Η «Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» είναι μια ήσυχη ταινία με εκκωφαντικά μηνύματα
Με τα βραβεία Όσκαρ καλύτερου α' γυναικείου και β' ανδρικού ρόλου, για τις ερμηνείες των Frances McDormand και Sam Rockwell, αντίστοιχα, το να δεις την δραματική ταινία μυστηρίου του δημιουργού της «Αποστολής στην Μπριζ» είναι, αν μη τι άλλο, μια ασφαλής επιλογή για ένα από τα βράδια του Μαΐου που διανύουμε και τη δυνατότητα σου παρέχει το Vodafone TV.
Η ιστορία έχει στον πυρήνα την χωρισμένη μητέρα μιας κοπέλας που βιάστηκε και δολοφονήθηκε άγρια, χωρίς επτά μήνες μετά το συμβάν να έχει βρεθεί ο ένοχος. Έτσι, απογοητευμένη από τη δουλειά της αστυνομίας, αποφασίζει να αγοράσει τον διαφημιστικό χώρο τριών πινακίδων έξω από την πόλη του Έμπινγκ στο Μιζούρι, όπου και διαμένει, τοποθετώντας ένα μήνυμα που στηλιτεύει τη δουλειά των αρχών, ενώ την ίδια στιγμή αναζητά πληροφορίες για το περιστατικό.
τρεις πινακίδες
Στο τιμόνι του οχήματος που οδήγησε στην επιτυχία, ο Martin McDonagh, ο άνθρωπος που, με μόλις τέσσερις ταινίες μέσα σε 13 χρόνια, έχει αποδείξει πως είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες δημιουργούς του αγγλόφωνου σινεμά του 21ου αιώνα. Όταν η πρώτη σου κιόλας απόπειρα καταλήγει με Όσκαρ καλύτερης ταινίας μικρού μήκους, βάζεις ο ίδιος τον πήχη ψηλά και αυτό έκανε ο Ιρλανδικής καταγωγής σεναριογράφος και σκηνοθέτης οδηγώντας το περσινό του αριστούργημα, «Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι», στα Όσκαρ ολοταχώς.
Έχει πάντα ενδιαφέρον να ακούς τους συντελεστές μιας ταινίας να μιλούν για αυτή και για όσα κρύβονται από πίσω, τα κίνητρα, τις συγκυρίες, τα τυχαία περιστατικά, ενδιαφέρον που αυξάνεται όταν από τους ίδιους μαθαίνεις ότι η ιστορία που πρόκειται να δεις δεν είναι μυθοπλασία αλλά κάπως παραλλαγμένη ξεπήδησε από την πραγματική ζωή. Αυτό ισχύει με την «Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι», όπως εξήγησε σε συνέντευξή του ο Martin McDonagh. Ταξιδεύοντας στο Τέξας, προσπέρασε μια σειρά από πινακίδες με σπαρακτικά, εξοργισμένα μηνύματα με παραλήπτες τις αστυνομικές αρχές για κάποιο ανεξιχνίαστο έγκλημα που είχε συμβεί στην περιοχή. Πράγματι, όπως αποκαλύφθηκε όταν η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους και απέκτησε δημοσιότητα, οι πινακίδες είναι υπαρκτές και δημιουργήθηκαν από τον James Fulton, όταν η 35χρονη κόρη του βρέθηκε βιασμένη και δολοφονημένη, χωρίς ποτέ να αποδοθεί δικαιοσύνη. Για την ιστορία, το έγκλημα παραμένει ανεξιχνίαστο μολονότι ο σύζυγος του θύματος, κρίθηκε ένοχος από το αστικό δικαστήριο.
Βέβαια, εκείνο που κάνει την ταινία τόσο ξεχωριστή και που, μεταξύ άλλων, οδήγησε στο να σαρώσει τα βραβεία είναι πως, μολονότι πραγματεύεται κάτι τόσο δυσάρεστο και σκοτεινό, δεν σε καταθλίβει, δεν σε βαραίνει όπως θα περίμενες διαβάζοντας την ιστορία ή βλέποντας το trailer. Η ισορροπία διατηρείται χάρη στους χαρακτήρες και τα «ανάλαφρα» στοιχεία τους και φυσικά χάρη στους διαλόγους και το χιούμορ που περιέχουν στις κατάλληλες στιγμές και τις σωστές δόσεις. Το αποτέλεσμα είναι να παρακολουθείς μια βαθυστόχαστη τραγική κωμωδία (ή το ανάποδο).
