Η Ευνοούμενη: Παιχνίδια εξουσίας με… κορσέδες
Ο Γιώργος Λάνθιμος δοκιμάζεται σε μια ταινία εποχής και ένα γυναικείο δυσλειτουργικό τρίγωνο.
Έχοντας κερδίσει τον Αργυρό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας και έχοντας αποσπάσει 12 υποψηφιότητες στα βραβεία Bafta και άλλες 10 στα Oscar ο Γιώργος Λάνθιμος με την τρίτη του αγγλόφωνη ταινία «Η Ευνοούμενη» (The Favourite) εδραιώνει για τα καλά τη θέση του στην παγκόσμια κινηματογραφική σκηνή.
Αισθητά λιγότερο weird και περισσότερο από ποτέ κινηματογραφικά γοητευτικός, ο Έλληνας σκηνοθέτης φαίνεται πως «αναπνέει» καλά στη Βρετανία όπου ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια. Έχοντας αφήσει πίσω του το Greek Weird Cinema, ο Λάνθιμος ουσιαστικά εξελίσσεται και εξελίσσει την κινηματογράφησή του, μένοντας ωστόσο, πιστός στον αντισυμβατικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την τέχνη του. Αυτή τη φορά επιλέγει να αναμετρηθεί με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο με μια ταινία εποχής και τις ίντριγκες που ευδοκιμούν μέσα σε ένα παλάτι, αφήνοντας και ένα αέρα φεμινισμού τοποθετώντας σε θέσεις ισχύος μονάχα γυναίκες.
Από την «Ευνοούμενή» του απουσιάζει (πια) εντελώς η αποξενωμένη παρουσία και ομιλία των ηθοποιών μέσα στην ταινία ενώ παράλληλα ο κινηματογραφικός λόγος παύει να είναι τόσο ελλειπτικός- τάση που είχε αρχίσει να φαίνεται ήδη από τις προηγούμενες δύο ταινίες. Έτσι μετριάζεται κάπως η αίσθηση του ανοικείου που δημιουργούν συχνά οι ταινίες του Λάνθιμου στο κοινό.
Επιπλέον στην «Ευνοούμενη» ο Λάνθιμος ξεκινάει να πειραματίζεται περισσότερο με τη φόρμα, τους φακούς και τις λήψεις, την αισθητική και τη γεωμετρία του χώρου αλλά και τη λειτουργία της μουσικής- στην «Ευννούμενη» η μουσική είναι η τέταρτη ηρωίδα- δημιουργώντας όμως και πάλι μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα κλειστό περιβάλλον με ιδιαίτερους κώδικες να καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων. Μόνο που στην «Ευνοούμενη» το δυστοπικό περιβάλλον κλείνεται στην αυλή ενός παλατιού και η συμπεριφορά των ηρώων καθορίζεται από το πρωτόκολλο και τους κανονισμούς του παλατιού και της βρετανικής αριστοκρατίας.
Αφήνοντας επίσης για πρώτη φορά το σενάριο στα χέρια άλλων (Deborah Davis, Tony McNamar) μιας και σχεδόν σε όλες του τις ταινίες ο Λάνθιμος συνυπέγραφε το σενάριο με τον Ευθύμη Φιλίππου, μεταφέρει στην οθόνη μια ιστορία αλιευμένη από τη βρετανική αυλή η οποία δανείζεται στοιχεία από ιστορικά πρόσωπα της Αγγλίας που έζησαν στις αρχές του 18ου αιώνα. Δεν πρόκειται όμως για πιστή μεταφορά της ιστορίας τους, όπως δεν πρόκειται για πιστή αναπαράσταση της εποχής- η γλώσσα, τα κοστούμια (εκπληκτική δουλειά από τη Sandy Powell), το μακιγιάζ φέρουν σύγχρονα χαρακτηριστικά ταιριαστά στο ύφος της ιστορικής περιόδου που αναπαρίσταται.
Πιο συγκεκριμένα, η «Ευνοούμενη» μέσα από οκτώ κεφάλαια- και τίτλους όπως Αυτή η λάσπη βρωμάει ή Φοβάμαι τα μπερδέματα και τα ατυχήματα και προσωπικό αγαπημένο το Ονειρεύτηκα ότι σε κάρφωσα στο μάτι- μας αφηγείται την ιστορία της Βασίλισσα Άννας (Olivia Colman), τη στενή της σχέση με τη σύμβουλό της Λαίδη Σάρα (Rachel Weisz) και την εξέλιξη αυτής της σχέσης όταν ανάμεσα στις δύο μπει αποσταθεροποιώντας την η υπηρέτρια Άμπιγκεϊλ (Emma Stone). Η Βασίλισσα έχει επιεικώς τα χάλια της, καταπονημένη από τα προσωπικά της δράματα (είχε χάσει 17 παιδιά και άντρα) και τις ασθένειες που την ταλαιπωρούν, είναι ένα μεγάλο κακομαθημένο μωρό που μέσα στη μοναξιά της ζητάει συνεχώς κανάκεμα και προσοχή τη στιγμή που αφήνει τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα στα χέρια της Λαίδης Σάρα. Η Λαίδη με τη σειρά της είναι δυναμική, αρχοντική και κάπως πολεμοχαρής, προσεκτική και σκληρή, έχει λόγο, άποψη, συμμάχους, και κυρίως ξέρει το παιχνίδι που παίζεται στην αυλή του παλατιού. Το μοναδικό της λάθος είναι ότι δίνει μια ευκαιρία στη μακρινή της ξαδέρφη Άμπιγκεϊλ, η οποία έχοντας ξεπέσει από την κοινωνική της θέση διψά για μια καλύτερη ζωή.
