Ο Πρόεδρος του Ωδείου Αθηνών μας μιλά για την ανακαίνιση του χώρου από τον Οργανισμό ΝΕΟΝ
Το Ωδείο Αθηνών επανατοποθετείται στη συλλογική συνείδηση της πόλης με ενέργειες του οργανισμού ΝΕΟΝ. Για αυτή την κίνηση ματ στην Αθήνα του σήμερα μιλάμε με τον πρόεδρό του, Νίκο Τσούχλο.
Στο πλαίσιο της διαρκούς διαπραγμάτευσης του ρόλου του πολιτισμού ως εργαλείου προόδου κι ανάπτυξης για την πόλη, ο οργανισμός ΝΟΕΝ ανακαίνισε πρόσφατα το α’ υπόγειο του Ωδείου Αθηνών, παραδίδοντας στο αθηναϊκό κοινό έναν νέο, εμβληματικό χώρο, που φιλοδοξεί να αφήσει το δικό του στίγμα στην πολιτιστική κληρονομιά της πόλης. Για την ανακαίνιση του χώρου χρειάστηκε να γίνουν εκτεταμένες εργασίες εξυγίανσης των χώρων, με κύριο κριτήριο την ανάδειξη των επιλογών του Ιωάννη Δεσποτόπουλου, του ριζοσπάστη Έλληνα αρχιτέκτονα κι ακαδημαϊκού που τάραξε τα νερά της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του προηγούμενου αιώνα. Με σπουδές στην περίφημη Σχολή της Βαϊμάρης και στο πλευρό του Βάλτερ Γκρόπιους, ο Δεσποτόπουλος παρενέβη δραστικά στο αστικό τοπίο της ευρωπαϊκής Δύσης μέσα από τολμηρά αρχιτεκτονήματα σε χώρες όπως η Γερμανία και η Σουηδία, όπου έζησε και έδρασε. Στην Ελλάδα, η αρχιτεκτονική του κληρονομιά περιορίζεται σε μερικά μόλις κτίρια, με πιο χαρακτηριστικό το Ωδείο Αθηνών, ένα από τα ελάχιστα δείγματα μπάουχαους αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.
Tο δαιδαλώδες κτίριο του Ωδείου Αθηνών, στηρίζει τον κύριο όγκο του περιμετρικά πάνω σε μία ισόγεια στοά. Αίθρια, στοές, μαρμάρνινες σκάλες και βλάστηση «ντύνουν» το λιτό, γεωμετρικό οικοδόμημα
Το ορθογώνιο, πρισματικό κτίριο που δεσπόζει επιβλητικά στη συμβολή των λεωφόρων Βασιλέως Γεωργίου Β’, Βασιλέως Κωνσταντίνου και της οδού Ρηγίλλης, αποτελεί κομμάτι της μεγαλόπνοης σύνθεσης του Δεσποτόπουλου για τη δημιουργία ενός ευρύτερου πολιτιστικού κέντρου στην καρδιά της πόλης. Έχοντας επηρεαστεί από τις δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες του μεσοπολέμου, ο αρχιτέκτονας επιθυμούσε να εξωραΐσει τον χαώδη αρχιτεκτονικό χάρτη της Αθήνας με στόχο την προαγωγή μιας κοινωνίας όπου η μοντέρνα αρχιτεκτονική παίζει ρόλο θεμελιώδη στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή της πόλης.
Ο Πρόεδρος του Ωδείου Αθηνών, Νίκος Τσούχλος, μας μιλά για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του εμβληματικού κτιρίου
Η φιλόδοξη πρόταση του Δεσποτόπουλου αποτελούσε «μέρος του μεγαλόπνοου σχεδίου για το πολιτιστικό κέντρο Αθηνών του τέλους της δεκαετίας του 1950. Το σχέδιο αυτό, που περιελάβανε και πολλά άλλα κτίρια: όπερα, μουσείο κ.λπ., ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, με εξαίρεση το κτίριο του Ωδείου Αθηνών, που και αυτό απέμεινε ημιτελές», μάς λέει ο κος Νίκος Τσούχλος, Πρόεδρος του ιστορικού Ωδείου Αθηνών. Αυτό που οραματιζόταν ο Δεσποτόπουλος ήταν η δημιουργία μιας νέας, σύγχρονης για τα δεδομένα της εποχής πόλη, που θα υπάκουγε στα πολεοδομικά πρότυπα της Δύσης.
