Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης: «Όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο με γοητεύει η δημιουργία»
O καταξιωμένος μουσικός μάς μιλά για την πορεία του, την τζαζ στην Ελλάδα και, φυσικά, τις επιτυχημένες παραστάσεις του Alex Drakos Trio κάθε Παρασκευή στο BIOS.
Ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της εγχώριας τζαζ σκηνής, με το όνομά του να είναι πλέον γνώριμο και πέρα από τους κόλπους των σκληροπυρηνικών φανς του είδους, όπως μαρτυρά και το δυναμικό κοινό που τον ακολουθεί. Η παρουσία του στον χώρο μετρά ήδη δύο δεκαετίες. Σκληρή δουλειά, δεκάδες συναυλίες και αξιοπρόσκετες συνεργασίες με μερικούς από τους κορυφαίους του είδους είναι οι κύριοι σταθμοί της μέχρι τώρα πορείας του.
Η πρώτη του επαφή με την τζαζ έγινε πολύ νωρίς, όταν ακόμα πήγαινε σχολείο: «Στα μαθητικά μου χρόνια, ενώ μελετούσα μουσική, η επαφή μου με την τζαζ περιοριζόταν στην ακρόαση. Μου άρεσε να ακούω αυτό το είδος αλλά δεν υπήρχε τρόπος να σπουδάσω αυτό το είδος τότε στην Κρήτη, όπου ζούσα. Αργότερα, μετακομίζονταςστην Αθήνα, ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα». Στην πρωτεύουσα ανέβηκε για να σπουδάσει Φυσική Αγωγή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γρήγορα όμως εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες που του προσέφερε το αστικό κέντρο και ξεκίνησε να φοιτά παράλληλα σε ωδείο, κυνηγώντας έτσι το όνειρο που είχε από μικρός: να ζει από τη μουσική. Η επιμονή και κοπιώδης προσπάθεια στα χρόνια που ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα να αλλάξει πλευρά κι από μαθητής να γίνει καθηγητής. Έχει διδάξει στο Ωδείο Φίλιππος Νάκας, έχει ανέβει στα έδρανα του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου Κέρκυρας, ενώ είναι διευθυντής σπουδών στο «Lab/Music Education» και συνιδιοκτήτης του «Lab Heraklion/Music Education». Και η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, καθώς, εκτός από συνθέτης και εκπαιδευτικός, ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης είναι κι ένας καταξιωμένος ντράμερ και ενορχηστρωτής με αξιόλογες συνεργασίες όπως Ελευθερία Αρβανιτάκη, Δήμητρα Γαλάνη, Τάνια Τσανακλίδου, Διονύσης Τσακνής και Φοίβος Δελληβοριάς μεταξύ πολλών άλλων.
Δύο δεκαετίες μετά τα πρώτα του βήματα και, συγκεκριμένα, το 2015 κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Tora», μια δουλειά που εξέλαβε μνημειώδεις κριτικές. Αναρωτιέμαι γιατί του πήρε τόσα χρόνια να μπει στη δισκογραφία και πώς κατάλαβε ότι η στιγμή είχε πλέον φτάσει. «Δεν ξέρω γιατί δεν το έκανα νωρίτερα. Ίσως τώρα αισθάνθηκα την ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Θεωρώ τη σύνθεση ένα μεγάλο κομμάτι στην εξέλιξη του μουσικού. Όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο με γοητεύει η δημιουργία. Βέβαια, η δημιουργία υπάρχει έντονα και στην εκτέλεση και τον αυτοσχεδιασμό. Η σύνθεση όμως με ωθεί σε βαθύτερα μουσικά μονοπάτια».
«Το Tora είναι ένα άλμπουμ που αφορμάται μεν από τη τζαζ αλλά ξεπερνά τα όριά της», έγραφε το δελτίο Τύπου, υπονοώντας πως ο δίσκος δε σταματά στην τζαζ αλλά μάλλον ξεκινά από αυτήν. «Το Tora έχει ως αφετηρία την jazz αλλά αντλεί στοιχεία και από ένα μεγάλο φάσμα άλλων μουσικών ειδών (rock και pop, electro, ελληνική παραδοσιακή μουσική)» μου εξηγεί. «Τα στοιχεία αυτά είναι αφομοιωμένα σε ένα λειτουργικό σύνολο, αποτελούν ένα «όλον» και συνθέτουν ένα concept άλμπουμ όπου το κάθε ένα από τα 10 κομμάτια που το απαρτίζουν αποτελεί σταθμό μιας ιστορίας, χωρίς όμως ποτέ να χάνει τη μοναδικότητά του. Σε αυτό συμβάλουν επίσης η αφήγηση, η ποίηση και ο προφορικός λόγος. Από το εναρκτήριο ήδη “Suffering” με την αφήγηση του David Lynch (εμπνευσμένο από κείμενο του Arthur Miller) ή με το “Sublove” (στο οποίο ενσωματώνεται απόσπασμα από ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη), ο λόγος εντάσσεται λειτουργικά στο σύνολο και προσθέτει το δικό του χρώμα».
Πιάνομαι από αυτό και του ζητάω να μου λύσει μια απορία -ίσως και προκατάληψη- που πολύς κόσμος κουβαλά προς στους «τζαζίστες». «Αληθεύει πως είστε κολλημένοι μόνο με την τζαζ;» Με αποστομώνει: «Λάθος τεράστιο! Οι πραγματικοί τζαζίστες κάθε άλλο παρά κολλημένοι είναι. Καθημερινά ακούω και εμπνέομαι από μια τεράστια γκάμα μουσικής». Του ζητάω να μου ονοματίσει μερικούς καλλιτέχνες που εκτιμά και μου αραδιάζει μια λίστα από ετερόκλητα ονόματα, όπως Stravinsky, Ψαραντώνης, Astor Piazzola, James Blake, Pink Floyd, Σκαλκώτας. «Η λίστα είναι τεράστια, ευτυχώς» μου λέει, υπονοώντας πως τα «ανοιχτά αυτιά» είναι το απαραίτητο συστατικό για την εξέλιξη ενός καλού μουσικού.
