Μπίρα: H ξανθιά θεά μάς συστήνεται

mpira-h-ksanthia-thea-mas-sustinetai

ΤΡΙΤΗ, 05 ΙΟΥΛΙΟΥ 2011

Ξανθιά ή μαύρη, δυνατή ή ελαφριά, weiss ή pils, όπως και να την προτιμάτε η μπίρα ταιριάζει γάντι στις καλοκαιρινές μέρες και νύχτες και ως Έλληνες την αγαπάμε πολύ. Πόσο καλά όμως, ξέρουμε την μεγάλη αδυναμία μας;

Η μπίρα -στα ελληνικά «ζύθος»- αποτελεί πολύ κοινό αλκοολούχο ποτό με κύρια συστατικά της το νερό, τη βύνη και τον λυκίσκο και παράγεται μέσα από την διαδικασία της ζύμωσης. Συνήθως, καταναλώνεται παγωμένη, σε ειδικά ποτήρια και συνοδεύει ιδανικά το ψητό κρέας, τα λουκάνικα, τις καλοκαιρινές εξόδους μας και τις βραδινές μας παρεϊστικές συναντήσεις.

Ιστορικά στοιχεία

Η ιστορία θέλει την παρασκευή μπίρας να ξεκινά στην αρχαία Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, περίπου το 4000 π.Χ. Πολλές ανασκαφές βεβαιώνουν πως ο πρώτος πολιτισμένος λαός, οι Σουμέριοι, παρήγαγαν μπίρα πριν από περίπου 6.000 χρόνια, ενώ μετά την εξαφάνισή τους, ανέλαβαν οι Bαβυλώνιοι, εξαιρετικοί γνώστες και πότες μπίρας. Στο μεγαλειώδες έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το «Eπος του Γκιλγκαμές», γίνεται εκτενής αναφορά στη σημασία της μπίρας. Οι γυναίκες των Βαβυλωνίων μάλιστα, χρησιμοποιούσαν τον αφρό της μπίρας για να διατηρούν την φρεσκάδα της επιδερμίδας τους.

Οι Αρχαίοι Έλληνες φαίνεται πως ήρθαν σε επαφή με τη μπίρα χάρη στους Αιγύπτιους. Στην Αρχαία Ελλάδα ωστόσο πρέπει να τη θεωρούσαν ποτό κατώτερης ποιότητας από το κρασί, το ίδιο και οι Iουδαίοι και οι Pωμαίοι που θεωρούσαν την μπίρα το «ποτό των φτωχών».

O Iπποκράτης χρησιμοποιούσε μπίρα για την καταπολέμηση του πυρετού και σαν διουρητικό, ενώ ο Aριστοτέλης αναφέρει ότι η μέθη από κρασί μπορεί να φέρει πονοκέφαλο και η κατανάλωση μπίρας σε βυθίζει σε ελαφρύ ύπνο. Ακόμα και ο Όμηρος όμως, κάνει λόγο στην Οδύσσειά του για ένα κρίθινο ποτό που δημιουργούσε ζάλη.

Οι Κέλτες και οι Γερμανοί γνώριζαν την μπίρα από τον 1ο π.Χ. αιώνα. Kατά τον Μεσαίωνα οι μοναχοί ανέδειξαν την τέχνη της ζυθοποίησης, για να αντέξουν τις μακροχρόνιες νηστείες, όπως λέγεται.

Με την πάροδο των χρόνων, η μπίρα μετατράπηκε σε εμπορεύσιμο είδος, με αποτέλεσμα την επιβολή αυστηρής νομοθεσίας. Το 1516, ο Βαυαρός άρχοντας Γουλιέλμος καθόρισε επακριβώς τα 4 συστατικά της μπίρας: Nερό, Kριθάρι, Λυκίσκος, Mαγιά, που αποτελούν τον γνωστό «Γερμανικό κώδικα καθαρότητας» της μπίρας, ο οποίος ισχύει μέχρι τις μέρες μας.