Πρόκειται επομένως για μια ταινία εποχής και σαν τέτοια δεν θα μπορούσε να λείπει ένας πόλεμος από την πλοκή, ή καλύτερα δύο πόλεμοι. Ο ένας γίνεται σε ατομικό επίπεδο μεταξύ των δύο κυριών για την εύνοια της Βασίλισσας και ο άλλος γίνεται στο μέτωπο- και ποτέ στην οθόνη μας- μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας.
Και οι δύο, ωστόσο, αποτελούν, ή μπορούν να αποτελέσουν ένα σχόλιο πέρα από την εποχή ή την όποια ιστορικότητα φέρουν. Πολιτικές αποφάσεις παίρνονται στην τύχη και στο κρεβάτι, η Βασίλισσα αγνοεί σημαντικά θέματα, αποσύρει ένα φόρο από καπρίτσιο και όταν στριμώχνεται απλά κάνει ότι λιποθυμάει. Η χώρα είναι σε πόλεμο αλλά στο παλάτι οι αριστοκράτες το ρίχνουν στους χορούς, στους αγώνες με πάπιες και σε άλλες χαρούμενες δραστηριότητες- πετούν, για παράδειγμα, φρούτα σε ένα ακίνητο γυμνό. Η ελαφρότητα, η άγνοια, η αδιαφορία και η απερισκεψία των προσώπων που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας είναι διαχρονική, όπως διαχρονικά είναι τα παιχνίδια εξουσίας που παίζει ο άνθρωπος. Διαχρονικά και γελοία. Τόσο γελοία που βάζοντάς σε σε σκέψεις σου κόβεται το γέλιο. Και στην «Ευνοούμενη» βλέπουμε πολλά τέτοια και αρκετή υποκρισία.
Η υποκρισία αυτή των χαρακτήρων με τις άκρως επιμελημένες και επιτηδευμένες δημόσιες εμφανίσεις- πέρα από το γεγονός πως εξηγείται με πολιτικά, κοινωνικά ή προσωπικά κίνητρα- κατά κάποιο τρόπο αναλαμβάνει να υποστηρίξει το μοτίβο της αναπαράστασης που συχνά ο Λάνθιμος εντάσσει στις ταινίες του- αν και μάλλον περισσότερο αυτό το μοτίβο εντοπίζεται στα 17 κουνέλια της Βασίλισσας τα οποία για την ίδια συμβολίζουν τα 17 χαμένα της παιδιά.
Τελικά όλη αυτή την ίντριγκα και τη με βασιλικούς όρους διαπλοκή ο Λάνθιμος επιλέγει να την αποδώσει με μια καλά στιλιζαρισμένη ταινία. Δημιουργεί έτσι μια επιβλητική μπαρόκ αισθητική γεμάτη λεπτομέρειες στον τεράστιο χώρο του παλατιού τον οποίο στολίζει με σκοτεινούς διαδρόμους και τεράστια παράθυρα, τα οποία με τη σειρά τους του προσφέρουν σε μεγάλο βαθμό το φυσικό φως που τόσο αγαπάει- κι όταν δεν το έχει από το παράθυρο, απλά δίνει ένα κερί στις ηρωίδες του που περιφέρονται στο σκοτάδι. Με δυο λόγια, γίνεται εξαιρετική δουλειά στη φωτογραφία από τον Robbie Ryan.
Έχοντας στήσει λοιπόν με λεπτομέρεια, σκιές και φως το χώρο ο Λάνθιμος ορίζει ως σημαντικά θέματα για την κάμερά του δύο πράγματα, τις ηρωίδες του και τον ίδιο το χώρο- κυρίως τον κλειστό χώρο με τα δωμάτια του παλατιού αλλά ενίοτε και το τοπίο. Έτσι η κάμερα κινείται αρκετά μέσα στο χώρο, σχεδόν χορογραφικά, μαρτυρώντας συχνά την ύπαρξή της, εστιάζει από περίεργες- άκομψες κάποιες φορές- γωνίες στα πρόσωπα των ηρωίδων, ακολουθεί την κίνησή τους στο χώρο, απομακρύνεται από αυτές για να αναδείξει το μέγεθος του χώρου- και της μοναξιάς των ατόμων σε αυτόν- χρησιμοποιώντας πολύ συχνά ευρυγώνιους φακούς που σε συνδυασμό με το μοντάζ- ο Γιώργος Μαυροψαρίδης γίνεται ο πρώτος Έλληνας μοντέρ που διεκδικεί το Oscar Καλύτερου Μοντάζ- πραγματικά ζαλίζουν κάποιες φορές δημιουργώντας μια ονειρική αίσθηση.
Κι αν η κάμερά του είναι εκεί για να αποθεώσει τις ηρωίδες και το χώρο, οι τρεις κυρίες που κρατούν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους είναι εκεί για να απογειώσουν την ταινία. Υποχθόνιες και αξιολύπητες, μα εντελώς ανθρώπινες οι ηρωίδες των Weisz και Stone επισκιάζονται μονάχα από την εκπληκτική Colman.
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]