Κριτική ταινίας:«Django o τιμωρός»
Ο Κουέντιν Ταραντίνο επανεμφανίζεται στο κινηματογραφικό προσκήνιο εκστασιάζοντας κοινό και κριτικούς με τη νέα του ταινία: «Django Unchained-Django Ο Τιμωρός».
«Django o τιμωρός» («Django Unchained»)
Αυτή τη φορά σκηνοθετεί ένα γουέστερν-σπαγγέτι αφιερώνοντάς το σε ένα από τα είδωλά του, το Σέρτζιο Λεόνε. Λουτρό αίματος, βία που γεννά τη βία, ρατσισμός σε όλη του την έκφανση, γερμανική μυθολογία και πανέμορφα πλάνα έξυπνα συντεταγμένα συνιστούν ένα ταραντινικό ντελίριο σύνθεσης εικόνων και ήχων που αιχμαλωτίζει και καθηλώνει. «Django: Ο Τιμωρός», μια ταινία που θα μείνει στην ιστορία.
Ο τίτλος (ως συνήθως δύο λέξεις) εμπνέεται από το γουέστερν-σπαγγέτι του 1966 «Django: Ο Τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε» του Σέρτζιο Κορμπούτσι. Ο πρωταγωνιστής αυτού του φιλμ, Φράνκο Νέρο, κάνει στην ταινία «Django: Ο Τιμωρός» μια κάμεο εμφάνιση (cameo appearence =σύντομο πέρασμα), τιμής ένεκεν, όπως έκανε ο Χίτσκοκ στις ταινίες του.
Χρονικά, τοποθετούμαστε στην περίοδο της δουλείας λίγο πριν τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Μέσα από την ιστορία ενός σκλάβου που απελευθερώνεται για να γίνει βοηθός κυνηγού επικηρυγμένων, ο Ταραντίνο αδράττει την ευκαιρία να μιλήσει για ρατσισμό, για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για άσκηση στυγνής βίας των λευκών εναντίον των μαύρων, για μαχητικότητα και για...παλιό καλό σινεμά.
Ήδη από το ζενερίκ και τις πρώτες εικόνες της ταινίας, μας βυθίζει στην ατμόσφαιρα των γουέστερν-σπαγγέτι, σαν να αποπειράται να αναστήσει τον κινηματογράφο του ’60. Ένας οδοντίατρος (Κρίστοφ Βαλτς) απελευθερώνει και προσλαμβάνει ένα σκλάβο, τον Τζάνγκο (Τζέιμι Φοξ) προκειμένου να γίνει συνεργάτης του στην ανεύρεση και τιμωρία των εγκληματιών της Δύσης.
Ο Τζάνγκο, από την άλλη, εκτός από την ελευθερία του, επιζητά και την απελευθέρωση της αγαπημένης του που έχει χάσει. Οι δύο πρωταγωνιστές θα αναζητήσουν τα ίχνη της. Τελικά θα τη βρουν σκλάβα σε κάποια φάρμα και η προσπάθεια απελευθέρωσής της θα πυροδοτήσει τη δράση με νέες αιματοχυσίες και απρόσμενες εξελίξεις.
Ο Ταραντίνο μας παρασύρει σε ένα ταξίδι μαγικών εικόνων στα βάθη της Δύσης με πλάνα υποβλητικά, απίθανες καταστάσεις, μικρές δόσεις χιούμορ και κοφτερούς διαλόγους. Πρόκειται για μία ακόμη ταινία εκδίκησης, με πολλούς πυροβολισμούς, φωτιά και αίμα να ρέει άφθονο. Αναμφισβήτητα ο Ταραντίνο είναι παρών, πέρα από το νοσταλγικό «κλείσιμο ματιού» στα γουέστερν-σπαγγέτι.
Η ιστορία συντίθεται από μικρά περιστατικά, μοναδικά στη σύλληψή τους, τα οποία δίνουν αφορμή για την επίδειξη των βιρτουόζικων ικανοτήτων του σκηνοθέτη ενώ οι ηθοποιοί επιδίδονται σε μια ξεχωριστή, κάθε φορά, performance ερμηνείας. Ο Κρίστοφ Βαλτς από την ταινία «Άδοξοι Μπάσταρδοι» είναι πάλι εδώ με το επιβλητικό παρουσιαστικό και την ήρεμη φωνή του που προμηνύει, ωστόσο, καταιγίδες. Για πρώτη φορά βλέπουμε το Λεονάρντο Ντι Κάπριο στο ρόλο του αιμοβόρου κακού, στον οποίο ανταπεξέρχεται άψογα.
Ο Τζέιμι Φοξ δε, υποδύεται πολύ πειστικά τον επαναστατημένο σκλάβο που διψά για εκδίκηση ενώ ο Σάμιουελ Τζάκσον μοιάζει να έχει «βγει» κατευθείαν από την εποχή εκείνη.
Με αξιόλογο κάστινγκ και ένα σφιχτοδεμένο σενάριο, ο Ταραντίνο δημιουργεί. Μεταξύ άλλων, αξιοσημείωτα είναι κάποια πλάνα αισθητικής σπουδαιότητας που εμπλουτίζουν σημασιολογικά όλο το φιλμικό κείμενο. Ο Τζάνγκο όταν απελευθερώνεται και ξεκινά συνεργασία με τον Σουλτς τον οδοντίατρο, πετάει επιδεικτικά την κάπα ή το μανδύα του δούλου. Αυτή η κίνηση αποδίδεται σε ρελαντί ρυθμούς.
Στη συνέχεια, ο πρώην σκλάβος ενδύεται με ένα αριστοκρατικό παλτό με γούνα. Η αλλαγή status, από δούλος γίνεται ελεύθερος, υποδηλώνεται με τον παραπάνω έξυπνο τέχνασμα. Η έννοια της απελευθέρωσης και της αγωνιστικότητας εμπεριέχεται και στη γρήγορη αφαίρεση των αλυσίδων και της σέλας του αλόγου από τον Τζάνγκο. Κίνηση που μας παραπέμπει στον αυθεντικό τίτλο του έργου «Django Unchained».
Ο ζυγός και οι αλυσίδες πρέπει να φύγουν και μαζί τους να πάρουν κάθε έννοια δουλείας. Τώρα, αυτός ατρόμητος και αδίσταχτος, σαν ένας μυθιστορηματικός ιππότης θα ψάξει να βρει και να σώσει την αγαπημένη του. Μήπως ο σκανδιναβικός μύθος της Μπρουμχίλντα και του Σίγκουρ, που αφηγείται ο γιατρός, αντανακλά και συμβολίζει έμμεσα την πορεία του σκλάβου; Ο Σίγκουρ, κατά το μύθο περνά μέσα από φλόγες για να απελευθερώσει τη Μπρουμχίλντα.
Το ίδιο όνομα (τυχαία;) φέρει και η σύζυγος του Τζάνγκο. Η Μπρουμχίλντα έχει γίνει έμμονη ιδέα στο κεντρικό πρόσωπο˙ κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό από τη σύνθεση και παράταξη μερικών πλάνων του Ταραντίνο. Το πρόσωπο της (Κέρι Γουάσινγκτον) εμφανίζεται απρόσμενα σε σημεία που δεν το περιλαμβάνει η αφηγηματική εξέλιξη, υποδεικνύοντας έτσι τα συναισθήματα και τις σκέψεις του Τζάνγκο. Το τέλος της ιστορίας του Ταραντίνο, με το εμπνευσμένο πλάνο του Τζάνγκο να βγαίνει θριαμβευτής μέσα από καπνούς και φωτιές, έρχεται να επιβεβαιώσει την υποψία ότι ο μύθος της Μπρουμχίλντας δεν παρενέβη τυχαία στην αφηγηματική ροή.
Γενικά, ο Ταραντίνο καταθέτει ένα κινηματογραφικό έργο λεπτοδουλεμένο και πλούσιο σε σημασίες. Η προσοχή στη χρήση της κάμερας είναι ευδιάκριτη με τα χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, zoom arrière, zoom avant και τα plongé στα κεφάλια των δούλων, ενώ δεν παρέλειψε να ενσωματώσει στην εικόνα του και ένα γλυπτό πάλης δύο ηρώων πάνω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων του Τζάνγκο και του γιατρού με τον πλούσιο Κάντι. Οι συμβολικές προεκτάσεις και εδώ είναι αναμφισβήτητες.
Η μουσική έρχεται να σχολιάσει όλα τα παραπάνω φέροντας σωτήρια μηνύματα ελπίδας και νίκης με τις χαρμόσυνες νότες του Ένιο Μορικόνε και του Λουί Ενρίκε Μπακαλόβ (ο οποίος είχε συνθέσει τη μουσική του Django του 1966). Ένα τέτοιο φιλμ, λοιπόν, πώς να μην είναι υποψήφιο για Όσκαρ;
Παίζουν: Τζέιμι Φοξ, Κροστόφ Βαλτς, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Κέρι Γουάσινγκτον, Σάμιουελ Τζάκσον. H ταινία προβάλλεται από τη Feelgood Entertainment.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