Το «120 χτύποι το λεπτό» είναι ένα από τα πιο δυνατά δράματα με θέμα το AIDS
Η γνώμη μας για την ταινία που αγάπησε ο Pedro Almodovar στις Κάννες και βρέθηκε στο φετινό πρόγραμμα των Νυχτών Πρεμιέρας.
Δε χωρά αμφιβολία ότι το «120 Beats per Minute» του Robin Campillo είναι η σημαντικότερη ευρωπαϊκή ταινία του 2017. Πρέπει να ψάξεις πολύ για να βρεις κάποια που να συνιστά ένα πιο έντονο, επιτακτικό και συγκινητικό πορτρέτο μιας κοινότητας που βρίσκεται στο περιθώριο ενώ πρέπει να παλεύει καθημερινά μια άνιση προσωπική μάχη για την επιβίωση. Ο δημιουργός των «Les Revenants» (που αργότερα εξελίχθηκε και σε μια από τις καλύτερες ευρωπαϊκές τηλεοπτικές σειρές) και «Eastern Boys» επιχειρεί να ενημερώσει το κοινό γύρω από το AIDS, να καταρρίψει καθιερωμένα ταμπού και να οδηγήσει σε δράσεις γύρω από το ζήτημα.
Ο Campillo επικεντρώνεται στους ακτιβιστές της ACT UP στο Παρίσι, μιας διεθνούς ομάδας δηλαδή ατόμων που προσπαθούν με διαδηλώσεις και με διάφορες άλλες δράσεις να αναγκάσουν τις φαρμακευτικές εταιρείες να ενδιαφερθούν για την αντιμετώπιση του ιού του HIV και να δοθεί έτσι ένα τέλος σε μια ασθένεια που έχει στοιχίσει τη ζωή σε τόσους ανθρώπους μέχρι σήμερα. Το φιλμ τοποθετείται στις αρχές των 90s και αφού ξεκινά παρουσιάζοντας την μεγαλύτερη εικόνα, στην πορεία εστιάζει στην εκ προοιμίου τραγική προσωπική σχέση ανάμεσα σε δύο μέλη της ομάδας.
Είναι σαφές ότι ο Campillo ήθελε πάρα πολύ να μιλήσει για αυτή την ιστορία. Δεν προσεγγίζει την ιστορία από απόσταση, αλλά εισχωρεί σε αυτή και την εμπλουτίζει και με δικά του προσωπικά βιώματα. Η έναρξη της ταινίας είναι πολύ δυνατή, αφού αντί να μας συστήσει τους χαρακτήρες με έναν στερεοτυπικά εισαγωγικό τρόπο επιλέγει να μπει κατευθείαν στη δράση του, αποτυπώνοντας με σχεδόν ντοκιμαντερίστικο τρόπο μια συνεδρίαση της ACT UP, με όλες τις διαφωνίες και τις εντάσεις που μπορεί να σχηματίζονται. Και αυτή η ένταση διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή για αρκετή ώρα, πετυχαίνοντας κάθε σκοπό που έχει θέσει η ταινία. Και χωρίς να γίνεται κακή σε κανένα σημείο, λίγο αφότου έχει αποφασίσει να μείνει στην ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο από τους πρωταγωνιστές χάνει σταδιακά το αρχικό της ενδιαφέρον και η ίδια η ταινία δείχνει μπερδεμένη ως προς την εστίασή της.
Ο ερωτισμός και η χημεία που δημιουργείται ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές του ρομάντζου είναι αδιαπραγμάτευτα στοιχεία. Ειδικά η πρώτη φορά που συνευρίσκονται σεξουαλικά είναι μια από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας, μια μοναδική σύμπραξη του ρεαλισμού με κινηματογραφική ποίηση. Τίποτα από ό,τι βγαίνει από αυτή την ερωτική ιστορία δεν είναι εκβιαστικό ή υπερβολικό και κάθε τι δικαιώνει τον τίτλο της ταινίας, αφού είναι βγαλμένο από καρδιάς. Το βασικό πρόβλημα είναι όμως ο ρυθμός. Το «120 Beats per Minute» διαρκεί 140 λεπτά, τα οποία νιώθεις πως διαρκούν και πολύ αλλά ταυτόχρονα και λιγότερο από ό,τι θα έπρεπε.
Δεν υπάρχουν πολλές άλλες περιπτώσεις ταινιών που βλέποντάς τες να ήθελες να απλώσουν την πλοκή τους μέσα από τη φόρμα μιας μίνι σειράς. Υπάρχουν τόσοι πολλοί χαρακτήρες στο «120 Beats per Minute» που θα θέλαμε να δούμε περισσότερο, όπως για παράδειγμα η πολύ καλή Adele Haenel στο ρόλο της επικεφαλής του παριζιάνικου τμήματος της ACT UP ή ο εκπρόσωπος της φαρμακευτικής εταιρείας. Τους βλέπουμε στην αρχή, αλλά στην πορεία μένουν στο περιθώριο και όταν το φιλμ ξεκινά να κάνει άλματα στο χρόνο νιώθεις πως αποτελεί μια αποσπασματική περίληψη ενός ευρύτερου σύμπαντος που υπάρχει μέσα σε αυτό και που δεν το βλέπουμε στην ολότητά του.
Όλες οι ερμηνείες από ένα νεανικό καστ είναι εξαιρετικά καλές και μέσα στα 140 λεπτά της ταινίας υπάρχουν στιγμές σπουδαίου σινεμά που λειτουργεί και ως ντοκουμέντο αλλά και ως βίωμα. Σίγουρα πολλοί θα συγκινηθούν από την ιστορία και όσο περισσότερος κόσμος δει το «120 Beats per Minute» είναι ένα κέρδος, αλλά την ίδια στιγμή δε γίνεται να παραγνωρίσεις την έλλειψη ρυθμού που εμποδίζει μια σημαντική παραγωγή να αγγίξει το μεγαλείο που θα μπορούσε. Ο τρόπος που επιλέγει να κλείσει πάντως ο Campillo πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους είναι εξαιρετικός και συμπεριλαμβάνεται μέσα στα καλύτερα κινηματογραφικά φινάλε του 2017.
Η ταινία θα βγει στους κινηματογράφους στις 28 Σεπτεμβρίου από την Weird Wave.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]