Το τσάι έχει και κανόνες –σύμφωνα με τον Τζορτζ Όργουελ
Ο διάσημος βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Τζορτζ Όργουελ έχει αποτελέσει έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς του, με το «1984», τη «Φάρμα των Ζώων», το «Φόρος Τιμής στην Καταλωνία» και άλλα βιβλία του. Κάποια στιγμή, όμως, έγραψε και για το τσάι και συγκεκριμένα για τους 11 κανόνες της σωστής προετοιμασίας του.
«Αν αναζητήσετε το λήμμα “τσάι” σε κάποιο βιβλίο μαγειρικής, θα διαπιστώσετε ότι απλά δεν υπάρχει ή στην καλύτερη περίπτωση θα βρείτε δυο-τρεις γραμμές με πρόχειρες οδηγίες, οι οποίες όμως δεν αφορούν τις πιο σημαντικές πλευρές της προετοιμασίας του.
Αυτό είναι περίεργο, όχι μόνο επειδή το τσάι είναι ένα από τα στηρίγματα του πολιτισμού αυτής της χώρας (εν. τη Βρετανία), όπως και της Ιρλανδίας, της Αυστραλίας και της Ζηλανδίας, αλλά επειδή ο σωστός τρόπος προετοιμασίας του είναι αντικείμενο βίαιων αντιπαραθέσεων.
Όταν αναστοχάζομαι τη δικιά μου συνταγή για μία τέλεια κούπα τσάι, βρίσκω έντεκα σημεία που ξεχωρίζουν. Σε τουλάχιστον δύο από αυτά θα πρέπει να υπάρχει γενική συμφωνία, τουλάχιστον τέσσερα όμως είναι μάλλον αμφιλεγόμενα. Εδώ, λοιπόν, ακολουθούν οι δικοί μου έντεκα κανόνες, καθένα εκ των οποίων θεωρώ χρυσό.
1. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να χρησιμοποιείται τσάι από την Ινδία ή την Κεϋλάνη. Το τσάι από την Κίνα έχει τις δικές του αρετές, τις οποίες δε θα έπρεπε να περιφρονεί κανείς στις μέρες μας –είναι οικονομικό και μπορεί κανείς να το πιεί χωρίς γάλα– αλλά δεν είναι αρκετά διεγερτικό. Δε σε κάνει να αισθανθείς σοφότερος, πιο γενναίος ή πιο αισιόδοξος αν το πιεις. Όποιος κι αν έχει πει ποτέ τη φράση “μια καλή κούπα τσάι”, πάντοτε αναφερόταν στο ινδικό.
2. Δεύτερον, το τσάι πρέπει να φτιάχνεται σε μικρές ποσότητες, δηλαδή σε τσαγιέρα. Τσάι που φτιάχνεται σε άλλο σκεύος είναι πάντοτε άγευστο, ενώ το τσάι του στρατού, το οποίο φτιάχνεται σε χύτρα, έχει μια γεύση λίπους και ασβεστόνερου. Η τσαγιέρα θα πρέπει να είναι πορσελάνινη ή πήλινη. Οι ασημένιες ή παρόμοιου τύπου τσαγιέρες φτιάχνουν κατώτερης ποιότητας τσάι, ενώ οι εμαγιέ είναι οι χειρότερες. Παραδόξως οι τσαγιέρες από κασσίτερο δεν είναι κι άσχημες.
3. Τρίτον, η τσαγιέρα πρέπει να έχει ζεσταθεί εκ των προτέρων. Ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχετε αυτό είναι να την τοποθετήσετε πάνω στην εστία, αντί να την κρατήσετε κάτω από ζεστό νερό, όπως συνηθίζεται.
4. Τέταρτον, το τσάι πρέπει να είναι δυνατό. Για μια γεμάτη τσαγιέρα του ενός λίτρου, έξι κουταλάκια του γλυκού θα ήταν η σωστή αναλογία. Αν περνάτε φτώχιες, αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κάθε μέρα της εβδομάδας, αλλά επιμένω ότι μία κούπα δυνατού τσαγιού είναι καλύτερη από είκοσι ελαφριές κούπες. Όλοι οι αληθινοί εραστές του τσαγιού προτιμούν το τσάι τους δυνατό και μάλιστα όλο και πιο δυνατό όσο περνάει ο καιρός.
5. Πέμπτον, το τσάι πρέπει να μπει κατευθείαν στην τσαγιέρα. Ούτε σουρωτήρια, ούτε φακελάκια, ούτε άλλες “συσκευές” δεν πρέπει να φυλακίζουν το τσάι. Σε κάποιες χώρες, έχουν τοποθετήσει στις τσαγιέρες μικρά αιωρούμενα καλαθάκια κάτω από το στόμιο, έτσι ώστε να πιάνονται τα αδέσποτα φύλλα, τα οποία είναι, υποτίθεται, βλαβερά. Στην πραγματικότητα, μπορεί κάποιος να καταπιεί αρκετά μεγάλες ποσότητες φύλλων τσαγιού, χωρίς να πάθει κάτι. Άλλωστε, αν το τσάι δε σκορπίσει μέσα στην τσαγιέρα, δεν πρόκειται να απελευθερώσει τα συστατικά του.