Με το πέρασμα των χρόνων, η διαδικασία της ζυθοποιίας βελτιώθηκε σημαντικά με βασικό σταθμό την ανακάλυψη, στα μέσα του 19ου αιώνα, της τεχνητής ψύξης και τελειοποιήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά τα πειράματα του E.C. Hansen γύρω από του ζυμομύκητες.

Τα βασικά συστατικά της μπίρας

Οι βασικές πρώτες ύλες για την παραγωγή μπίρας είναι το νερό χαμηλής περιεκτικότητας σε άλατα, το κριθάρι, φτωχό σε πρωτεΐνες και πλούσιο σε άμυλο, μόνο του ή μαζί με άλλα δημητριακά, η ζύμη (μαγιά), από διάφορα είδη ζυμομυκήτων που αναλαμβάνουν τη διαδικασία της αλκοολικής ζύμωσης και τα θηλυκά άνθη του λυκίσκου, που προσθέτουν αρωματικές και γευστικές ουσίες.

Άλλα συστατικά είναι δυνατό να προστίθενται στην διαδικασία παραγωγής της μπίρας, όπως για παράδειγμα ζάχαρη, φρούτα ή άλλα δημητριακά, προσδίδοντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο ποτό.

Tα είδη της μπίρας

Βασικά, τα είδη της μπίρας είναι δύο, ανάλογα με το είδος της ζύμης ή της μαγιάς που χρησιμοποιείται και ειδικότερα τους ζυμομύκητες που επιλέγονται για την παρασκευή της. Έτσι έχουμε την Ale και την Lager.

Η Ale στα ελληνικά αποκαλείται και αφροζύμωτη μπίρα ή μπίρα αφροζύμης, διότι η μαγιά, κατά τη διάρκεια της ζύμωσης ανέρχεται στην επιφάνεια. Το βασικό χαρακτηριστικό των Ale είναι το φρουτώδες άρωμά τους. Κυκλοφορούν Αle σε διάφορες γεύσεις, αλκοολικούς βαθμούς και χρώματα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τους τύπους Bitter, Pale Ale, Golden Ale, Brown Ale, Amber Ale, Irish Ale, Scotch Ale, Mild, Old Ale, Barley Wine. Σημαντικότερες χώρες παραγωγής της είναι η Αγγλία, η Ιρλανδία και το Βέλγιο.

Υποκατηγορία των αφροζύμωτων μπιρών αποτελούν και οι Wiess μπίρες, με γεύση πλούσια, πιπεράτη και δροσιστική, το ίδιο και οι Trappist, οι ευρύτερα γνωστές ως μοναστηριακές.

Η Lager είναι μπίρα ευρύτερα διαδεδομένη από την Ale. Αποκαλείται στα ελληνικά βυθοζύμωτη ή μπίρα βυθοζύμης, γιατί η μαγιά, κατά τη ζύμωση, υφίσταται καθίζηση στο βυθό. Η τελική μπίρα φυλάσσεται σε αποθήκες, γεγονός που οδήγησε και στον όρο «lager» που στα γερμανικά σημαίνει αποθήκη. Ο όρος lager, παρ' ότι γερμανικός, χρησιμοποιείται σήμερα ευρέως για να υποδηλώσει τις «κοινές» ξανθές μπίρες.

Lager υπό τη στενότερη αυτή έννοια είναι οι περισσότερες ευρείας κατανάλωσης μπίρες στην Ελλάδα. Βασικό υποείδος της lager είναι η Pilsner ή pils. Πρόκειται για τη βασίλισσα της μπίρας. Είναι εύπεπτη και ευκολόπιοτη. Την ονομασία της πήρε από την τσέχικη πόλη Pilsen, η οποία θεωρείται και η γενέτειρα της μπίρας αυτής. Άλλα είδη που ανήκουν στις Lager μπίρες είναι οι Hell, Export, Dunkel και άλλες.

