Κωνσταντίνος Τζαμιώτης: «Κάθε φράση που γράφεται, οφείλει μυστικά να εκκινεί από μια επιθυμία αλλαγής του Κόσμου»

konstantinos-tzamiotis1
ΠΕΜΠΤΗ, 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017

Μιλήσαμε με τον άνθρωπο που, όταν γράφει, ζει κυριολεκτικά με τα πρόσωπα των ιστοριών του, σε μια κατάσταση που ο ίδιος την ονομάζει σύνδρομο Πιραντέλο.

Το «Πέρασμα» δεν είναι ένα εύκολο μυθιστόρημα. Πρόκειται για ένα τραχύ, δύσκολο ανάγνωσμα, όχι από πλευράς κατανόησης, πλοκής ή όλων εκείνων των στοιχείων που καθιστούν ένα βιβλίο θελκτικό, αλλά από άποψη θέματος, που ο συγγραφέας φροντίζει και πετυχαίνει να απεικονίσει ρεαλιστικά. Ένα πλέγμα ιστοριών σε κάποιο ελληνικό νησί, που για οδρές προσφύγων μετατρέπεται σε στόχο, προορισμό και ταυτόχρονα εξορία. Μεστοί χαρακτήρες, ολόκληροι, πρωταγωνιστούν σε ιστορίες ειπωμένες έτσι ώστε να καταδεικνύουν ένα φαινόμενο με προεκτάσεις -μεταξύ άλλων- ψυχολογικές. Επεισόδια με τη θάλασσα να ξερνά τους αναζητητές μιας καλύτερης ζωής στην αμμουδιά και συχνά πάνω στα βράχια, συνταρράσσοντας την ψυχή και το μυαλό των μόνιμων κατοίκων. Και του αναγνώστη. 

Πώς προέκυψε το ερέθισμα για την ιστορία που αναπτύσσετε στο Πέρασμα;

Γράφω κυρίως για ανθρώπους που ζουν στη δική μας εποχή. Όσο κι αν δεν μοιραζόμαστε όλοι την ίδια ακριβώς πραγματικότητα, το μέγεθος μερικών γεγονότων δεν αφήνει ανεπηρέαστο κανέναν. Φυσικά, η επιλογή να τοποθετήσω στο κέντρο της ιστορίας που αφηγούμαι στο «Πέρασμα», το προσφυγικό ζήτημα, σχετίζεται με τις αντιλήψεις μου περί λογοτεχνίας.   

Πρόκειται για μυθοπλασία ή πραγματοποιήσατε παράλληλα κάποια έρευνα;
Πρόκειται για μυθοπλασία που εκκινεί από μια πιθανή πραγματικότητα. Επισκέφτηκα χώρους υποδοχής και φιλοξενίας και είχα την ευκαιρία να ακούσω τις απόψεις πολλών από τους εμπλεκόμενους. Το «Πέρασμα» δεν είναι μια σύγχρονη ηθογραφία που ενδιαφέρεται να καταγράψει τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων ενός μικρού τόπου. Η στενάχωρη έκταση του νησιού λειτουργεί παραβολικά, κάθε χαρακτήρας εκπροσωπεί εκτός από τον εαυτό του και μια ορισμένη οπτική που από μόνη της αποδίδει αποσπασματικά και συχνά παραπλανητικά την πραγματικότητα. Είναι ο συνδυασμός αυτών των αντικρουόμενων θεάσεων που ολοκληρώνει την μεγάλη εικόνα. 

Στα μυθιστορήματά σας ασχολείστε με καίρια κοινωνικά προβλήματα. Είναι η λογοτεχνία ένα μέσο καυτηριασμού των όσων συμβαίνουν;
Δεν υπάρχουν και πολλά παραδείγματα λογοτεχνικών έργων που να κατάφεραν να επηρεάσουν δραστικά την ανθρώπινη συνθήκη. Είμαι της γνώμης, ωστόσο, πως κάθε φράση που γράφεται, οφείλει μυστικά, υποσυνείδητα έστω, πείτε το όπως θέλετε, να εκκινεί από μια βαθιά εγκαταστημένη επιθυμία αλλαγής του Κόσμου.

