Είναι το βινύλιο κάτι παραπάνω από ρετρό και νοσταλγία;
Με αφορμή το Vinyl Market που ετοιμάζει η Τεχνόπολη αλλά και το Vinyl is Back που επανέρχεται στο Μουσείο Αυτοκινήτου, κάνουμε μια αναδρομή στην ιστορία, το παρόν αλλά και το μέλλον του βινυλίου.
Η μουσική βιομηχανία έχει περάσει από πολλά κύματα, με πολλούς να έχουν «προβλέψει» την καταστροφή της. Η αλήθεια είναι πως μετά την «πτώση» των CD και την άνοδο των mp3 στις προτιμήσεις των μουσικόφιλων, οι πωλήσεις έπεσαν κατακόρυφα σε όλα τα επίπεδα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που συγκροτήματα όλων των «κατηγοριών» έχουν αυξήσεις τις συναυλίες τους, αφού πλέον το merchandise αποτελεί κύρια πηγή εσόδων.
Ένας απροσδόκητος φίλος «από τα παλιά» όμως, έχει δώσει μια νέα ώθηση στη μουσική βιομηχανία: το βινύλιο. Με αργά και σταθερά βήματα τα τελευταία χρόνια, το «απαρχαιωμένο» και αναλογικό αυτό φορμάτ έχει καταφέρει να διακριθεί στην ψηφιακή εποχή του streaming και έχει καταφέρει ένα μεγάλο come back. Δεν είναι όμως οι ανοδικές πωλήσεις που ξεχωρίζουν – άλλωστε για πολλά χρόνια το «συντηρούσαν» λιγότερο mainstream καλλιτέχνες και δισκογραφικές της punk, hip hop, reggae και dance σκηνής – αλλά το γεγονός ότι έχει πια mainstream αναγνωρισιμότητα.
Συλλέκτες υπάρχουν παντού.
Πέραν της παγκόσμιας απήχησης του Record Store Day, στην Ελλάδα το βινύλιο έχει γνωρίσει τη δική του, «σιωπηρή» άνθηση. Το μαρτυρούν άλλωστε με εμφατικό τρόπο τακτικά events γύρω από το βινύλιο, όπως το Vinyl is Back (το οποίο κλείνει πέντε χρόνια παρουσίας) στο Ελληνικό Μουσείο Αυτοκινήτου καθώς και το Vinyl Market στην Τεχνόπολη. Εκτός από την τεράστια ποικιλία σε δίσκους όλων των ειδών (και όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ που θα χρειαστεί κανείς για να τους απολαύσει), τα events αυτά αποτελούν γιορτή για τη μουσική. Από τους πιο casual και άπειρους στο είδος, έως τους πιο φανατικοί συλλέκτες, όλοι θα βρουν κάτι που θα κεντρίσει το ενδιαφέρον τους – είτε παλιό, είτε καινούριο.
Για το πώς κατάφερε όμως το βινύλιο να πάει κόντρα στο πνεύμα της εποχής και να γίνει επιστρέψει – φαινομενικά – στον θρόνο του, αξίζει να δούμε λίγο καλύτερα την ιστορία αυτού του φορμάτ.
O «πατέρας» του πικάπ είναι ο φωναυτογράφος του Léon Scott.
Η πρώτη συσκευή ηχογράφησης δεν ήταν ο φωνογράφος του Thomas Edison, αλλά ο φωναυτογράφος του Léon Scott το 1857. Ο φωναυτογράφος δεν σχεδιάστηκε για να αναπαράγει ήχους, αλλά για να τους καταγράφει ως κύματα για επιστημονική ανάλυση. Είκοσι χρόνια αργότερα ο Edison όμως θα παρουσιάσει τον φωνογράφο, που μπορούσε να καταγράφει αλλά και να παίζει ήχους. Αρχικά η ηχογράφηση γινόταν πάνω σε μεταλλικούς κυλίνδρους, οι οποίοι αργότερα αντικαταστάθηκε από κερί, βελτιώνοντας κατά πολύ την ποιότητα ήχου και την αντοχή.
