Ούτε παράδεισος και ούτε κόλαση: το «The Leftovers» χαρτογράφησε τη ζωή που κινείται ανάμεσα τους
Ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα αγάπης στην καλύτερη σειρά της δεκαετίας.
Το «Stories We Tell» της Sarah Polley παραμένει ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του ανεξάρτητου σινεμά της τρέχουσας δεκαετίας ακριβώς επειδή καταφέρνει να εγείρει τόσα πολλά και έντονα συναισθήματα μένοντας απλώς στη βάση κάποιων οικογενειακών ιστοριών, οι οποίες ωστόσο αποτελούν τον συνεκτικό κρίκο της ζωής μας. Είναι ντοκιμαντέρ διαφορετικό από τα άλλα, φέρνοντας στην επιφάνεια μια προσωπική αφήγηση μέσα από την οποία ξορκίζεται το φάσμα της απώλειας και της απουσίας. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους το «The Leftovers» μέσα από μία περιεκτική διαδρομή 28 επεισοδίων κατάφερε να καταξιωθεί ως ένα από τα κορυφαία σύγχρονα τηλεοπτικά δράματα και αν θέλετε την άποψή μας, μία από τις καλύτερες σειρές όλων των εποχών.
Έχουμε εκφράσει ήδη κατά καιρούς την λατρεία μας για την σειρά του Damon Lindelof, η οποία πάντα έβρισκε τρόπους να αναδιπλώνεται και να ανανεώνει το ενδιαφέρον μας, κάνοντάς μας να περιμένουμε τίποτα και τα πάντα. Με αυτή τη λογική ενήργησε και στο φινάλε, παραδίδοντας ένα σπουδαίο κλείσιμο, πιστό στη φιλοσοφία της σειράς ως τώρα, ανοιχτό σε ερμηνείες αλλά σαφές στους στόχους και την κεντρική ιδέα του.
Το πιο τρομακτικό στοιχείο στο φάσμα της απώλειας είναι η κατά μέτωπο αντιμετώπιση με την έννοια της τυχαιότητας, η οποία με τη σειρά της μας φέρνει αντιμέτωπους με την ιδέα της ματαιότητας. Και πάνω σε αυτή την ιδέα έχουν βασιστεί όλες οι θρησκείες, επιχειρώντας με το δικό τους τρόπο να δώσουν μια εναλλακτική επιλογή σε όσους θέλουν να πιστέψουν πως αυτή η ματαιότητα της επίγειας ζωής είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου και πως κάπου υπάρχει μια άλλη αιώνια πραγματικότητα στην οποία επικρατεί το κοινό αίσθημα της δικαιοσύνης. Βρισκόμενος μπροστά σε μια απώλεια υπάρχουν δύο μονοπάτια που μπορείς να ακολουθήσεις. Το ένα είναι αυτό της θρησκείας και μέσω αυτής της πίστης σε μια μετά θάνατον ζωή, ενώ το άλλο είναι αυτό της λύπης και της επεξεργασίας του γεγονότος, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε στασιμότητα και κατάθλιψη. Ε λοιπόν το «The Leftovers» υπήρξε μία σειρά που πάτησε πάνω στο διάνυσμα που τοποθετείται ανάμεσα σε αυτές τις δύο επιλογές, χαρτογραφώντας έναν ασαφή και εύθραυστο κόσμο δυνατών συναισθημάτων.
Ουσιαστικά ποτέ δεν είχε ποτέ πραγματικά σημασία πού πήγε το 2% του πληθυσμού που εξαφανίστηκε έτσι ξαφνικά χωρίς κανείς να καταλάβει το πώς και το γιατί. Είναι κάτι που απλά συνέβη, δίνοντας την ευκαιρία στο 98% που έμεινε πίσω να εξερευνήσει τα όρια της πίστης του, αφού είχε να επιλέξει ανάμεσα στους δύο δρόμους που αναφέραμε παραπάνω. Και αυτή η αλληγορία της διαχείρισης της μόνιμης στεναχώριας εφευρίσκει μια νέα διάσταση στο φινάλε, αυτή του χρόνου. Είχαμε δει παράλληλες μεταθανάτιες πραγματικότητες να εμπλέκονται στην κεντρική πλοκή, αυτές όμως βρίσκονταν μακριά από οποιαδήποτε αίσθηση του χώρου και του χρόνου μπορεί να γνωρίζουμε. Και ακόμη και όσα χρονικά άλματα είχαν γίνει ως τώρα, δεν συγκρίνονται με τη μεγάλη μετάβαση που συντελείται στο τέλος, όταν και βλέπουμε όλους τους χαρακτήρες γερασμένους, έχοντας επιβιώσει από τυχόν κατακλυσμούς ή άλλα κύματα αναχωρησεων, αλλά με εμφανή σημάδια του κατακερματισμού που βίωσαν. Είναι μόνοι, με μια ζωή που φαντάζει κατεστραμμένη να ξανοίγεται πίσω τους.