Ως τρίτη κατηγορία, λιγότερο γνωστή, μπορούμε να θεωρήσουμε τις Lambic, μπίρες που παράγονται με φυσική ζύμωση, δηλαδή ζυμώνονται σε ανοιχτά δοχεία με τη βοήθεια των ζυμομυκήτων του περιβάλλοντος και χωρίς προσθήκη μαγιάς. Οι μπίρες αυτές μοιάζουν περισσότερο με το είδος Ale.

Άλλα είδη μπίρας

Εκτός από τις αφροζύμωτες και τις βυθοζύμωτες, οι μπίρες παράγονται σε πολλές ακόμα διαφορετικές παραλλαγές και κάθε ζυθοποιός είναι σε θέση να παρασκευάσει τη δική του μπίρα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, μπορούν να χωριστούν σε μεγάλες ομάδες ανάλογα και με το είδος της μαγιάς που χρησιμοποιείται, με το είδος της πρώτης ύλης, την προέλευση, την παρουσία ή όχι ζυμών στη φιάλη και το βαθμό καβουρδίσματος ή καπνίσματος της βύνης, ο οποίος ρυθμίζει το χρώμα της μπίρας και τη γεύση.

Έτσι λοιπόν, ξεχωρίζουμε και τα παρακάτω είδη μπίρας που συναντάμε συχνά:

Μοναστηριακή μπίρα: Είναι μπίρες τύπου Ale που παράγονται αποκλειστικά από έξι μοναστήρια σ’ όλο τον κόσμο, πέντε στο Βέλγιο και ένα στην Ολλανδία, γνωστές και ως Trappist. Η παραγωγή τους γίνεται με παραδοσιακή συνταγή χιλίων και πλέον χρόνων και ο αρωματισμός τους περιέχει πιπερόριζα, κύμινο, κορίανδρο κ.α. Στις μοναστηριακές μπίρες πάντα ακολουθεί δεύτερη ζύμωση μέσα στη φιάλη, ενώ η ωρίμανσή τους διαρκεί πάνω από 3 χρόνια. Οι Abbey είναι και αυτές τύπου «μοναστηριακές» μπίρες αλλά παράγονται κατά τα πρότυπα των μοναστηριακών, χωρίς όμως να προέρχονται από τα συγκεκριμένα μοναστήρια που παράγουν τις Trappist.

Weisse: Γερμανική τύπου Ale μπίρα από 50% τουλάχιστον βύνη σιταριού. Συνήθως ξανθή έως κεχριμπαρένια στο χρώμα, κυκλοφορεί ως διαυγής Kristallweizen ή ως θολή Hefeweizen με τη μαγιά στο μπουκάλι. Το άρωμά της είναι φρουτώδες και η γεύση της ελαφρά γλυκόξινη. Έχει αρκετό ανθρακικό και οι γνωστότερες παρασκευάζονται στη Βαυαρία.

Μπίρα χωρίς αλκοόλ: Είναι μπίρα χωρίς καθόλου ή με μικρή ποσότητα αλκοόλ. Οι περισσότερες ανήκουν στις lager.

Καπνιστή: Σε αυτή τη μπίρα, κατά τη βυνοποίηση, η ξήρανση της βύνης γίνεται στον καπνό φωτιάς από ξύλο κι έτσι προστίθεται στο προϊόν καπνιστό άρωμα και γεύση.

Μπίρα με γεύσεις: Σίγουρα θα έχετε δει σε μεγάλες μπιραρίες στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, μπίρες με γεύσεις από φρούτα, όπως κεράσι, μπανάνα και άλλα. Σε αυτές έχει πριστεθεί άρωμα κατά τη διάρκεια παραγωγής τους.

Ανάλογα με το χρώμα επίσης, οι μπίρες χωρίζονται σε κόκκινες, μαύρες και ξανθές, ενώ ανάλογα με τον τρόπο σερβιρίσματος και φύλαξής τους σε draught (βαρελίσιες μπίρες με χαρακτηριστικό παχύ αφρό) και σε εμφιαλωμένες.

ΒΑΛΙΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ

[email protected]