Σε δημοπρασία παραλλαγή της «Κραυγής» του Μουνκ
Τη μοναδική παραλλαγή του πίνακα «Η Κραυγή» του Έντβαρτ Μουνκ, η οποία ανήκει σε ιδιωτική συλλογή, θα δημοπρατήσει ο οίκος δημοπρασιών Sotheby's στις 2 Μαΐου στη Νέα Υόρκη, ελπίζοντας ότι το έργο θα αποφέρει κέρδη άνω των 80 εκατομμυρίων δολαρίων.
Το έργο του 1895 είναι ιδιοκτησία του Νορβηγού δισεκατομμυριούχου επιχειρηματία Πέτερ Όλσεν, του οποίου ο πατέρας Τόμας υπήρξε φίλος, γείτονας και χορηγός του Μουνκ. Υπάρχουν τέσσερις παραλλαγές του διάσημου έργου, που παρουσιάζει μία ανθρώπινη μορφή να φέρνει τα χέρια της στο ύψος των αυτιών και να ουρλιάζει με ιδιαίτερη εκφραστικότητα. Οι υπόλοιπες τρεις παραλλαγές ανήκουν στις συλλογές ισάριθμων νορβηγικών μουσείων.
Ο οίκος χαρακτηρίζει τον πίνακα του Νορβηγού Μουνκ ως μία από τις πλέον άμεσα αναγνωρίσιμες εικόνες στον χώρο της τέχνης και της καθημερινής κουλτούρας, ενώ η μοναδική που ενδεχομένως να την ξεπερνά σε αναγνωρισιμότητα κι αποδοχή είναι η «Μόνα Λίζα» του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Ο ιδιοκτήτης του πίνακα τόνισε πως τα έσοδα από την πώληση του πίνακα θα διατεθούν για την ανέγερση ενός νέου μουσείου, ενός κέντρου τέχνης και ενός ξενοδοχείου στο οικογενειακό του αγρόκτημα στη Νορβηγία.
Λίγα λόγια για την «Κραυγή»
«Η Κραυγή» είναι το πιο γνωστό έργο που δημιούργησε ο Μουνκ, το 1893. Πρόκειται για μία σειρά από εξπρεσιονιστικούς ζωγραφικούς πίνακες. Θεωρείται από μερικούς ότι συμβολίζει το ανθρώπινο είδος κάτω από τη συντριβή του υπαρξιακού τρόμου. Ο ζωγράφος δημιούργησε διάφορες εκδοχές της «Κραυγής», με διάφορα μέσα.
Ο αρχικός γερμανικός τίτλος που δόθηκε στον πίνακα από τον Μουνκ ήταν «Ο Λυγμός της Φύσης» (Der Schrei der Natur). Σε μια σελίδα στο ημερολόγιό του με την επικεφαλίδα Νίκαια 22.01.1892, ο καλλιτέχνης δίνει την εξής περιγραφή για την έμπνευσή του ως προς τον αρχικό πίνακα: «Περπατούσα σ' ένα μονοπάτι με δυο φίλους, ο ήλιος έπεφτε, ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα. Σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στο φράχτη. Αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο μπλε φιόρδ και την πόλη. Οι φίλοι μου προχώρησαν, κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία, κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση».