Είναι πολύ σημαντικό ότι ο τίτλος του επεισοδίου είναι «Book of Nora». Δημιουργεί μια διαφορετική διαθήκη πάνω στα θέματα που απασχολούν εξαρχής τη σειρα, καταλήγοντας σε ένα απρόσμενο αλλά απλό και λιτό love story που διαρκεί μέσα στο χρόνο. Φανταστείτε ένα «Amour» αλλά με το τέλος να ισούται με όλη τη διαδρομή. Η τελική σκηνή της σειράς είναι ίσως η πιο λιτή και προσγειωμένη που έχουμε δει σε φινάλε, αλλά ταυτόχρονα και από τις πιο συγκλονιστικές, αφού είναι πραγματικά αδύνατο να μη σε πάρουν τα ζουμιά από την κουβέντα του Kevin και της Nora. Και για μία τελευταία φορά το «The Leftovers» απέδειξε ότι σημασία δεν έχει τι δείχνεις αλλά πώς το διηγείσαι. Καθώς η πίστη είναι τόσο σημαντικός παράγοντας για τη λειτουργία της σειράς, το να μη δείχνει πράγματα αλλά να τα περιγράφει στη συνέχεια ήταν το βασικό συστατικό της επιτυχίας της. Διότι δεν κρίνεται μόνο η πίστη των χαρακτήρων, αλλά και του κοινού προς τα λεγόμενά τους Και αυτή η εκ πρώτης όψεως αντιτηλεοπτική επιλογή γίνεται καθηλωτική για τον ίδιο λόγο που αγαπήσαμε το «Stories We Tell». Αν υπάρχει η εξομολόγηση μιας ανθρώπινης ιστορίας και κάποιος απέναντι ικανός να την καταλάβει, τότε ο,τιδήποτε άλλο μοιάζει εκνευριστικά περιττό. Αυτός δεν είναι άλλωστε και ένας από τους λόγους που αγαπήσαμε τόσο πολύ τη σειρά, ότι δηλαδή βρισκόταν εκεί για να ακούσει και να ταυτιστεί ενδόμυχα με τις δικές μας ιστορίες λύπης και απώλειας; Υπήρξε καταφύγιο και λύτρωση μαζί, αντιμετωπίζοντας την ματαιότητα της ύπαρξης για να περάσει από την κόλαση και να βρει την ελπίδα.
Η κατάληξη του «The Leftovers» είναι η αγάπη, ακόμη και αν αυτή έρχεται καθυστερημένη και έχει περάσει από τόσα εμπόδια και κύματα. Μπορεί η ζωή να είναι απρόβλεπτη με το χειρότερο δυνατό τρόπο και όπως έχει πει και ο Louis CK η καλύτερη πιθανή κατάληξη είναι να ερωτευτείς ένα άτομο που κάποια στιγμή στα γεράματα θα πεθάνει πρώτο και θα μείνεις να κουβαλάς μόνος σου τις σακουλες του σούπερ μάρκετ, παρόλα αυτά δεν έχουμε τίποτα άλλο πέρα από τη στιγμή. Ακόμη και όταν κάποια απώλεια μας βαραίνει, είναι πιθανό αν καταφέρναμε να βρισκόμασταν με το άτομο που είναι απών μετά από καιρό να είχαμε χάσει τα κοινά σημεία επικοινωνίας που είχαμε μαζί του. Και για αυτό το λόγο το νόημα της ζωής είναι ότι πάντα θα συνεχίζεται και μαζι της καλούμαστε να ακολουθούμε κι εμείς την ίδια διαδρομή, ζώντας το κάθε τώρα με την επίγνωση ότι έτσι ποτέ δε θα είναι αργά. Δεν έχουν σημασία ούτε οι μεταθανάτιοι κόσμοι, ούτε η διαλεύκανση της εξαφάνισης. Όσο δύο άνθρωποι κοιτάζουν στα μάτια ο ένας τον άλλον και διαβάζουν την ψυχή του, τότε το μυστήριο μπορεί να διατηρηθεί ως έχει για καλό όλων μας.
ΓΜ