Κτήνος: Μια άγρια ιστορίας αγάπης
Ένα ψυχολογικό θρίλερ με ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη ερωτικά .
Μια σειρά δολοφονιών έφηβων κοριτσιών αποτελεί τη ραχοκοκαλιά γύρω από την οποία ξεδιπλώνεται το σκοτεινό love story της Μολ (Jessie Buckley) και του Πασκάλ (Johnny Flynn) στο Κτήνος (Beast), την πρώτη ταινία του σκηνοθέτη Michael Pearce. Υπογράφοντας και το σενάριο, ο Pearce δημιουργεί ένα ψυχολογικό θρίλερ το οποίο αποτελεί μίξη διάφορων ειδών που καταφέρνει να συνδυάσει το μυστήριο γύρω από τους φόνους και το στοιχείο του ρομαντισμού με το μελόδραμα και κάποια κοινωνικά θέματα, όπως το bullying και η καταπίεση μέσα στην κοινωνία και την οικογένεια. Κι όλα αυτά αποθεώνοντας τη φύση και τα τοπία της επαρχίας.
Η νεαρή Μολ ζει με την οικογένειά της σε μια κλειστή νησιωτική κοινωνία του Τζέρσεϊ, όπου κάνει μια προσωρινή δουλειά, βοηθάει στη φροντίδα του άρρωστου από Αλτσχάιμερ πατέρα της, συμμετέχει στη χορωδία της εκκλησίας και… όταν ήταν παιδί είχε εμμονή με τις φάλαινες δολοφόνους που στην αιχμαλωσία τα ηχητικά τους κύματα εμποδίζονται από τους τοίχους με αποτέλεσμα να γίνονται κωφές, χαζές ή να τρελαθούν. Από την αρχή της ταινίας η Μολ φαίνεται να νιώθει πως βρίσκεται σε μια παρόμοια κατάσταση αιχμαλωσίας μέσα στην οικογένειά της, και κυρίως στη σχέση με την αυταρχική της μητέρα Χίλαρι (Geraldine James). «Μολ, θέλω να προσπαθήσεις κι άλλο» είναι η πρώτη φράση που ακούγεται στην ταινία στη διάρκεια πρόβας της χορωδίας την οποία διευθύνει η μητέρα της Μολ για να μας προϊδεάσει κατευθείαν για τη δύσκολη μεταξύ τους σχέση.
Με μόνιμη πίεση επομένως από τη μητέρα της και δύο αδέρφια πιο κοντά στην «κανονικότητα», ένα βίαιο συμβάν από την παιδική της ηλικία που από τη μία της βασανίζει τη συνείδηση και από την άλλη την έχει καθορίσει στην υπόληψη της κοινωνίας, και ένα χαρακτήρα τολμηρό και έντονο, ίσως και λίγο χίπικο για τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό της οικογένειας και της κλειστής κοινωνίας, η Μολ σίγουρα δεν είναι δημοφιλής. Ούτε μπορεί να συντονιστεί με το σωστό όπως το κρίνει η κοινωνία. Γι΄αυτό και το σκάει από το ίδιο της το πάρτι γενεθλίων. Για να πάει να χορέψει. Σε αυτήν τη μικρή απόδραση από την προσωπική της φυλακή γνωρίζει τον Πασκάλ, ένα παράξενο, μοναχικό και εσωστρεφή νέο. Καθώς όμως οι δύο «losers» ερωτεύονται γύρω τους απλώνεται ο φόβος μιας και στην περιοχή δρα ένας κατά συρροή δολοφόνος νεαρών κοριτσιών, μια υπόθεση στην οποία θα βρεθεί ύποπτος ο Πασκάλ.
Η ταινία διαθέτει τρία βασικά συστατικά που την κάνουν ξεχωριστή, ιδιαίτερο σενάριο, απίστευτη χημεία μεταξύ των δύο ερωτευμένων και εκπληκτικά τοπία (και εξαιρετική φωτογραφία) που στεγάζουν τον έρωτά τους.
Ο Pearce επιλέγει να δώσει χρόνο ώστε να σκιαγραφήσει λεπτομερέστατα το χαρακτήρα της Μολ και το πετυχαίνει σε τέτοιο βαθμό που σαν θεατές ακόμα και στις απρόβλεπτες συμπεριφορές της την καταλαβαίνουμε. Από την άλλη κρύβει πράγματα για το αινιγματικό πρόσωπο του Πασκάλ ώστε να διατηρηθεί ως το τέλος το μυστήριο της ταυτότητας του δολοφόνου. Για αυτό όμως πρέπει κανείς να φτάσει ως το τέλος. Να ζήσει τον έρωτα των δύο ηρώων μέσα από το φακό του Pearce ο οποίος δημιουργεί μια ιδιαίτερη αισθητική ονείρου για να τον αποδώσει. Να τους κρυφοκοιτάξει από τα πολύ κοντινά πλάνα, να νιώσει τον αέρα, τη θάλασσα, τα δέντρα, τους γκρεμούς γύρω τους με τα travelling της κάμερας ,να ακούσει τους φυσικούς ήχους και να ζήσει λίγο τον ύλιγγο από τις λήψεις της κάμερας, να δει τα ρεαλιστικά μα ξεθωριασμένα χρώματα του τοπίου και τις αντανακλάσεις του φωτός να αλλοιώνουν την εικόνα.
Στο τέλος όμως αυτής της διαδρομής που κάνει η κάμερα του Pearce αναδύεται ένα σημαντικό ερώτημα. Ποιος είναι το κτήνος τελικά; Και παρόλο που τελικά μαθαίνουμε το δολοφόνο, η απάντηση καθόλου εύκολη ή προφανής δεν είναι.
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]