Εκτός από το story, φυσικά, οι ερμηνείες είναι εκείνες που κάνουν μια ταινία να ξεχωρίζει, και στη συγκεκριμένη περίπτωση, με δυο Όσκαρ ερμηνείας, το ζητούμενο είναι εξασφαλισμένο και με το παραπάνω.
Ένας λόγος λοιπόν που θες οπωσδήποτε να δεις (ξανά) την ταινία στο Vodafone TV είναι η εξαιρετική Frances McDormand, στον καλύτερο ρόλο που έχει αναλάβει μετά τη συγκλονιστική ερμηνεία της στο «Fargo». Πετυχαίνει μια από τις κορυφαίες πρωταγωνιστικές γυναικείες ερμηνείες των τελευταίων ετών, χωρίς να χρειαστεί να προβεί σε οσκαρικές κορώνες για να κερδίσει την προσοχή των βραβείων. Και τελικά την κερδίζει.
Το εκτόπισμα όμως της Frances McDormand δεν είναι μόνο υποκριτικό, όπως απέδειξε στην απονομή του βραβείου της. Ο λόγος της στην 90ή τελετή των Όσκαρ ήταν μια διεκδικητική τοποθέτηση την οποία έκανε όχι μόνο ως ηθοποιός αλλά και ως γυναίκα. Θυμόμαστε καλά πως, όταν ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το αγαλματίδιο, ζήτησε από όλες τις γυναίκες που εργάζονται στον χώρο του κινηματογράφου να σηκωθούν όρθιες. To χειροκρότημα που ακολούθησε την ενέργεια, θα μείνει στην ιστορία. Ο λόγος της έκλεισε με το επικό «inclusion rider» (όρος που μπαίνει στα συμβόλαια και υποχρεώνει τις παραγωγές να υπάρχει μεγαλύτερη εκπροσώπηση σε κάθε τομέα της δημιουργίας μιας ταινίας σε σχέση με παράγοντες όπως το φύλο και η φυλή). Η ίδια δυναμική διαπνέει την ηρωίδα της ταινίας που δεν κραυγάζει η ίδια για τα αυτονόητα αιτήματά της αλλά αφήνει τις πινακίδες να στείλουν το μήνυμα παντού.
Μια ταινία δεν είναι πάντα και μόνο διέξοδος ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Είναι και το μέσο που έχουν οι άνθρωποι του κινηματογράφου να στείλουν ένα κοινωνικό μήνυμα μαζικά και με εύληπτο τρόπο. Ο δημιουργός αξιοποιεί τον Sam Rockwell, ως ακραίo ρατσιστή αστυνομικό, για να αναδείξει βαθιές ριζωμένες, αρρωστημένες διαστάσεις της αμερικανικής (και όχι μόνο) κοινωνίας. Ταυτόχρονα όμως ο ήρωας παραμένει ανθρώπινος, διατηρεί τη συμβολική του διάσταση παραμένοντας άνθρωπος με σάρκα και οστά. Το ίδιο ισχύει και για τον Woody Harrelson που με τη συμπεριφορά του αναπαράγει και διαιωνίζει απαρχαιωμένες πολιτικές, ωστόσο στην πορεία αποκαλύπτεται πως και ο ίδιος κουβαλά μια εξίσου σπαρακτική ιστορία στις πλάτες του, γεγονός που τον εξιλεώνει στα μάτια του θεατή και τον αποκαθιστά.
Στον αντίποδα της άποψης πως η ταινία θίγει με ευστοχία θέματα ρατσισμού, υπάρχει εκείνη που κρίνει την προσέγγιση απλοποιημένη, και αυτή δεν ήταν η μοναδική πηγή διαφωνίας μεταξύ των κριτικών κινηματογράφου ή του κοινού. Όπως συμβαίνει με όλες τις «μεγάλες» ταινίες, οι απόψεις ήταν πολλές, συχνά αντικρουόμενες και δεν μένει παρά να τη δεις στο Vodafone TV για να έχεις τη δική σου άποψη!