Η σύνθεσή του πρότεινε την ανέγερση δεκάδων πολιτιστικών και βοηθητικών χώρων (Κρατικό Θέατρο, Κτίριο Συναυλιών, Χοροδράματος και Συνεδρίων, Υπαίθριο Θέατρο, Βιβλιοθήκη, Κρατική Ακαδημία Μουσικής / Ωδείο Αθηνών, Πλατεία, Μουσειακό Συγκρότημα, Μουσείο Πινακοθήκη, Κτίριο Επιστημονικών Οργανισμών, Κτίριο Μορφωτικών Οργανώσεων, Αίθουσα Εκθέσεων κ.ά.), οι οποίοι θα συσπειρώνονταν στο γεωγραφικό πεντάγωνο που σχηματίζουν οι οδοί Βασ. Γεωργίου Β’, Βασ. Σοφίας, Βασ. Κωνσταντίνου, Ρηγίλλης και Ριζάρη, νοηματοδοτώντας έτσι τον αρχιτεκτονικό διάλογο της πόλης με τους κατοίκους της.
Απλώνοντας το βλέμμα του πολύ μακρύτερα από την εποχή του, ο Δεσποτόπουλος πρότεινε επί της ουσίας ένα συμπαγές σχέδιο clustering («συσπείρωση»), αρκετά πριν ο όρος ριζωθεί ως αντικείμενο των urban studies. «Το Ωδείο Αθηνών, εμβληματικό αρχιτεκτόνημα του ελληνικού μοντερνισμού, συνυπάρχει στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο με το Λύκειο του Αριστοτέλη και το Βυζαντινό Μουσείο – μια γειτνίαση βαριά σε συμβολισμούς» τονίζει ο κος Τσούχλος. Η σύνθεση του Έλληνα αρχιτέκτονα κέρδισε το πρώτο βραβείο πανελλήνιου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού του 1959, ωστόσο το πλάνο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, με εξαίρεση το Ωδείο Αθηνών που εδώ και τέσσερις δεκαετίες στέκει ημιτελές, πασχίζοντας να αποκτήσει τη θέση που του αξίζει στην αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης και να σταθεί δίπλα σε φημισμένα κτίρια της περιοχής όπως το Χίλτον, η Εθνική Πινακοθήκη, το Πολεμικό Μουσείο, καθώς και το Μέγαρο Μουσικής και η Αμερικανική Πρεσβεία.
Το Ωδείο Αθηνών σήμερα
Ρωτάω τον κο Τσούχλο τι φταίει και δεν αποπερατώθηκε ποτέ το Ωδείο Αθηνών για να πάρω μια απάντηση που φαντάζει ταιριαστή σε κάθε παρόμοια ερώτηση: «Είναι μια μεγάλη συζήτηση που κάποτε θα πρέπει να γίνει διεξοδικά, αν μη τι άλλο προκειμένου στο μέλλον να αποφευχθούν ανάλογα φαινόμενα. Βέβαιο είναι ότι από το 1980, η αποπεράτωση του κτιρίου αποτελεί νομική υποχρέωση του ελληνικού Δημοσίου, η οποία ουδέποτε εκπληρώθηκε». Μιλάμε λοιπόν για ένα εγχείρημα-πρόκληση για το Ωδείο Αθηνών. «Είναι μια μεγάλη συλλογική πρόκληση για όλη την ομάδα που δουλεύει εδώ και μια τριετία για να ξαναζωντανέψει κάτι που η κοινωνία έμοιαζε να έχει οριστικά ξεγράψει». Πράγματι, λίγοι γνωρίζουν ότι το Ωδείο είναι ένα από τα ιστορικότερα κτίρια της Αθήνας και το παλαιότερο (1871) εκπαιδευτικό ίδρυμα παραστατικών τεχνών στη χώρα, από το οποίο έχουν περάσει μουσικές προσωπικότητες διεθνούς βεληνεκούς, όπως ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο Νίκος Σκαλκώτας, η Μαρία Κάλλας, ο Μάνος Χατζιδάκις καθώς και πολλοί άλλοι που άφησαν ανεξίτηλο το ίχνος τους στην εγχώρια και διεθνή μουσική παραγωγή.
