Το Αιγαίο των συγγραφέων: Ίρις Καλβά

santorini1
ΔΕΥΤΕΡΑ, 27 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016

Η Ίρις Καλβά θυμάται την πλανεύτρα, απόκοσμη γοητεία της Σαντορίνης που κρατά την καρδιά της αιχμάλωτη.

Ξεκινήσαμε  πρωί, την ώρα που γλυκοχαράζει και τα νερά έχουν ένα ρόδινο χρώμα σαν διάσπαρτα πέταλα λουλουδιών. Το πλοίο μας λικνιζόταν μεγαλόπρεπα, κορδωμένο που βρισκόταν σε αρχαία περήφανα νερά. Σιγά - σιγά το πορφυρό χανόταν κι ένας  λαμπερός ήλιος ανέβαινε χαρούμενα στον ουρανό. Γύρω μας το γαλάζιο της θάλασσας έσμιγε ηδονικά με το διάφανο γαλάζιο του ουρανού, δίχως το ένα να μπερδεύεται με το άλλο. Τόσο ίδια και τόσο διαφορετικά μαζί.                                                                     Την  προσοχή μου τράβηξαν οι γλάροι που έμοιαζαν να αιωρούνται με τεντωμένα φτερά και μάτια, μήπως και πεταχτεί κάποιο ψαράκι από τα αφρισμένα νερά που δημιουργούσε το πέρασμά μας. Τους κοίταζα καθώς ορμούσαν κάθετα σαν σαΐτες και ξαναπέταγαν ψηλά. Δυο δελφίνια παρακολουθούσαν κι αυτά παίζοντας. Χαμογέλασα. Το φως όσο πήγαινε γινόταν και πιο λαμπερό. Ένιωθα σαν να μην είχα ξαναδεί ηλιόλουστη μέρα. «Είμαστε κοντά στην Δήλο», μου είπε ένας φίλος που πρόσεξε την απορία μου. «Μην σου κάνει εντύπωση. Είναι το πιο λαμπρό νησί. Δεν γεννήθηκε τυχαία ο Απόλλωνας εδώ». Είχε δίκιο, συλλογίστηκα, όποιος δεν έχει δει την γενέτειρα του Φοίβου δεν ξέρει τι σημαίνει πραγματικό φως.

Το πλοίο  απομακρυνόταν κι εγώ αποχαιρέτησα   τον θεό του ήλιου και στράφηκα στον Ποσειδώνα.  Άφησα την ματιά μου να πλανηθεί στο Αιγαίο πέλαγος. Ένιωθες να σε πλημυρίζει μία ευφορία, λες και αντανακλούσε επάνω σου μια τεράστια συμπαντική ενέργεια. Αφέθηκα στη δύναμη της, ανασαίνοντας την αρμύρα της θάλασσας, για να διεισδύσει ως το μεδούλοι μου. Από μακριά άρχισε να αχνοφαίνεται η Σαντορίνη. Θυμήθηκα γελώντας τι είχα πάθει παλιά. Περπατούσα καμαρωτή – σχετικό γιατί είχα κολυμπήσει σε κάτι χάλκινα νερά, και κοκκινόφερνα σαν βρασμένο καβούρι – στην Νέα Καμένη. Έψαχνα τον κρατήρα. Που και που κάτι πέτρες άχνιζαν ελαφρά. Τέλος, ανυπόμονα ρώτησα.«Πού είναι ο κρατήρας;». Με κοίταξαν γελώντας. «Τόση ώρα που νομίζεται ότι περπατάτε;».
Από τότε η πλανεύτρα, απόκοσμη γοητεία αυτού του μοναδικού νησιού, κρατάει την καρδιά μου αιχμάλωτη.                                                                                                                                                                          

Δείτε περισσότερα για την Ίριδα Καλβά εδώ