοινό ώστε να εμπλακεί στο εργαστήριο που συστήνει η Μπιενάλε; Σε μια Αθήνα που ανθίζει καλλιτεχνικά ραγδαία, το κοινό ενηλικιώνεται με αντίστοιχους ρυθμούς; ρωτάω για να λάβω μια αφοπλιστικά ειλικρινή απάντηση που δε διστάζει να «κουνήσει το δάχτυλο» στην αλαζονεία που συχνά διέπει τον χώρο της τέχνης. «Το κοινό νομίζω ήταν πάντα ώριμο, εμείς νομίζω από το χώρο της τέχνης είμαστε μονίμως πιο σνομπ και θεωρούμε ότι ερχόμαστε από κάτω προς τα πάνω. Αυτό το καταλάβαμε πολύ καλά στην Αγορά (2013), το καταλάβαμε πολύ και στο Μονόδρομο (2011) όπου υπήρχαν άνθρωποι που αντιμετώπισαν την έκθεση σαν να είναι κάτι άλλο καθώς βρέθηκαν σε μια λογική πολύ έντονης συγκινησιακής φόρτισης. Για πρώτη φορά είδαμε ανθρώπους μέσα σε ένα εκθεσιακό χώρο να βάζουν τα κλάματα. Ήταν μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή για όλους, και για μένα ειδικά ήταν μαγική γιατί ήμουν ένας από τους ανθρώπους που το είχαν δημιουργήσει αυτό και δεν είχα ξαναδεί τη σύγχρονη τέχνη -και δη την εικαστική δημιουργία-να έχει τέτοιου είδους επίδραση πάνω σε έναν άνθρωπο. Και στην Αγορά η συμμετοχή ήταν μεγάλη, οπότε νομίζω πως το κοινό είναι φοβερά εκπαιδευμένο, ο χώρος της τέχνης είναι σε αυτή τη φάση πιο μουδιασμένος γιατί δεν προσφέρουμε συνθήκες παραγωγής, δε τους δείξαμε μια έκθεση αλλά ζητούμε την εμπλοκή τους σε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι».
Λίγο πριν το κλείσιμο της κουβέντας μας και με τη Σύναψη 2 εν εξελίξει, τη ρωτάω ποιος είναι τελικά ο στόχος της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ». «Το μεγαλύτερο όραμα θα ήταν για εμάς η "Ομόνοια" να συνεχίσει να λειτουργεί με τον τρόπο της, δηλαδή να αποτελεί χώρο συνάντησης καλλιτεχνών, χώρο δημιουργίας για τους καλλιτέχνες και χώρο συνδιαλλαγής και μετά το τέλος της ίδιας της Μπιενάλε το καλοκαίρι του '17. Να έχει μια μόνιμη παρουσία». Και για το μέλλον; Τί μας επιφυλάσσει; συνεχίζω για να λάβω μια μουδιασμένη απάντηση γεμάτη επιφύλαξη, ένα σύμπτωμα άλλωστε που χαρακτηρίζει την Ελλάδα του σήμερα. «Στη χώρα που ζούμε είναι δύσκολο να προγραμματίσεις με σαφήνεια, σιγουριά και πεποίθηση για το επόμενο 24ωρο. Δεν μπορώ να ξέρω. Έχω αφιερώσει πολλή αγάπη και χρόνο μέσα στη Μπιενάλε και εύχομαι να πάει». Το ίδιο ευχόμαστε όλοι για το θεσμό που μέσα σε μόλις μια δεκαετία κατάφερε να ενσωματώσει στο έπακρο την ταυτότητα μιας πόλης που εδώ και καιρό βρίσκεται «άντερ κονστράξιον», όπως το Μπάγκειον.
Σοφία Κανελλοπούλου
[email protected]