Το Α' υπόγειο όπως ήταν πριν την ανακαίνιση από τον ΝΕΟΝ
Το «χρέος» του επαναπροσδιορισμού του Ωδείου στη συλλογική συνείδηση της πόλης ανέλαβε να εκπληρώσει ο οργανισμός ΝΕΟΝ, μια κίνηση ματ για την Αθήνα του σήμερα, καθώς δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να έρθουν εκ νέου σε επαφή με κτίρια υψηλής αισθητικής και συμβολικής αξίας. «Σημαίνει μια βαθιά αλλαγή σε σχέση με τη συνήθη εμπειρία του Αθηναίου πολίτη όταν αυτός κινείται μέσα σε υποδομές φτιαγμένες πρόχειρα και τυχαία, χωρίς αισθητική και χωρίς φροντίδα – και αυτό δεν αφορά απαραίτητα μόνο τις πολιτιστικές του εξόδους, αφορά την καθημερινή του επαφή με τον δημόσιο χώρο. Το μάθημα του Ιωάννη Δεσποτόπουλου σχεδόν μισό αιώνα είναι ότι όλο αυτό γίνεται και αλλιώς, αρκεί κάποιος να το θελήσει!» σχολιάζει ο κύριος Τσούχλος, αναδεικνύοντας έτσι την αναγκαιότητα της συνέργειας.
Αυτό είναι άλλωστε και το δυνατό «χαρτί» του κτιρίου, όπως θα μου πει αργότερα: «Η λέξη κλειδί είναι η «συνύπαρξη». Πράγματι, το πιο ισχυρό χαρακτηριστικό του κτιρίου του Ωδείου Αθηνών είναι η δυνατότητα που προσφέρει για τη συνύπαρξη στις ίδιες υποδομές των διαφορετικών τεχνών της σκηνής (μουσικής, θεάτρου και χορού), όσο και καλλιτεχνών από αυτές τις ειδικότητες σε διαφορετικές φάσεις της προσωπικής τους εξέλιξης (από αρχάριοι μέχρι τελειόφοιτοι σπουδαστές, από πρωτοεμφανιζόμενοι μέχρι ολοκληρωμένοι καλλιτέχνες)».
Ο χώρος πριν την αναμόρφωση
Στο πλαίσιο πνεύματος της συνεργασίας που διέπει την εποχή, το Ωδείο με τον Οργανισμό ΝΕΟΝ έδωσαν από κοινού ζωή (με την πλήρη χρηματοδότηση του ΝΕΟΝ) σε ένα χώρο 1.800 τ.μ. που παρέμενε κενός και αχρησιμοποίητος από τη δεκαετία του '70. «Η αναμόρφωση που έκανε ο ΝΕΟΝ ήταν επί της ουσίας αποκατάσταση όλων εκείνων των εγκαταστάσεων που απέμεναν ημιτελείς επί τέσσερις δεκαετίας, μέχρι του σημείου που αυτές θα μπορούσαν να αποδοθούν προς χρήση, με απόλυτο σεβασμό στα αρχιτεκτονικά σχέδια του Δεσποτόπουλου. Σημειώνεται ότι οι χώροι παραμένουν ημιτελείς», αναφέρει ο Πρόεδρος του Ωδείου, εξηγώντας πως κεντρικός γνώμονας της ανακαίνισης ήταν «η ανάδειξη της πολυχρηστικότητας των χώρων αυτών» δεδομένου πως ο χώρος αναμένεται να φιλοξενήσει ένα μωσαϊκό τεχνών, όπως εικαστικά, παραστατικές τέχνες, μουσική περφόρμανς και άλλα, που ωστόσο θα γνωστοποιηθούν στην πορεία. «Είναι νωρίς για συγκεκριμένες ανακοινώσεις. Προς το παρόν εκκρεμεί λ.χ. η έναρξη έργων αποπεράτωσης και εκσυγχρονισμού άλλων τμημάτων του κτιρίου, με χρηματοδότηση από τα ΠΕΠ Αττικής, ενώ, προσεχώς, στο Ωδείο Αθηνών εγκαθίσταται το Ελληνικό Παιδικό Μουσείο. Μελλοντικά, όλοι αυτοί οι χώροι θα πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά», ξεκαθαρίζει ο κος Τσούχλος.