6. Έκτον, η τσαγιέρα πρέπει να μεταφέρεται στο βραστήρα κι όχι τ’ ανάποδο. Το νερό θα πρέπει να βράζει τη στιγμή της “σύγκρουσης”, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να βράζει τη στιγμή που το ρίχνετε. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιείται νερό το οποίο μόλις έχει βράσει, αλλά έχω παρατηρήσει ότι αυτό δεν έχει κανένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα.
7. Έβδομον, αφού το φτιάξετε, πρέπει να το ανακατέψτε ή ακόμη καλύτερα, να ανακινήσετε την ίδια την τσαγιέρα και μετά να αφήσετε τα φύλλα να “κάτσουν”.
8. Όγδοον, πρέπει να το πιείτε μέσα από ένα καλό φλιτζάνι πρωινού, δηλαδή ένα κυλινδρικό φλιτζάνι και όχι ένα φλιτζάνι που είναι επίπεδο και ρηχό. Το φλιτζάνι πρωινού έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα, ενώ τ’ άλλα πάντα κάνουν το τσάι να κρυώσει, ενώ είναι ακόμα μισογεμάτο.
9. Ένατον, πρέπει να ξεχωρίσετε την κρέμα από το γάλα, πριν το χρησιμοποιήσετε για το τσάι. Γάλα το οποίο είναι πολύ κρεμώδες, δίνει στο τσάι μία ασθενική γεύση.
10. Δέκατον, πρέπει να ξεκινάτε βάζοντας το τσάι στο φλιτζάνι σας. Αυτό είναι το πιο αμφιλεγόμενο σημείο απ’ όλα: πράγματι, σε κάθε οικογένεια στη Βρετανία υπάρχουν δύο ρεύματα σκέψης σχετικά με το ζήτημα. Όσοι υποστηρίζουν ότι το γάλα πρέπει να μπει πρώτο, ίσως έχουν ισχυρά επιχειρήματα, αλλά επιμένω ότι το δικό μου επιχείρημα δεν έχει απαντηθεί. Κι εξηγούμαι: αν ξεκινήσεις βάζοντας το τσάι και μετά συνεχίσεις ανακατεύοντας, ξέρεις ακριβώς πόση ποσότητα γάλακτος θα χρειαστείς, ενώ αν το κάνεις αντίστροφα, κινδυνεύεις από υπερβολική δόση γάλακτος.
11. Τελευταίο, το τσάι, εκτός κι αν κάποιος το πίνει με το ρώσικο στυλ, πρέπει να το πίνετε χωρίς ζάχαρη. Ξέρω ότι μειοψηφώ σ’ αυτό το σημείο. Όμως, πώς μπορείς να αποκαλείς τον εαυτό σου αληθινό εραστή του τσαγιού αν καταστρέφεις τη γεύση του προσθέτοντας ζάχαρη; Θα ήταν εξίσου λογικό να βάλει κανείς πιπέρι ή αλάτι. Το τσάι προορίζεται να είναι πικρό, όπως ακριβώς και η μπύρα. Αν το γλυκάνετε, πλέον δε θα πίνετε τσάι, αλλά θα γεύεστε απλά τη ζάχαρη. Θα μπορούσατε να φτιάξετε ένα παρόμοιο ποτό, απλά ανακατεύοντας ζάχαρη σε σκέτο ζεστό νερό.
Κάποιοι θα απαντήσουν ότι δεν τους αρέσει το ίδιο το τσάι, αλλά ότι το πίνουν προκειμένου να ζεσταθούν και να επωφεληθούν από τις ευεργετικές του ιδιότητες και ότι χρειάζονται τη ζάχαρη για να απαλύνουν τη γεύση του. Σε αυτούς τους παραπλανημένους ανθρώπους θα έλεγα: δοκιμάστε να πιείτε τσάι χωρίς ζάχαρη για ένα δεκαπενθήμερο, για παράδειγμα και είναι μάλλον απίθανο ότι θα θελήσετε να το χαλάσετε ξανά γλυκαίνοντάς το.
Αυτά δεν είναι τα μόνα αμφιλεγόμενα σημεία που προκύπτουν σε σχέση με την τεϊοποσία, αλλά είναι επαρκή για να δείξουν πόσο λεπτή έχει γίνει η όλη υπόθεση. Πολλά ακόμα μπορούν να γραφτούν για τις δευτερεύουσες χρήσεις των φύλλων του τσαγιού, όπως η πρόβλεψη της μοίρας, η πρόβλεψη της άφιξης επισκεπτών, το τάισμα των κουνελιών, η επούλωση των εγκαυμάτων και το σκούπισμα του χαλιού. Τελικά πάντως, αξίζει να προσέξουμε λεπτομέρειες, όπως το ζέσταμα της τσαγιέρας και η χρήση νερού που βράζει, έτσι ώστε ο καθένας να κάνει το καλύτερο δυνατό τσάι από την ποσότητα που του αναλογεί».
Δημοσιεύτηκε στην Evening Standard, στις 12 Ιανουαρίου 1946 και συμπεριλήφθηκε στο The Collected Essays, Journalism and Letters of George Orwell, Volume 3, 1943-45, εκδόσεις Penguin.