Ένα κυρίαρχο συναίσθημα που διατρέχει την ιστορία και καταλαμβάνει τους ήρωες του Περάσματος είναι ο φόβος. Ποιος είναι ο δικός σας φόβος ως πολίτης του σύγχρονου κόσμου;
Ο φόβος αποτελεί ίσως την κυρίαρχη νεύρωση της εποχής μας. Ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος υπερασπίζεται πλέον το δικαίωμά του στον φόβο μήπως μεταβληθεί έστω και ελάχιστα η ζωή του, με μια ιερότητα σχεδόν θεολογική. Πρόκειται για ολοφάνερη οπισθοδρόμηση που επηρεάζει αρνητικά τις αντιλήψεις μας περί δημοκρατίας, ισότητας, ελευθερίας, προστασίας του περιβάλλοντος και τόσων άλλων σημαντικών για την ευημερία του είδους μας παραγόντων. 

Ποια ήταν τα συναισθήματά σας όσο γράφατε το «Πέρασμα»; Μπορεί ο συγγραφέας να αποστασιοποιηθεί από τους ήρωες και την ιστορία που κάθε φορά αναπτύσσει ώστε να μην τα κουβαλάει στην πραγματική του ζωή;
Οι ψευδαισθήσεις, οι αγωνίες, η αίσθηση της εξάντλησης, οτιδήποτε ταλανίζει, ενεργοποιεί ή ακινητοποιεί τα πρόσωπα στο «Πέρασμα», ως έναν βαθμό είναι και δικά μου συναισθήματα. Φαντάζομαι πως κάποιοι συγγραφείς μπορούν να διατηρούν τις απαραίτητες αποστάσεις ασφαλείας. Ομολογώ πως δεν ισχύει το ίδιο για μένα. Ζω κυριολεκτικά με τα πρόσωπα των ιστοριών που γράφω. Αυτό άλλοτε είναι ωφέλιμο και άλλοτε γίνεται δυσβάσταχτο βάρος, που δυσκολεύει την καθημερινότητα, τις διαπροσωπικές σχέσεις. Το ονομάζω σύνδρομο Πιραντέλο.

Μετά το τέλος μιας ιστορίας, πόσο γρήγορα ή εύκολα απομακρύνεστε από αυτήν ώστε να μπορέσετε να διεισδύσετε στον νέο κόσμο του επόμενου βιβλίου;
Δεν είναι τόσο οι ιστορίες που επικάθονται μέσα μου όσο τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σ’ αυτές. Μερικά από τα πρόσωπα αυτά, αποδεικνύονται τόσο επίμονα που εισβάλουν και σε άλλες ιστορίες. Όποιος γνωρίζει τη δουλειά μου στο σύνολό της, είμαι βέβαιος πως αναγνωρίζει κάποιες μορφές να μπαινοβγαίνουν από το ένα βιβλίο στο άλλο, άλλοτε πρωταγωνιστώντας και άλλοτε ως απλές σκιές.

Το λεγόμενο προσφυγικό ζήτημα παραμένει πρόβλημα, θα λέγαμε, διαχρονικό πια. Οι ήρωες του Περάσματος δείχνουν βαθιά επηρεασμένοι από αυτό. Πόσο και με ποιους τρόπους σας έχει επηρεάσει εσάς προσωπικά;
Ανήκω προφανώς στους τυχερούς. Το προσφυγικό ζήτημα δεν επηρέασε σημαντικά τη ζωή μου έως τώρα, ούτε απείλησε τα όποια μικροπρονόμια απολαμβάνω. Το να δώσεις ένα χέρι βοήθειας, να προσφέρεις ένα μικρό ποσό ή να συναναστραφείς για κάποιο διάστημα ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη, δεν συνιστά πραγματική μεταβολή ή επιδείνωση του τρόπου ζωής σου. Ζω βέβαια στο κέντρο της Αθήνας, περιοχή όπου το προσφυγικό ζήτημα είναι ιδιαίτερα ορατό και τα προβλήματα δεν λείπουν. Προέρχομαι όμως από αγροτική περιοχή, μεγάλωσα ανάμεσα σε ανθρώπους ριζωμένους με τον τόπο τους, ανθρώπους που δεν θα μπορούσαν να φανταστούν τη ζωή μακριά από τη γη τους, έτσι, κάθε φορά που βλέπω κάποιον ξεριζωμένο, αυτόματα σχεδόν, αντιπαραβάλλω την κατάστασή του, με τις μουσικές, τα τραγούδια, τα χωρατά, τις παροιμίες, τις αντιλήψεις όσων με μεγάλωσαν και πάντοτε καταλήγω πως αυτό που του συμβαίνει είναι αδιανόητα επώδυνο. Μετά από διαπιστώσεις σαν αυτήν μοιάζει αδύνατον να παραμείνεις ο ίδιος. 