Ο χώρος όπως είναι μετά την ανακαίνιση από τον οργανισμό ΝΕΟΝ
Ο νέος πολιτιστικός χώρος άνοιξε τις πόρτες του για πρώτη φορά τον περασμένο Σεπτέμβριο (2016), όταν υποδέχτηκε το διεθνές πρότζεκτ Ideas City, μια διοργάνωση που φέρνει στο προσκήνιο τη συζήτηση για το μέλλον των πόλεων. Αν και το πρότζεκτ δεν είναι κάτι καινούριο στον δημόσιο διάλογο, η επιλογή του συγκεκριμένου προγράμματος έχει αν μη τι άλλο ιδιαίτερη χωροχρονική σημασία για την Αθήνα, που εδώ και χρόνια βρίσκεται σε συνεχή διαπραγμάτευση για την ταυτότητά της.
Ο ΝΕΟΝ έδωσε ζωή στο χώρο του Ωδείου, συνολικής επιφάνειεας 1.800τμ
«Το πρότζεκτ Ideas City μάς δίδαξε πως με φαντασία και φρέσκιες ιδέες το κτίριο του Ωδείου Αθηνών μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά, με τρόπους που ούτε κι εμείς φανταζόμασταν: μια χρήσιμη εμπειρία για τη συνέχεια» λέει με αισιοδοξία ο Πρόεδρος του Ωδείου στον απόηχο του πρότζεκτ και λίγο πριν το άνοιγμα της δεύτερης διοργάνωσης του ΝΕΟΝ (και τελευταίας, πριν την παράδοση του χώρου στα «χέρια» του Ωδείου), με τίτλο «Η Υπέρβαση της Άβυσσος». Πρόκειται για μια πολυσυλλεκτική έκθεση-ελεγεία στην Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη, η οποία και θα εγκαινιαστεί στις 18 Νοεμβρίου, παρουσιάζοντας το έργο 34 καλλιτεχνών.
Τώρα που η «αναβίωση» του Ωδείου μπήκε σε μια τροχιά, αναρωτιέμαι αν μπορούμε να ελπίζουμε πως θα καταφέρουμε να έχουμε κάποια στιγμή το χώρο-ορόσημο που οραματιζόταν ο Δεσποτόπουλος μισό αιώνα πριν. «Παραμένω εκ πεποιθήσεως αισιόδοξος, και πρέπει να πω ότι τελευταία η αισιοδοξία κάπου μοιάζει ν’ αρχίζει να δικαιώνεται».
Ο Νίκος Τσούχλος γενήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά, μουσική και μουσικολογία στην Αθήνα και στο Παρίσι. Αρχικά αφιερώθηκε στη διεύθυνση ορχήστρας ξεκινώντας ως βοηθός του Μάνου Χατζιδάκι στην Ορχήστρα των Χρωμάτων, ενώ έκτοτε έχει συνεργαστεί ως προσκεκλημένος μαέστρος με τις περισσότερες ελληνικές ορχήστρες, καθώς και με πολλές ορχήστρες και καλλιτεχνικούς οργανισμούς του εξωτερικού. Από το 1991 ως το 2012 υπήρξε Διευθυντής Καλλιτεχνικού Προγραμματισμού και αργότερα Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Από το 2013 υπηρετεί τον Μουσικό και Δραματικό Σύλλογο ‘Ωδείον Αθηνών – 1871’ ως πρόεδρος του Δ.Σ., ενώ από το 2014 είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου. Για το συγγραφικό του έργο πάνω σε ζητήματα μουσικης ερμηνείας έχει διακριθεί από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών (2011), ενώ για τις ποικίλες δραστηριότητές του στο χώρο του πολιτισμού έχει λάβει από το γαλλικό κράτος τη διάκριση Chevalier de l’Ordre des Arts et des Lettres και από το ιταλικό κράτος τη διάκριση Cavaliere dell’ Ordine della Stella della Solidarietà Italiana.
ΣΟΦΙΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ / [email protected]