Το Αιγαίο των συγγραφέων: Χριστίνα Πουλίδου
Η συγγραφέας μας μιλά για το νησί της Σύρου και τους λόγους που την έκαναν τελικά να την διαλέξει ως δεύτερη πατρίδα.
Για έναν περίεργο λόγο οι πρώτες ευτυχισμένες εντυπώσεις μου από τη Σύρο, την οποία διάλεξα ως δεύτερη πατρίδα μου, είχαν να κάνουν με το φαγητό. Για να ακριβολογήσω με την τροφή.
Το πρώτο καλοκαίρι που είχαμε έρθει να κάνουμε διακοπές στο νησί, μέναμε σε κάποια δωμάτια σε ένα όμορφο κτήμα. Ο Γιαννούλης κι η Μαρία ήταν πολύ φιλόξενοι άνθρωποι και μας είχαν δώσει το ελεύθερο να κορφολογούμε ό,τι θέλαμε. Τρελαινόμουν λοιπόν να ξυπνώ το πρωί και να κόβω σύκα και αχλάδια για όλη την παρέα, τρελαινόμουν το απομεσήμερο γυρίζοντας απ’ τη θάλασσα να τρώω φρέσκα φιστίκια απ’ το δέντρο, ακολουθούσα τον Μιχάλη στα θαλασσο-περπατήματά του, μαζεύαμε αχινούς και πεταλίδες, έβγαζα και τα λεμόνια που είχα κόψει το πρωί απ’ το σπίτι και κάναμε λιτές και μαγικές ουζοκαταστάσεις. Η κυρία Μαρία μας είχε αφήσει στα δωμάτιά μας μικρά μπουκαλάκια με λάδι από το κτήμα και κάθε τόσο μας άφηνε λαχανικά και φρέσκα αυγουλάκια στα δωμάτια – υπέροχα τσιμπούσια!
Αισθανόμουν λοιπόν ότι ζούσα σε μια θάλασσα ευτυχίας. Εγώ, το παιδί της ασφάλτου και της λεωφόρου Αλεξάνδρας, είχα περάσει σε μιαν άλλη διάσταση - ένιωθα να ξαναγεννιέμαι, να γίνομαι μέρος της φύσης, έλεγα στον Γιάννη ότι είχαμε γίνει «Παύλος και Βιργινία»…(Στο σπίτι μας στη Σύρο διαθέτουμε πια όλα αυτά σε αφθονία. Τίποτα δεν είναι τόσο νόστιμο όσο «εκείνα». Τα πρώτα και τα νεανικά).
Το πρώτο μυθιστόρημα της Χριστίνας Πουλίδου έχει τίτλο Άνω Κάτω και κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Ένα χορταστικό κοινωνικό μυθιστόρημα ηθογραφίας που εκτυλίσσεται στη Σύρο της Κατοχής και του σήμερα. Στο προσκήνιο, οι παράλληλες ζωές δύο γυναικών, που σέρνουν μαζί τους ιστορίες, απ’ αυτές που λιμνάζουν στη σκιά των σχέσεων ανθρώπων και κοινοτήτων.