Το βιβλίο εκδόθηκε το 2016. Η συγγραφή του θα πρέπει να ξεκίνησε κάποια χρόνια πριν. Η σύλληψη της ιδέας, ενδεχομένως, να τοποθετείται ακόμη πιο πίσω στον χρόνο. Τι βλέπετε να έχει αλλάξει από τότε ως προς το μεταναστευτικό;
Πράγματι ο «σπόρος» της ιστορίας του βιβλίου ρίχτηκε το καλοκαίρι του 1995 όταν υπηρετούσα την στρατιωτική μου θητεία στη Λέσβο. Εκεί, κατά τη διάρκεια μιας άσκησης σε κάποια παραλία, ήρθα αντιμέτωπος με μια ομάδα Αφγανών που είχαν φτάσει από τις απέναντι ακτές. Επρόκειτο για κάτι πρωτόγνωρο ακόμη και για τους νησιώτες και ίσως γι’ αυτό. Η αφορμή ωστόσο για να ξεκινήσω το «Πέρασμα», υπήρξε ένα, ξεχασμένο πια, επεισόδιο που συνέβη σε ένα μικρό νησί το 2012.  Αν εξαιρέσει κανείς την ελαχιστοποίηση των μεταναστευτικών ροών (που προσωπικά θεωρώ προσωρινή) ελάχιστα έχουν αλλάξει πραγματικά από τότε.

Με τι ασχολείστε συγγραφικά στην παρούσα φάση; Υπάρχει κάποια ιδέα που εκκολάπτεται;
Την τελευταία δεκαετία καταπιάστηκα αποκλειστικά με μια λογοτεχνία που κινείται στη σφαίρα των δημόσιων ζητημάτων. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, ο συγγραφέας που κάνει μια τέτοια επιλογή οφείλει να είναι προετοιμασμένος για κρίσεις, σχόλια και αντιδράσεις που ελάχιστη σχέση έχουν με την ουσία των γραπτών του. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς το κλίμα πολιτικής πόλωσης που επικρατεί καθ’ όλο το διάστημα για το οποίο μιλάμε, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως όποιος θίγει θέματα που προβληματίζουν, για να μην πω διχάζουν, όντας μη διατεθειμένος να στρατευτεί υπέρ της μίας ή της άλλης διαδεδομένης βεβαιότητας, κατά κάποιο τρόπο «απογυμνώνεται» από κάθε καλλιτεχνική πρόθεση και αντιμετωπίζεται ως δυνάμει αντίπαλος που αμφισβητεί τις βεβαιότητες με τις οποίες ο καθένας θωρακίζει τις προτεραιότητές του προκειμένου να μοιάζουν εύλογες, δίκαιες και αντικειμενικές. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως καλείσαι συχνά να συμμετάσχεις σε έναν στείρο και στερούμενο ειλικρίνειας, διάλογο. Είναι κάτι που ομολογώ πως με κούρασε και χρειαζόμουν, προσωρινά έστω, ένα διάλειμμα. Εν ολίγοις, πρόσφατα ολοκλήρωσα ένα σύντομο ερωτικό μυθιστόρημα το οποίο αν όλα πάνε καλά πρόκειται να κυκλοφορήσει το προσεχές Φθινόπωρο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. 

Το «Πέρασμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ / [email protected]