Οι πιο γνωστοί και οικείοι δίσκοι έκαναν την εμφάνισή τους το 1889 στις ΗΠΑ από τον Emile Berliner και το γραμμόφωνό του. Οι δίσκοι αυτοί ήταν είχαν διάμετρο μόλις 12,5 εκατοστά και η αναπαραγωγή γινόταν χειροκίνητα με μανιβέλα. Καθώς όμως βελτιωνόταν η ποιότητα ήχου και το μέγεθος των δίσκων (το οποίο επέτρεπε μεγαλύτερης διάρκειας ηχογραφήσεις), το φορμάτ του Berliner τελικά νίκησε τον φωνογράφο στον «πόλεμο των φορμάτ» στις αρχές του 20ού αιώνα και ήταν ο απόλυτος άρχοντας της δισκογραφίας, μέχρι την άνοδο του CD στα τέλη του 1980.
Μετά το Β'ΠΠ, ξεκίνησε ένας «πόλεμος ταχυτήτων» ανάμεσα στις δισκογραφικές εταιρείες. Μέχρι τα τέλη του 1930, οι δίσκοι 78 στροφών κυριαρχούσαν, αλλά περίπου μια δεκαετία αργότερα δημιουργήθηκαν οι πιο γνώριμοι δίσκοι των 33⅓ και 45 στροφών. Υπήρξαν και δίσκοι των 16⅔ στροφών, οι οποίοι όμως απέτυχαν και είχαν μικρή σχετικά παρουσία.
Οι δισκογραφικές εταιρείες καθιέρωσαν τους δίσκους των 12 ιντσών στις 33⅓ στροφές για τα long play (LP) άλμπουμ με διάρκεια περίπου μια ώρα, ενώ οι πιο μικροί δίσκοι των 7 ιντσών στις 45 στροφές καθιερώθηκαν ως το φορμάτ για singles και extended play (EP) άλμπουμ, διάρκειας 10-15 λεπτών. Οι τεχνολογικές εξελίξεις στη συνέχεια – στερεοφωνικός και μετά τετραφωνικός ήχος – καταλάγιασαν και δεν δίχασαν την αγορά όπως παλαιότερα.
Υπάρχουν πλειάδες άρθρων που υποστηρίζουν ότι το βινύλιο υπερέχει, σε ορισμένα σημεία, των ψηφιακών CD και mp3. Το κυριότερο προτέρημα είναι η δυνατότητα του βινυλίου να αποδώσει πιο πιστά τις χαμηλότερες συχνότητες μιας ηχογράφησης, οπότε μουσικά είδη που δίνουν έμφαση στο μπάσο (πχ reggae, hip hop και rock) σίγουρα έχουν να κερδίσουν περισσότερο από άλλα είδη (όπως η techno).
Το μέλλον μπορεί να είναι ψηφιακό, αλλά το αναλογικό δεν πάει πουθενά.
Η πραγματικότητα όμως είναι πως για πολλούς ακροατές η πιστότητα ήχου δεν έχει τόση σημασία όση η ευκολία χρήσης. Ένα smartphone μπορεί πρακτικά να προσφέρει άπειρη μουσική (μέσω του Internet) και σε οποιαδήποτε στιγμή, σε αντίθεση με τους στενούς περιορισμούς του εύθραυστου και νοσταλγικού βινυλίου. Το βινύλιο πλέον έχει μια αναμφίβολη συλλεκτική αξία, αφού σε σχέση με τα ψηφιακά mp3 οι δίσκοι κυκλοφορούν σε περιορισμένο αριθμό και υφίστανται την φθορά του χρόνου και της χρήσης. Μια αντίστοιχη «αναβίωση» έχει παρατηρηθεί στις κασέτες, όσον αφορά τη μουσική, ενώ μια αντίστοιχη αγορά συλλεκτών έχει ανθήσει και στον χώρο των βιντεοπαιχνιδιών, όπου απαρχαιωμένες κονσόλες έχουν αποκτήσει τεράστια αξία.
Το κατά πόσο όμως θα μπορέσει να παγιωθεί ως ένα βιώσιμο φορμάτ μένει να φανεί, αφού τα περισσότερα εργοστάσια παραγωγής έχουν κλείσει (περίπου 30 υπάρχουν παγκοσμίως), ενώ τα υπάρχοντα μηχανήματα σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν εξελιχθεί για δεκαετίες. Η Sony πάντως έχει ήδη κάνει τα πρώτα βήματα μετά από πολλά χρόνια για να βελτιώσει και να αυτοματοποιήσει σε μεγάλο βαθμό την παραγωγή βινυλίων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΛΕΓΡΙΝΗΣ