Mr.Sunshine: Η νοτιοκορεάτική τηλεόραση σε απόλυτη λιακάδα
Κορεάτικη ιστορική, ρομαντική και κυρίως, με υψηλά στάνταρ κινηματογραφημένη δραματική σειρά.
Η νοτιοκορεάτικη τηλεόραση τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει τα σύνορά της και εξάγει στην παγκόσμια αγορά μικρά τηλεοπτικά διαμαντάκια. Για ένα τέτοιο ακριβώς πρόκειται η σειρά Mr. Sunshine, ένα K-drama (νοτιοκορεάτικο τηλεοπτικό δράμα, δηλαδή) εποχής που φιλοξενείται στην πλατφόρμα του Netflix.
Δημιουργημένο από ένα δίδυμο, στη σκηνοθεσία είναι ο Eung-bok Lee και στο σενάριο η Eun-sook Kim, με επιτυχημένο τηλεοπτικό παρελθόν (Descendants of the Sun, Goblin), η σειρά είναι πολύ παραπάνω από ένα ρομάντζο τοποθετημένο στο ιστορικό παρελθόν της Κορέας.
Χρονολογικά η σειρά τοποθετείται γύρω στο 1900 με 1905, ενώ βλέπουμε μεγάλα κομμάτια από το παρελθόν των ηρώων και κυρίως του σημαδιακού για τους περισσότερους ήρωες, έτους 1871. Από αυτή τη χρονιά μάλιστα επιλέγουν οι δημιουργοί της σειράς να ξεκινήσουν την αφήγησή τους, τότε που η ενιαία Κορέα ονομαζόταν Τζοσεόν, υπήρχε ακόμα η δουλεία ενώ η Ιαπωνία εποφθαλμιούσε τη χώρα (χωρίς φυσικά να λείπουν οι Αμερικάνοι από το παιχνίδι).
Πυρήνας της αφήγησης είναι ο Αμερικανός Γιουτζίν (Byung-Hun Lee και γνωστός σε μας από την ταινία «Και οι 7 ήταν υπέροχοι») και η Κορεάτισσα Άε- Σιν (Tae-ri Kim). Ο Γιουτζίν έχει γεννηθεί στο Τζοσεόν από γονείς σκλάβους, οι οποίοι δολοφονούνται όταν ο ίδιος είναι σε ηλικία 9 ετών, οπότε και το σκάει για την Αμερική. Εκεί γίνεται Αμερικανός πολίτης, μπαίνει στον στρατό, γίνεται λοχαγός, παρασημοφορείται και οι ΗΠΑ του ξεπληρώνουν την αφοσίωσή του στέλνοντάς τον πίσω στο Τζοσεόν ως Αμερικανό πρόξενο.
Εκεί, από τους πρώτους ανθρώπους που θα συναντήσει είναι η Άε- Σιν, μία αριστοκρατικής οικογένειας κοπέλα, κόρη ανταρτών που έχουν δολοφονηθεί, η οποία ακολουθεί τη μοίρα της και μάχεται στο πλάι της πολιτοφυλακής ενάντια στην Ιαπωνία (η οποία όπως γνωρίζουμε από την ιστορία λίγα χρόνια μετά από το παρόν της σειράς τα κατάφερε και προσάρτησε την Κορέα).
Ανάμεσά τους από την αρχή υπάρχει ένταση, η οποία θα πάρει τον χρόνο της μέχρι να μετουσιωθεί σε έρωτα. Παρόλο που η ερωτική ιστορία αυτών των δύο είναι που δομεί τα πρόσωπα που μπαίνουν στα πλάνα και την εξέλιξη της ιστορίας, η σειρά αφιερώνει πολύ χρόνο σε μάχες, στα πολιτικά παιχνίδια της εποχής, στην αντίσταση, ενώ παράλληλα πραγματεύεται ζητήματα όπως η δουλεία, η προδοσία και η εκδίκηση μέσα από τα προσωπικά ζητήματα του κάθε ήρωα- και είναι πολλοί.
Όλοι τους έχουν μία ιστορία, ή και περισσότερες, που τους έχει σημαδέψει και στην οποία ανατρέχουν συχνά ενθυμούμενοι. Από ολόκληρα flachbacks μέχρι στιγμιαίες εικόνες, το παρελθόν και οι αναμνήσεις, μακρινές ή κοντινές, αποτελούν συχνή επιλογή του σκηνοθέτη για να στήσουν την εναλλαγή των πλάνων, ενώ η επίμονη αναπαραγωγή σκηνών που ήδη έχουμε δει - μπορεί και λίγα λεπτά νωρίτερα-με τη μορφή της αναπόλησης, καθιστά την ανάμνηση βασικό μοτίβο της αφήγησης- αν και ομολογουμένως το παρακάνει στο πρώτο επεισόδιο.
Υπάρχει ένα είδος αφήγησης στο οποίο όμως φαίνεται η σειρά να υστερεί, και αυτό δεν είναι άλλο από την εξιστόρηση της ιστορίας. Οι δημιουργοί της κατηγορήθηκαν ότι παραποιούν και υπεραπλουστεύουν τα ιστορικά γεγονότα, παρουσιάζουν απολίτιστη τη χώρα εκείνης της εποχής και δίνουν περισσότερο βάρος στην τηλεοπτική- κινηματογραφική απόδοση παρά στην ιστορία. Από αυτές όμως τις κατηγορίες πηγάζει το μεγαλύτερο προτέρημα της σειράς, ένας θαυμαστός τρόπος κινηματογράφησης που συνδυάζει το παλιομοδίτικο με το μοντέρνο, την νοτιοκορεάτικη παραγωγή με τα αμερικάνικης αίγλης σκηνικά.
Στον σκηνοθέτη φαίνεται να αρέσει η λεπτομέρεια, γι' αυτό και παίρνει τον χρόνο του για να πει την ιστορία. Κάθε επεισόδιο είναι από μόνο του μια μικρή ταινία, άλλωστε, καθώς τα περισσότερα ξεπερνάνε σε διάρκεια τη μία ώρα. Έχοντας λοιπόν όλο τον χρόνο μπροστά του, καλλιεργεί τις εμμονές του φυτρώνοντάς τες στα πλάνα του. Η κάμερά του κινείται σε πανοραμικές λήψεις, σε λήψεις από πάρα πολύ χαμηλά (σαν να τραβάει το χώμα ή η λίμνη), σε πλάνα που κρύβεται το μισό μέρος τους, σε πλάνα που διαδέχονται τα επόμενα με έντονο fade out, σε πλάνα που το εύρος τους ορίζεται από ένα παράθυρο, μία πόρτα, έναν διάδρομο.
Όπως προαναφέρθηκε, το μοτίβο της ανάμνησης είναι το πιο συχνά επαναλαμβανόμενο στη σειρά και για να λειτουργήσει ο Eung-bok Lee σκαρφίζεται τις σιωπές ενώ εκμεταλλεύεται τις αντανακλάσεις (είτε σε καθρέφτη είτε στο νερό) για να δώσει πολλές φορές πάσα στην αναπαραγωγή αναμνήσεων. Στις λήψεις του επίσης φροντίζει να εντάσσει δύο στοιχεία στα οποία έχει αδυναμία, τα υφάσματα και τα καιρικά φαινόμενα/φύση, και τα οποία αποκτούν συμβολική σημασία στα πλάνα που συχνά παγώνουν εντελώς για να κινείται μόνο, για παράδειγμα, μανιασμένα ένα σεντόνι στη μπουγάδα. Και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ο σκηνοθέτης μεταχειρίζεται τον ήχο στα πλάνα του. Πέρα από την εξαιρετική μουσική (έχουν παράδοση οι Κορεάτες στα προσεγμένα soundtrack) που κοσμεί τα πλάνα του, χρησιμοποιεί τους απλούς, φυσικούς ήχους, άλλοτε για να συνοδεύσει απλά μια σκηνή κι άλλοτε για να τονίσει τη σιωπή ή την ένταση σε πλάνα που μπαίνουν σε παύση για να ακούσουμε, για παράδειγμα, το σύρσιμο ενός φορέματος στο πάτωμα.
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]