Κάθε Παρασκευή, ο «δράκος της τζαζ», όπως τον αποκαλούν, εμφανίζεται μαζί με τη νεοσύστατη μπάντα του (που ακούει στο όνομα Alex Drakos Trio) στο Tesla bar του BIOS, μυώντας το αθηναϊκό κοινό στο μέχρι πρότινος «αραχνιασμένο» στην Ελλάδα είδος της τζαζ. Οι παραστάσεις τους φέρνουν τον τίτλο The Lost Track. Ποιο είναι όμως αυτό το «χαμένο τραγούδι» που μας καλούν να ακούσουμε στα live τους; «Το The Lost Track είναι το χαμένο τραγούδι που κάποτε ακούσαμε και πάντα θα αναζητούμε. Είναι ο δρόμος που ακολουθούμε αλλά ενίοτε χάνουμε και συνεχίζουμε να αναζητούμε. Τις παρασκευές στο BIOS επιχειρούμε να εξερευνήσουμε αυτούς τους χαμένους ήχους, με οδηγό τον αυτοσχεδιασμό, μέσα από μουσικές διαδρομές γνώριμες και οικείες. Το Trio διαμορφώνει τον ήχο του με δικές του πρωτότυπες συνθέσεις αλλά και μουσικές του κόσμου, έχοντας αφετηρία την jazz κι επιρροές από pop, rock, κλασσική κι ακόμα παραδοσιακή μουσική».
Ακούγοντας κανείς τις μουσικές του τρίο αμέσως αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για μια αρμονική σύμπραξη όχι μόνο μουσικών αλλά πρωτίστως ανθρώπων. Κι αυτό είναι που έχει κερδίσει το κοινό: η δυναμική αλληλεπίδραση τριών ακομπλεξάριστων καλλιτεχνών που δεν φοβούνται να παίξουν με τα όρια και τελικά να τα ξεπεράσουν. «Θέλω να συνεργάζομαι με καλλιτέχνες ανοιχτούς στο άγνωστο. Χωρίς στεγανά και αγκυλώσεις. Με φαντασία και θετικότητα. Ανθρώπους ώριμους να συμβάλλουν δημιουργικά με το ταλέντο τους, αλλά παράλληλα να θέλουν και να μπορούν να κάνουν πράξη κάτι που έχω στο μυαλό μου κι έχω τόσο πολύ ανάγκη να γίνει μουσική. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος κι ο Ντίνος Μάνος έχουν τα όλα τα παραπάνω».
Λίγο πριν κλείσουμε, του ζητώ να μου εξηγήσει -ως ειδικός που είναι- ποιος είναι ο κύριος λόγος που η τζαζ βρίσκεται «στα πάνω της» αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Πώς φτάσαμε εκεί εν έτει 2017; Λόγω της εκπαίδευσης μου απαντά κατηγορηματικά. «Εν μέρει η ιδιωτική (εκπαίδευση), με τις πολύ καλές σχολές που υπάρχουν στην Ελλάδα, αλλά κι η δημόσια με το τμήμα μουσικών σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου. Γι’ αυτό το λόγο έχουμε πολλούς νέους κι εξαιρετικούς μουσικούς αυτή τη στιγμή». Η νέα σοδειά μουσικών του είδους δεν έχει περάσει απαρατήρητη από το ελληνικό κοινό, που τα τελευταία χρόνια στηρίζει με ζέση την εγχώρια τζαζ σκηνή. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και η επιτυχία της ταινίας «Whiplash» (2014) που έφερε για λίγο τη σύγχρονη τζαζ στο προσκήνιο, κάνοντάς την «προσβάσιμη» και σε ένα πιο ευρύ κοινό.«Υπάρχει μεγαλύτερη εξοικείωση. Όσο εξελίσσεται κι ωριμάζει η σκηνή άλλο τόσο ωριμάζει και το κοινό. Βέβαια, υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα και για τα δύο».
Πράγματι, η τζαζ στην Ελλάδα είναι ακόμα στα σπάργανα, μια κατάσταση εκ διαμέτρου αντίθετη με πολλές χώρες του εξωτερικού. Αναπόφευκτα τον ρωτώ αν σκέφτηκε ποτέ να κυνηγήσει μια καριέρα εκτός Ελλάδας. «Ο μουσικός πάντα έχει μια τάση εξωστρέφειας. Πάντα κάτι μας ωθεί να κινηθούμε και να ταξιδέψουμε. Η τάση προς τα έξω είναι συνυφασμένη με τη φύση του μουσικού. Με αυτή την έννοια, ναι, το έχω σκεφτεί πολλές φορές» μου απαντά για να τον ρωτήσω τι ήταν αυτό που τον κράτησε τελικά εδώ. «Μα ο παράδεισος που ζούμε, τι άλλο; Ξέρω... ακούγεται σχεδόν ειρωνεία. Όμως, έχοντας ταξιδέψει σχεδόν όλο τον κόσμο, έχω πλήρη επίγνωση των καλών και κακών του τόπου στον οποίο ζούμε. Βέβαια ό,τι λέω έχει να κάνει με το τώρα. Το μέλλον είναι άγνωστο για όλους μας».
ΣΟΦΙΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ / [email protected]